Στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα συνέβη μια δραματική αλλαγή στις αντιλήψεις και στις ιδέες της φυσική, που εξακολουθεί να επηρεάζει ακόμα και τις πιο πρόσφατες θεωρίες για την ύλη. Οι νέες έννοιες στη φυσική έχουν επιφέρει μια βαθιά τροποποίηση στην κοσμοθεωρία μας: από τη μηχανιστική αντίληψη του Καρτέσιου και του Νεύτωνα οδηγούμαστε σε μια ολιστική και οικολογική αντίληψη, παρόμοια με τις απόψεις των μυστικιστών όλων των εποχών και των παραδόσεων.
Η νέα θεωρία για το φυσικό μας σύμπαν δεν ήταν καθόλου εύκολο να γίνει αποδεκτή από τους επιστήμονες στις αρχές του εικοστού αιώνα. Η εξερεύνηση του ατομικού και υποατομικού κόσμου τους έφερε σε επαφή με μια παράξενη και απροσδόκητη πραγματικότητα που φαίνεται να αψηφά κάθε λογική περιγραφή.
Στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν αυτή τη νέα πραγματικότητα, οι επιστήμονες κατάλαβαν με οδυνηρό τρόπο, ότι οι βασικές ιδέες τους, η γλώσσα τους και ολόκληρος ο τρόπος σκέψης τους ήταν ανεπαρκής για να περιγράψουν τα ατομικά φαινόμενα.
Τα προβλήματά τους δεν ήταν απλώς διανοητικά, αλλά έφτασαν σε μια έντονη συναισθηματική και, θα μπορούσε κανείς να πει, ακόμα και υπαρξιακή κρίση. Τους πήρε πολύ χρόνο για να ξεπεράσουν την κρίση αυτή, αλλά στο τέλος ανταμείφθηκαν με βαθιές γνώσεις για τη φύση της ύλης και τη σχέση της με τον ανθρώπινο νου.
Οι Νευτώνειες Μηχανές
Η κοσμοθεωρία και το σύστημα αξιών που αποτελούν τη βάση του πολιτισμού μας, ουσιαστικά διαμορφώθηκαν κατά τον δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα. Μεταξύ του 1500 και 1700 υπήρξε μια δραματική αλλαγή τόσο στον τρόπο που οι άνθρωποι που θα απεικόνιζαν τον κόσμο όσο και στον τρόπο σκέψης τους. Η νέα νοοτροπία και η νέα εικόνα του κόσμου έδωσε στον δυτικό πολιτισμό τα χαρακτηριστικά της αποκαλούμενης «σύγχρονης εποχής». Έγιναν η βάση του παραδείγματος που έχει κυριαρχήσει τον πολιτισμό μας τα τελευταία τριακόσια χρόνια και τώρα αυτό είναι έτοιμο να αλλάξει.
Πριν από τον δέκατο έβδομο αιώνα, όλοι σχεδόν είχαν δεδομένο ότι το σύμπαν (και η Γη μας) ήταν σαν ένας ζωντανός οργανισμός.
Ακόμα και ο Κοπέρνικος, του οποίου η επαναστατική θεωρία της κίνησης του ουρανού, που δημοσιεύθηκε το 1543, τοποθέτησε τον Ήλιο και όχι την Γη στο κέντρο, δεν είχε μια μηχανιστική αντίληψη. Οι αιτίες για την πραγματοποίηση αυτής της αλλαγής ήταν μυστικιστικοί, καθώς και επιστημονικοί.
Η επανάσταση του Κοπέρνικου στην κοσμολογία ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για την μετέπειτα εξέλιξη της φυσικής. Αλλά η στροφή προς τη μηχανιστική θεωρία της φύσης που άρχισε μετά το 1600 ήταν πολύ πιο ριζοσπαστική.
Η έννοια ενός οργανικού, ζωντανού και πνευματικό σύμπαντος αντικαταστάθηκε από αυτήν του κόσμου σα μια μηχανή. Η μεταβολή αυτή προήλθε από τις επαναστατικές αλλαγές στη φυσική και την αστρονομία, με αποκορύφωμα τα επιτεύγματα του Κοπέρνικου, του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα. Η επιστήμη του δέκατου έβδομου αιώνα, βασίστηκε σε μια νέα μέθοδο έρευνας, που την υποστήριζε σθεναρά ο Φράνσις Μπέικον και αφορούσε στην μαθηματική περιγραφή της φύσης και την αναλυτική μέθοδο της γνώσης που σχεδιάστηκε από την ιδιοφυΐα του Καρτέσιου. Αναγνωρίζοντας τον κρίσιμο ρόλο της επιστήμης στην επίτευξη αυτών των ριζικών αλλαγών, οι ιστορικοί έχουν αποκαλέσει τον δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα σαν την Εποχή της Επιστημονικής Επανάστασης.
Η Επιστημονική Επανάσταση
Για αιώνες πριν, υπήρχαν ήδη μηχανιστικά μοντέλα ορισμένων πτυχών της φύσης. Ένα παράδειγμα είναι τα αστρονομικά ρολόγια που έδειχναν τον ήλιο και τη σελήνη να περιστρέφονται γύρω από τη γη, με φόντο τα αστέρια. Η κίνηση του ήλιου έδειχνε την ώρα της ημέρας, και ο εσωτερικός κύκλος του ρολογιού απεικόνιζε τη σελήνη, περιστρεφόμενη μία φορά το μήνα.

Όμως αυτό που έκανε την επιστήμη όπως την ξέρουμε σήμερα ήταν η αλλαγή στην περιγραφή του κόσμου από έναν ζωντανό οργανισμό σε μια απρόσωπη μηχανή: τα μηχανικά μοντέλα του σύμπαντος αντιπροσώπευαν πλέον τον τρόπο που πραγματικά λειτουργούσε ο κόσμος. Οι κινήσεις των άστρων και των πλανητών θα διέπονται πλέον από απρόσωπες μηχανικές αρχές και όχι από ψυχές ή πνεύματα με τις δικές τους ζωές και σκοπιμότητες.
Το κύρος και η αποδοχή της μηχανιστικής επιστήμης δεν οφείλεται τόσο στο φιλοσοφικό της υπόβαθρο, όσο στις πρακτικές της επιτυχίες, ειδικά στη φυσική. Οι μαθηματικές προσομοιώσεις συνήθως περιλαμβάνουν ακραίες απλουστεύσεις και παραδοχές που είναι πιο εύκολο να τις καταλάβουμε μέσω τεχνητών μηχανών ή αντικειμένων. Η μαθηματική μηχανική είναι εξαιρετικά χρήσιμη στην αντιμετώπιση σχετικά απλών προβλημάτων, όπως οι τροχιές των οβίδων ή των πυραύλων.
Το όραμα της μηχανικής φύσης αναπτύχθηκε εν μέσω των καταστροφικών θρησκευτικών πολέμων στην Ευρώπη του δέκατου έβδομου αιώνα. Η μαθηματική φυσική ήταν ελκυστική εν μέρει επειδή φάνηκε να παρέχει έναν τρόπο υπέρβασης των διαφόρων αιρετικών συγκρούσεων, για να αποκαλύψει τις αιώνιες αλήθειες. Σύμφωνα με την αντίληψή τους, οι πρωτοπόροι της μηχανιστικής επιστήμης έβρισκαν έναν νέο τρόπο κατανόησης της σχέσης της φύσης με τον Θεό, με τους ανθρώπους να υιοθετούν την θεϊκή «παντογνωσία» των μαθηματικών, που υψώνονταν πάνω από τα όρια του ανθρώπινου σώματος και νου.
Αλλά υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα. Το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας δεν είναι μαθηματικό. Ο άνθρωπος γεύεται το φαγητό, αισθάνεται θυμωμένος, απολαμβάνει την ομορφιά των λουλουδιών, γελά με τα αστεία. Προκειμένου να επιβεβαιώσει την υπεροχή των μαθηματικών, ο Γαλιλαίος και οι διάδοχοί του, έπρεπε να κάνουν την διάκριση ανάμεσα σε αυτά που ονομάζονται «πρωτεύουσες ποιότητες», που θα μπορούσαν να περιγραφούν μαθηματικά, όπως η κίνηση, το μέγεθος και το βάρος και στις «δευτερεύουσες ποιότητες», όπως το χρώμα, η γεύση κλπ. που ήταν υποκειμενικά. Θεώρησαν ότι ο πραγματικός κόσμος είναι σαφής, αντικειμενικός, μετρήσιμος και μαθηματικός. Η προσωπική εμπειρία που ζούμε στον κόσμο ήταν υποκειμενική, το βασίλειο της γνώμης, της ασάφειας και της ψευδαίσθησης, κάτι που ήταν έξω από τη σφαίρα της επιστήμης.
Η καρτεσιανή εικόνα του κόσμου

Ο Ρενέ Ντεκάρτ (Καρτέσιος) (1596-1650) ήταν ο κύριος υπερασπιστής της μηχανικής ή μηχανιστικής φιλοσοφίας της φύσης. Του αποκαλύφθηκε σε ένα όραμα που είχε στις 10 Νοεμβρίου του 1619, και ο ίδιος ήταν «γεμάτος με ενθουσιασμό που ανακάλυψε τα θεμέλια μιας θαυμάσιας επιστήμης». Είδε ολόκληρο το σύμπαν σαν ένα μαθηματικό σύστημα και αργότερα οραματίστηκε τεράστια δίνες στροβιλιζόμενης λεπτής ύλης, τον αιθέρα, που μεταφέρουν τους πλανήτες στις τροχιές τους.
Ο Καρτέσιος οδήγησε την μηχανιστική αντίληψη πιο πέρα από ό, τι ο Κέπλερ ή ο Γαλιλαίος επεκτείνοντάς την στη σφαίρα της ζωής. Ήταν γοητευμένος από τα εξελιγμένα μηχανήματα της εποχής του, όπως τα ρολόγια και τις αντλίες. Μετέφερε την μηχανιστική άποψη και στους ζωντανούς οργανισμούς. Τα φυτά και τα ζώα δεν ήταν τίποτε άλλο από μηχανές. Στα ανθρώπινα όντα κατοικούσε μια λογική ψυχή που συνδέονταν με το σώμα μέσω της επίφυσης, στο κέντρο του εγκεφάλου. Σε ό, τι αφορά το ανθρώπινο σώμα δεν είχε πολλές διαφορές από ένα ζώο-μηχανή. Ο Καρτέσιος εξήγησε εκτενώς το πώς οι κινήσεις και οι διάφορες βιολογικές λειτουργίες του σώματος θα μπορούσαν να αναχθούν σε μηχανικές λειτουργίες, προκειμένου να αποδείξει ότι οι ζωντανοί οργανισμοί δεν ήταν τίποτε άλλο παρά αυτόματα.
Το όραμα του Καρτέσιου είχε εμφυτεύσει μέσα του την πεποίθηση της βεβαιότητας της επιστημονικής γνώσης και ότι η αποστολή του ήταν να διακρίνει την αλήθεια από το λάθος σε όλους τους τομείς της γνώσης. «Όλη η επιστήμη είναι βέβαιη, εμφανής γνώση», έγραψε. «Απορρίπτουμε όλες τις γνώσεις που είναι απλώς πιθανές και θεωρούμε ότι πρέπει να πιστεύουμε μόνο τα πράγματα που είναι απολύτως γνωστά και για τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία.»
Στη βάση της καρτεσιανής φιλοσοφίας και της συνεπαγόμενης κοσμοθεωρίας του βρίσκεται η πίστη στη βεβαιότητα της επιστημονικής γνώσης και από αυτό το σημείο, ευθύς εξαρχής, ο Καρτέσιος έκανε λάθος. Η φυσική του εικοστού αιώνα, έχει δείξει πολύ πειστικά ότι δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια στην επιστήμη και ότι όλες οι έννοιες και οι θεωρίες μας είναι περιορισμένες και προσεγγιστικές. Η Καρτεσιανή πίστη στην επιστημονική αλήθεια εξακολουθεί να είναι ευρέως διαδεδομένη σήμερα και αντανακλάται στον επιστημονισμό που έχει γίνει χαρακτηριστικός του δυτικού πολιτισμού. Πολλοί άνθρωποι στην κοινωνία μας, επιστήμονες και μη, είναι πεπεισμένοι ότι η επιστημονική μέθοδος είναι ο μόνος έγκυρος τρόπος κατανόησης του σύμπαντος. Η Καρτεσιανή μέθοδος σκέψης και η άποψή του για τη φύση έχουν επηρεάσει όλους τους κλάδους της σύγχρονης επιστήμης και μπορούν ακόμα και σήμερα να είναι πολύ χρήσιμες. Αλλά θα είναι χρήσιμες μόνο αν αναγνωρίζονται οι περιορισμοί τους. Η αποδοχή της Καρτεσιανής κοσμοθεωρίας σαν την απόλυτη αλήθεια και της μεθόδου του, ως τον μόνο έγκυρο δρόμο προς τη γνώση, έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην τρέχουσα πολιτιστική ανισορροπία μας.
Το Νέο Επιστημονικό Παράδειγμα
Στην αυγή της σύγχρονης φυσικής βρίσκεται το εξαιρετικό πνευματικό κατόρθωμα ενός ανθρώπου: του Άλμπερτ Αϊνστάιν. Σε δύο άρθρα, που δημοσιεύθηκαν το 1905, ο Αϊνστάιν ξεκίνησε δύο επαναστατικές τάσεις στην επιστημονική σκέψη. Η μία ήταν η ειδική θεωρία της σχετικότητας. Η άλλη ήταν ένας νέος τρόπος θεώρησης της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που είκοσι χρόνια αργότερα θα έβαζε τα θεμέλια για την κβαντική θεωρία.

Ο Αϊνστάιν πίστευε ακράδαντα στην εγγενή αρμονία της φύσης και σε όλη την επιστημονική του ζωή ο πιο έντονος προβληματισμός του ήταν, να βρει μια ενοποιημένη θεμελίωση της φυσικής. Άρχισε να κινείται προς αυτό τον στόχο, με την κατασκευή ενός κοινού πλαισίου για την ηλεκτροδυναμική και τη μηχανική, τις δύο διαφορετικές θεωρίες της κλασικής φυσικής. Το πλαίσιο αυτό είναι γνωστό ως η ειδική θεωρία της σχετικότητας. Ενοποίησε και ολοκλήρωσε τη δομή της κλασικής φυσικής, αλλά την ίδια στιγμή εισήγαγε ριζικές αλλαγές στις παραδοσιακές έννοιες του χώρου και του χρόνου και έτσι υπονόμευσε ένα από τα θεμέλια της Νευτώνειας κοσμοθεωρίας. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Αϊνστάιν πρότεινε την γενική θεωρία της σχετικότητας, στην οποία το πλαίσιο της ειδικής θεωρίας επεκτείνεται για να συμπεριλάβει και την βαρύτητα. Αυτό το κατάφερε με τις περαιτέρω ριζοσπαστικές αλλαγές στην έννοια του χώρου και του χρόνου.
Η άλλη σημαντική εξέλιξη στη φυσική του εικοστού αιώνα ήταν μια συνέπεια της πειραματικής έρευνας για τα άτομα. Στις αρχές του αιώνα οι φυσικοί ανακάλυψαν πολλά φαινόμενα που συνδέονταν με τη δομή των ατόμων, όπως οι ακτίνες Χ και η ραδιενέργεια, τα οποία ήταν ανεξήγητα για την κλασική φυσική. Πέραν του ότι ήταν αντικείμενα έντονης μελέτης, αυτά τα φαινόμενα χρησιμοποιήθηκαν με ευφυέστατους τρόπους, σαν νέα εργαλεία για να εξετάσουν την ύλη, βαθύτερα από ποτέ.
Αυτή η εξερεύνηση του ατομικού και υποατομικού κόσμου έφερε τους επιστήμονες σε επαφή με μια παράξενη και απροσδόκητη πραγματικότητα που γκρέμισε τα θεμέλια της κοσμοθεωρία τους και τους ανάγκασε να σκέφτονται με εντελώς καινούργιο τρόπο. Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί στην επιστήμη, ποτέ ξανά. Επαναστάσεις όπως εκείνες του Κοπέρνικου και του Δαρβίνου είχαν μεν προκαλέσει βαθιές αλλαγές στη γενική αντίληψη του σύμπαντος, αλλαγές που ήταν συγκλονιστικές για πολλούς ανθρώπους, αλλά οι ίδιες οι νέες έννοιες δεν ήταν δύσκολο να κατανοηθούν. Στον εικοστό αιώνα, ωστόσο, οι φυσικοί αντιμετώπισαν, για πρώτη φορά, μια σοβαρή πρόκληση της ικανότητάς τους να κατανοήσουν το σύμπαν. Κάθε φορά που έκαναν στη φύση μια ερώτηση μέσω ενός ατομικού πειράματος, η φύση απαντούσε με ένα παράδοξο, και όσο περισσότερο προσπαθούσαν να αποσαφηνίσουν την κατάσταση, αντιμετώπιζαν όλο και πιο έντονα παράδοξα. Στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν αυτή τη νέα πραγματικότητα, οι επιστήμονες είχαν την οδυνηρή επίγνωση ότι οι βασικές ιδέες τους, η γλώσσα τους και ολόκληρος ο τρόπος σκέψης τους ήταν ανεπαρκής για να περιγράψουν τα ατομικά φαινόμενα. Το πρόβλημά τους δεν ήταν μόνο διανοητικό, αλλά περιείχε μια έντονη συναισθηματική και υπαρξιακή εμπειρία.

Πήρε πολύ καιρό στους φυσικούς να αποδεχτούν το γεγονός ότι τα παράδοξα που συνάντησαν είναι μια σημαντική πτυχή της ατομικής φυσικής και να συνειδητοποιήσουν ότι προκύπτουν κάθε φορά που κάποιος προσπαθεί να περιγράψει τα ατομικά φαινόμενα με όρους της κλασικής φυσικής. Μόλις έγινε αυτό αντιληπτό, οι φυσικοί άρχισαν να μαθαίνουν να θέτουν τις σωστές ερωτήσεις και να αποφεύγουν τις αντιφάσεις. Η κβαντική θεωρία, ή κβαντομηχανική, διαμορφώθηκε στις τρεις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα από μια ομάδα φυσικών απ’ όλο τον κόσμο.
Ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της μαθηματικής διατύπωσης της κβαντικής θεωρίας, το εννοιολογικό πλαίσιό της δεν ήταν καθόλου εύκολο να γίνει αποδεκτό. Η επίδρασή του στην εικόνα του κόσμου ενός φυσικού ήταν πραγματικά συγκλονιστική. Η νέα φυσική απαιτούσε βαθιές αλλαγές στις έννοιες του χώρου, του χρόνου, της ύλης, του αντικειμένου, της αιτιότητας. Επειδή αυτές οι έννοιες είναι τόσο θεμελιώδους σημασίας για τον δικό μας τρόπο που βιώνουμε τον κόσμο, ο μετασχηματισμός τους ήταν ένα μεγάλο σοκ.
Σε αντίθεση με τη μηχανιστική -καρτεσιανή αντίληψη του κόσμου, η κοσμοθεωρία που προκύπτει από τη σύγχρονη φυσική μπορεί να χαρακτηριστεί από λέξεις όπως οργανική, ολιστική και οικολογική. Θα μπορούσε επίσης να ονομάζεται επιστήμη συστημάτων, με την έννοια της γενικής θεωρίας συστημάτων. Το σύμπαν δεν θεωρείται πλέον σαν μια μηχανή, που αποτελείται από ένα πλήθος αντικειμένων, αλλά πρέπει να νοείται ως ένα αδιαίρετο, δυναμικό σύνολο του οποίου τα μέρη είναι ουσιαστικά αλληλένδετα και μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο σαν πρότυπα μιας κοσμικής διαδικασίας.
Η ανακάλυψη της διπλής φύσης της ύλης και του θεμελιώδους ρόλου των πιθανοτήτων έχουν κατεδαφίσει την κλασική έννοια των στερεών αντικειμένων. Σε υποατομικό επίπεδο, τα στερεά υλικά αντικείμενα της κλασικής φυσικής διαλύονται σε κυματικής φύσης πρότυπα πιθανοτήτων. Έτσι τα υποατομικά σωματίδια, δεν είναι «πράγματα», αλλά διασυνδέσεις μεταξύ «πραγμάτων», και αυτά με τη σειρά τους, είναι οι διασυνδέσεις μεταξύ άλλων «πραγμάτων» και ούτω καθεξής. Στην κβαντική θεωρία ποτέ δεν θα καταλήξεις σε «πράγματα». Πάντα θα έχεις να κάνεις με δίκτυα διασυνδέσεων.
Με αυτό τον τρόπο, εν συντομία, η σύγχρονη φυσική αποκαλύπτει τη βασική ενότητα του σύμπαντος. Δείχνει ότι δεν μπορούμε να αποσυνθέσουμε τον κόσμο σε μικρότερες μονάδες ανεξάρτητες μεταξύ τους. Καθώς διεισδύουμε στην ύλη, η φύση δεν μας δείχνει απομονωμένα βασικά δομικά στοιχεία, αλλά πιο πολύ μοιάζει σαν ένα πολύπλοκο δίκτυο σχέσεων μεταξύ των διαφόρων τμημάτων ενός ενιαίου συνόλου.
Το σύμπαν έτσι, είναι ένα ενιαίο σύνολο που μπορεί σε κάποιο βαθμό να διαιρεθεί σε ξεχωριστά τμήματα, σε αντικείμενα αποτελούμενα από μόρια και άτομα, που και αυτά αποτελούνται από σωματίδια.
Η αντίληψη του σύμπαντος σαν συνδεδεμένο δίκτυο σχέσεων είναι ένα από τα δύο κύρια θέματα που επαναλαμβάνονται καθ ‘όλη τη σύγχρονη φυσική. Το άλλο θέμα είναι η συνειδητοποίηση ότι το κοσμικό δίκτυο είναι εγγενώς δυναμικό. Η δυναμική πτυχή της ύλης προκύπτει στην κβαντική θεωρία, σα συνέπεια της κυματικής φύσης των υποατομικών σωματιδίων, και γίνεται ακόμα πιο θεμελιώδης στη θεωρία της σχετικότητας, η οποία μας έχει δείξει ότι η ύπαρξη της ύλης δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη δραστηριότητά της. Οι ιδιότητες των βασικών προτύπων της, τα υποατομικά σωματίδια, μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο σε ένα δυναμικό πλαίσιο, από την άποψη της κίνησης, της αλληλεπίδρασης, και των μετασχηματισμών.
Επίλογος
Οι δύο βασικές θεωρίες της σύγχρονης φυσικής (η θεωρία της σχετικότητας και η κβαντομηχανική) έχουν ξεπεράσει τις κύριες όψεις της καρτεσιανής κοσμοθεωρίας και της νευτώνειας φυσικής. Η κβαντική θεωρία έδειξε ότι τα υποατομικά σωματίδια δεν είναι απομονωμένοι «σπόροι» της ύλης, αλλά είναι μοτίβα πιθανοτήτων, διασυνδέσεις σε ένα αδιάσπαστο κοσμικό ιστό, που περιλαμβάνει τον ανθρώπινο παρατηρητή και τη συνείδησή του. Η θεωρία της σχετικότητας έχει κάνει το κοσμικό ιστό σε κάτι «ζωντανό», αποκαλύπτοντας τον εγγενώς δυναμικό χαρακτήρα του και δείχνοντας ότι η δραστηριότητά του είναι η ίδια η ουσία της ύπαρξής του. Στη σύγχρονη φυσική, η εικόνα του σύμπαντος σαν μηχάνημα έχει ξεπεραστεί από την εικόνα του αδιαίρετου, δυναμικού σύνολο του οποίου τα μέρη είναι ουσιαστικά αλληλένδετα και μπορούν να γίνει κατανοητά μόνο ως πρότυπα μιας κοσμικής διαδικασίας.
Βιβλιογραφία
- “Η κρίσιμη καμπή” Fritjof Capra, Εκδ. ΩΡΟΡΑ, 1984
- “Science set free” Rupert Sheldrake, Deepak Chopra Books, 2012
Από το ίδιο Τεύχος
22 Σεπτεμβρίου, 2023 / ΕΠΙΣΤΗΜΗ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
22 Σεπτεμβρίου, 2023 / Η 7η ΤΕΧΝΗ