Αρχαϊκό βήμα: Ο πανόπτης οφθαλμός

 

Ένας “κλειδωμένος» αριθμός στα εσωτερικά κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας «σημαίνει» τις καταβολές της κοσμικής βιολογίας και οδηγεί στις ατραπούς μιας πανάρχαιας γνώσης.

Στην ινδική γλώσσα ο όρος «Πουράνα» σημαίνει ετυμολογικά «εκείνο που επιζεί από τα παλιά χρόνια», δηλαδή η γνώση. Στους «Βεδικούς Ύμνους», που αποτελούν παρακαταθήκη θρησκευτικής και φιλοσοφικής γνώσης της 2ης π.Χ. χιλιετίας, διαβάζουμε σχετικά με τις αστρονομικές γνώσεις των αρχαίων Ινδών, που έχουν σχέση με το χρόνο και τον αστερισμό του Ταύρου: «Δέκα πέντε ριπές του οφθαλμού αποτελούν ένα καστά, 30 καστά ένα καλά, 30 καλά ένα μουχουρτά και 30 μουχουρτά ένα ημερονύχτιο. Ο μήνας διαιρείται σε δυο μισά, παξά, από τα οποία το πρώτο, από τη νέα σελήνη μέχρι την πανσέληνο λέγεται πουρβά και το άλλο απαρά. Κάθε ένα από τα δυο παξά υποδιαιρείται σε 15 σεληνιακές μέρες, οι οποίες αναφέρονταν σαν 1η, 2η, 3η …… 15η» («Βισνού Πουράνα» 1, 3,6-12).

Στο εδάφιο αυτό διακρίνουμε το ορφικό ημερολογιακό σύστημα της αρίθμησης των ημερών, της διαίρεσης του μήνα και του χαρακτηρισμού του χρόνου. Αλλά το ενδιαφέρον παρουσιάζεται στη συνέχεια του κειμένου, όπου αποκαλύπτεται η σχέση μεταξύ των Ελλήνων και των Ινδών και το αντίστοιχο “κλείδωμα» κοσμικών μυστικών από αυτούς, με ιστορικά, μυθολογικά, ετυμολογικά και αστρονομικό στοιχείο. Ο ίδιος ο Κ. Χασάπης στη διατριβή του χαρακτηρίζει τον ινδικό ύμνο «ανάλογο των Ορφικών και εν πολλοίς συγγενή» και παρατηρεί ότι οι αστρονομικές γνώσεις ήταν κρυπτογραφημένες, όπως ακριβώς και στους «Ορφικούς Ύμνους», με μόνη διαφορά τις διαφορετικές «κλείδες αποκρυπτογραφήσεως». Αναφέρεται λοιπόν στη συνέχεια: «Έξι μήνες αποτελούν το άγενο. Υπάρχουν δυο άγενα. Το ένα βρίσκεται στο νότο του ισημερινού και το άλλο στο βορρά αυτού. Τα δυο άγενα αποτελούν το έτος που λέγεται βαρς».

Από όλο απόσπασμα του ύμνου αυτού και την αντιπαράθεσή του με τους ορφικούς ύμνους καταλήγουμε στο ενδιαφέρον συμπέρασμα, ότι δηλαδή οι Έλληνες και οι Ινδοί ήταν κοινοί κάτοχοι απώτατης κοσμικής γνώσης, την οποία φρόντισαν να «κλειδώσουν» μέσα σε μύθους και αστρονομικές αλληγορίες. Στις έρευνες του Κ. Χασάπη αναφέρεται ότι το «βαρς» συνδέεται ετυμολογικά με την αρχαία «σανσκριτική» λέξη «βρισά» (που σημαίνει ταύρος), από την οποία προέρχεται η νεώτερη λέξη «βρισαμπά», που το ρηματικό θέμα της «βρις» έχει την έννοια της παροχής ζωής και της ζωικής δύναμης. Η σημασία αυτή που προσδιορίζεται και στον ορφικό ταύρο, χρησιμοποιείται ευρύτατο στο ομηρικό βρισάν = δροσίζειν («Ιλιάδα», Ψ, 598 και «Οδύσσεια», Ν, 245), αλλά και στη λέξη «έρση» που χρησιμοποιεί ο Ησίοδος γιο να αποδώσει την «δρόσο» («Θεογονία», 83), που κατά τον Χασάπη είναι συγγενής της λέξης «βροχή».

Στην ουσία, η κατά τον Χασάπη “αρχαία σανσκριτική λέξη βρισά», αποτελεί παράγωγο του «βαρς», το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το τρίπτυχο της απώτατης ελληνικής ρίζας «αυρ-ουρ-ορ» (παράβαλε σχετικά: Τ-αύρος, Κέντ-αυρος, Επίδ-αυρος, Λαμπ-αύρας = Λαμπαδίας κατά τον Πρόκλο και το σημαντικότερο, Ούρος = Ταύρος κατά την Ανθολογία Παλατίνη (6,332). που ετυμολογικά αποκαθιστά πλήθος λέξεων).

Παρατηρείται συγκεκριμένα το πολυσχιδές της ρίζας «ορ», δια της οποίας οδηγούμαστε σε ενδιαφέροντες ετυμολογικούς κώδικες όπως: α) ούρος = φύλαξ, φρουρός (Ιλιάδα Θ, 80), που με τη σειρά του προσδιορίζει (με αναφορά στον Κρατύλο) τη σχέση και την σημειολογία του άστρου Αρκτ-ούρου και του αστερισμού του Ωρίωνα, β) ουρέω = αγρυπνώ, φυλάττω (Ετυμολογικόν Μέγα) γ) πυλ-ωρός = ο επιβλέπων την πύλη, δ) ώροι = ενιαυτοί (Ησύχιος).

Ο χώρος αυτός, που ετυμολογεί και το όνομα του αιγυπτιακού θεού Ώρου, ο οφθαλμός του οποίου κωδικοποιείται στον Οφθαλμό του Ταύρου (το γνωστό άστρο Αλντεμπαράν), αναφέρεται στον Πανόπτη Δία («Ευμενίδες», στιχ. 1045) και αλληγορείται στη σύγχρονη θρησκευτική εικονογραφία (θέμα που επιδέχεται ιδιαίτερη μελέτη).

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, οι 30 κατά ημερονύχτιο ριπές του οφθαλμού που αναφέρονται στο πρώτο μέρος του αποσπάσματος, δίνουν 10.800 ριπές το χρόνο. Ο αριθμός αυτός κρυπτογραφείται στις 10.800 μετρικές μονάδες του ύμνου «RigVeda», αλλά “σφραγίζεται» ως προς το μυστικό που φέρει.

Το μυστικό αυτό μπορούμε να το προσεγγίσουμε μέσα από τα κείμενα των προσωκρατικών και όχι μόνο. Ο Ηράκλειτος πίστευε σε μια περιοδική εκπύρωση, δηλαδή ανάλωση του κόσμου από τη φωτιά. Ο κόσμος δηλαδή παρουσιάζεται σαν μια πελώρια φωτιά, ορισμένα τμήματα της οποίας σβήνουν, ενώ αντίστοιχα ανάβουν άλλο τμήματα. Δεν καίει ολόκληρη η φωτιά ταυτόχρονα. Σε σχετικό του απόσπασμα που διασώθηκε από τον Κλήμη της Αλεξάνδρειας αναφέρεται: «Αυτόν τον κόσμο (που είναι ένας στην ολότητά του) δεν τον έπλασε κανένας θεός η άνθρωπος, αλλά υπήρχε πάντα, υπάρχει και θα υπάρχει, σαν μια αιώνια, ζωντανή φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο».

Ο Θεόφραστος αναφέρθηκε πάνω σε αυτά συμπληρώνοντας ότι «εντάσσει την παγκόσμια αλλαγή μέσα σε μια ορισμένη τάξη και σε ένα πεπερασμένο χρόνο, σύμφωνο με μια αδήριτη αναγκαιότητα». Οι παρατηρήσεις αυτές θα πρέπει να σχετίζονται με το αναφερόμενο από τον Αριστοτέλη, ο οποίος πίστευε ότι ο Εμπεδοκλής και ο Ηράκλειτος παρουσίαζαν τον κόσμο να κυμαίνεται ανάμεσα στην τωρινή του κατάσταση και την καταστροφή. Μπορεί όμως ο Αριστοτέλης να είχε υπόψη του ένα κύκλο 10.800 χρόνων, για τον οποίο φαίνεται να έκανε λόγο ο Ηράκλειτος (Diels, 22a, 13). Αυτή η περίοδος μπορεί να αναφερόταν σε έναν κύκλο των εκλεκτών ψυχών ή, πιθανότερο, στο χρόνο που χρειάζεται μια ορισμένη ποσότητα φωτιάς για να περάσει από όλα τα στάδια.

Ο «πεπερασμένος χρόνος» και ο κύκλος των εκλεκτών ψυχών, που κατά τον Ηράκλειτο είναι 10.800 χρόνια, ταυτίζονται με τις 10.800 μετρικές μονάδες του ύμνου RigVeda. Φαίνεται ότι οι μονάδες του ινδικού ύμνου κρύβουν τη χρονική περίοδο του Ηράκλειτου, η οποίο είναι πανάρχαια παρακαταθήκη κοσμικής γνώσης. Τη γνώση αυτή «ξανακλείδωσε» ο Πλάτωνας με τη χρήση του λεγόμενου «ζωογονικού τριγώνου» των Πυθαγορείων. Αναφερόμενος στους περιοδικούς κύκλους που υπάρχει «ευφορία και αφορία της ψυχής και των σωμάτων», δίνει τους αριθμούς 216 (που εκφράζει το μικρότερο διάστημα ανθρώπινης κυοφορίας, δηλαδή εφτά μήνες) και 3600 (το τετραπλάσιο του οποίου οδηγεί στον αριθμό του Ηράκλειτου, δηλαδή 10.800).

Με αναγωγή στους δυο αυτούς αριθμούς, μέσω ενός αρμονικού αριθμητικού συστήματος, ο Πλάτωνας «φωτογραφίζει» τα αναφερόμενα από τον Ησίοδο γένη των ανθρώπων, δηλαδή τις περιόδους όπου γίνονται οι καλύτερες και οι χειρότερες γεννήσεις ενώ κάνει λόγο και για έναν τέλειο αριθμό, ο οποίος «περικλείει την περίοδο για τις γεννήσεις των θεών». Στον «Τίμαιο» φαίνεται καθαρά πως οι θεοί αυτοί ανήκουν στη δημιουργία του δεύτερου ανθρώπου της «Γένεσης», στον άνθρωπο εκείνο δηλαδή που ο δημιουργός εμφύσησε «ψυχήν ζώσαν».

Έτσι εξηγείται και η ύπαρξη των «εκλεκτών ψυχών». Μεταξύ των θαυμαστών παρατηρήσεων που προκύπτουν από την αναγωγή αυτή, είναι και ο αναφερόμενος δεσμός του Αριστοτέλη με τον Απόλλωνα, τον οποίο θεωρούσε πρόγονό του.

Εκτύπωση

Από το ίδιο Τεύχος

Περισσότερα Άρθρα ΔΙΑΦΟΡΑ

×