Μια διαχρονική ανάγνωση της κυνικής σκέψης ως εργαλείου εσωτερικής ανεξαρτησίας στην τεχνολογική κοινωνία
Αγγελική Δανοπούλου, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η εργασία ως υποδούλωση: Η κυνική άρνηση του επαγγελματικού καθωσπρεπισμού
Η εργασία, στον ιδανικό της πυρήνα, αποτελεί μορφή δημιουργίας, προσφοράς και νοήματος. Όμως, στη σημερινή εποχή, τείνει να μετατρέπεται σε σύστημα καταναγκαστικής απασχόλησης όπου οι άνθρωποι θυσιάζουν τον ελεύθερο χρόνο τους, την εσωτερική ισορροπία τους και τελικά την ίδια τους την ύπαρξη, σε έναν μηχανισμό που επιβραβεύει την παραγωγή και αγνοεί την ποιότητα ζωής.
Η Κυνική φιλοσοφία, θεμελιωμένη στην ελευθερία, την αυτάρκεια και την αλήθεια, αποτελεί ένα διαχρονικό αντίδοτο στον εργασιακό φετιχισμό της νεωτερικότητας. Ο Διογένης ζούσε χωρίς να εξαρτάται από πλούτη, θέσεις ή επαγγελματική ταυτότητα. Η αξία του δεν πηγάζει από το έργο του εντός κοινωνικού συστήματος, αλλά από την ικανότητα να ζει σύμφωνα με τη φύση του, μακριά από θεσμικές προσδοκίες. «Οὐ τοῖς πολλοῖς, ἀλλὰ τῷ λόγῳ χρή» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων VI.38).
Στον σύγχρονο κόσμο, η εργασία παρουσιάζεται ως ταυτότητα. Η ερώτηση «τι δουλειά κάνεις;» γίνεται συνώνυμη της «ποιος είσαι;». Αυτό, κατά τους Κυνικούς, αποτελεί παρανόηση της ανθρώπινης αξίας. Για εκείνους, η αυτονομία προηγείται της επαγγελματικής επιτυχίας, και η ουσία προηγείται της κοινωνικής αναγνώρισης. Η εργασιακή ασφάλεια θεωρείται σήμερα ζητούμενο. Όμως, συχνά λειτουργεί ως μηχανισμός φόβου. Οι άνθρωποι διστάζουν να εγκαταλείψουν θέσεις που τους φθείρουν επειδή έχουν γαλουχηθεί με την ιδέα ότι η «σταθερότητα» είναι αρετή.
Οι Κυνικοί θα απέρριπταν αυτήν την ψευδαίσθηση· για εκείνους, μεγαλύτερη απώλεια από την ανεργία είναι η απώλεια της ελευθερίας. «Ἀληθῆ λέγειν καὶ πράττειν τὸ ἐλεύθερον» (Διογένης Λαέρτιος, VI.24). Το έργο πρέπει να προκύπτει από εσωτερική ανάγκη, όχι από κοινωνικό καταναγκασμό. Ο λόγος είναι ο οδηγός, όχι οι πολλοί.
Στη σημερινή εργασιακή κουλτούρα, η υπερπαραγωγή θεωρείται ιδανικό. Όμως οι εργαζόμενοι συχνά αποξενώνονται από τον εαυτό τους, εξαντλούνται ψυχικά και σωματικά, εγκλωβίζονται σε ρυθμούς που δεν τους εκφράζουν. Η κυνική προσέγγιση θέτει το ερώτημα: Υπηρετούμε την εργασία ή μας υπηρετεί εκείνη; Ο Διογένης απέρριψε τους επαγγελματικούς τίτλους, τα αξιώματα και τη λογική του «ανήκειν». Η εργασία που δεν προάγει την ελευθερία είναι, κατά τους Κυνικούς, μορφή σύγχρονης δουλείας. Η απόλυτη εξάρτηση από επαγγελματικά πρότυπα φθείρει την αυθεντικότητα του ανθρώπου και τον εγκλωβίζει σε κοινωνικούς ρόλους που δεν επέλεξε. «Ὁ σοφός οὐδὲν ἔχει, ἀλλὰ πάντα δύναται» (Δίων Χρυσόστομος, Διαλέξεις, VI.2).
Ένα βασικό πρόσταγμα της Κυνικής σκέψης είναι η εσωτερική αυτάρκεια. Το να μπορείς να ζήσεις χωρίς να εξαρτάσαι από μηχανισμούς που ορίζουν τη ζωή σου είναι μορφή δύναμης και όχι αδυναμίας. Η εργασία πρέπει να επιλέγεται, όχι να επιβάλλεται. Πρέπει να εναρμονίζεται με την φύση του ανθρώπου και όχι να τον μετατρέπει σε γρανάζι παραγωγής. «Πρὸς φύσιν ζῆν καὶ οὐ κατὰ γνώμην τοῦ δήμου» (Διογένης Λαέρτιος, VI.38). Η φιλοσοφία αυτή δεν ευαγγελίζεται την τεμπελιά αλλά την ενσυνείδητη απεξάρτηση από το περιττό.
Στην ψηφιακή εποχή, οι απαιτήσεις της εργασίας γίνονται ακόμη πιο ασφυκτικές. Ο χρόνος διαχέεται, η επικοινωνία γίνεται 24ωρη, και το άτομο καλείται να είναι συνεχώς «διαθέσιμο». Οι Κυνικοί θα απαντούσαν με σιωπή – τη σιωπή ως άρνηση. Θα προέτρεπαν στην επαναδιεκδίκηση του χρόνου, την προστασία του εαυτού από τη φθορά της παραγωγικότητας. Η κυνική φιλοσοφία δεν απορρίπτει την εργασία. Απορρίπτει την αποξένωση. Προτείνει ζωή με ουσία αντί ρόλου, με αυτογνωσία αντί αποδοχής, με ελευθερία αντί συμβιβασμού. Στον κόσμο της εργασιακής κανονικότητας, οι Κυνικοί μας υπενθυμίζουν πως αξία δεν είναι αυτό που κάνεις αλλά ο τρόπος που είσαι. «Ζητῶ ἄνθρωπον» (Διογένης Λαέρτιος, VI.49).