Αρχαϊκό βήμα: Ο Λάμπων Λίθος

 

Το μαγικό κάτοπτρο του Περσέα, οι «διαυγείς κρύσταλλοι» των Ορφικών, οι αρχαιότερες οπτικές παρατηρήσεις της Σελήνης, και το «άσβεστον πυρ» του Διομήδη.

Η οπτική έρευνα των αρχαίων Ελλήνων, όπως διαπιστώνεται και από τα ορφικά κείμενα, αποτέλεσε από την αρχή αντικείμενο τόσο της φιλοσοφικής θεώρησης όσο και της πρακτικής εφαρμογής. Τα «Λιθικά» του Ορφέα και η «Ιλιάδα» του Ομήρου, μας δίνουν τις αρχαιότερες πληροφορίες για την οπτική και την κατοπτρική. Ένας άλλος κλάδος, η διοπτρική, αποκαλύπτει την ταυτότητά του με την περίφημη περιγραφή της κατασκευής της διόπτρας του Ήρωνα του Αλεξανδρέα.

Τόσο η ιστορία του φακού όσο και η φιλοσοφία της όρασης, σε συνδυασμό με τις «Περί Χρωμάτων», «Περί Απορροών» και «Περί Αισθήσεων» πραγματείες των φυσικών φιλοσόφων, συνθέτουν το αντικείμενο της ιδιαίτερης αυτής έρευνας που υπήρξε ο πρόγονος της οπτικής τεχνολογίας. Μια σε βάθος διερεύνηση των ορφικών κειμένων, μας δίνει την μοναδική στην ιστορία της οπτικής πληροφορία, για τη γνώση και τη χρησιμοποίηση του «λάμποντος λίθου», τον οποίο συναντάμε στα «Λιθικά» ως «κρύσταλλον φαέθοντα, διαυγέα» (στίχοι 171-179). Ο λίθος αυτός, που είναι διαφανής και λάμπει και με τη δύναμη του οποίου, με τις ηλιακές ακτίνες, όπως περιγράφεται, ήταν δυνατό να ανάψει φωτιά, αναφέρεται χαρακτηριστικά από τον Ορφέα:

«Πάρε λοιπόν στα χέρια σου αυτόν τον κρυστάλλινο λίθο, τον λάμποντα και διαυγή, που είναι δημιούργημα της αθάνατης λάμψης, που λάμπει όπως το πυρ. Άκουσε με τώρα, για να μάθεις τη δυνατότητα του λευκού λίθου. Αν δηλαδή θέλεις να ανάψεις φλόγες χωρίς το ισχυρό πυρ (δηλαδή χωρίς να βάλεις φωτιά), σε προτρέπω να τοποθετήσεις αυτόν πάνω από ξηρά ξύλα. Αμέσως αυτός, ενώ θα είναι απέναντι από το φωτεινό ήλιο, θα απλώσει πάνω από τα ξύλα μια μικρή ακτίνα. Αυτή όταν θα έλθει σε επαφή με τα πολλά ξύλα, θα βγάλει στην αρχή μεν καπνό, έπειτα από λίγο πυρ και κατόπιν μεγάλη φλόγα. Αυτή τη φλόγα οι παλιοί την ονομάζουν, όπως είναι γνωστό, ιερόν πυρ» (Ορφέας, «Λιθικά», στίχοι 171 – 185).

Όπως διαπιστώνουμε, ο συγγραφέας των «Λιθικών» μας πληροφορεί ότι οι Ορφικοί γνώριζαν τη χρήση του φακού, η χρησιμοποίηση του οποίου είναι πιθανό να συνέτεινε στην εξακρίβωση πολλών φυσικών φαινομένων και, μεταξύ αυτών, στην εκπληκτική πληροφορία της ύπαρξης βουνών στη σελήνη. Σε ένα ορφικό απόσπασμα διαβάζουμε πράγματι το παρακάτω εκπληκτικό: « … κατασκεύασε και μια άλλη γη χωρίς πέρας (σφαιρική) την οποία οι θεοί ονόμασαν σελήνη, οι δε άνθρωποι μήνη. Αυτή είχε πολλά βουνά» (Πρόκλος, «Εις Τίμαιον», 4).

Δεν γνωρίζουμε τον τρόπο που χρησιμοποιούσαν οι Ορφικοί τους φακούς. Ωστόσο σε ένα άλλο στίχο των «Λιθικών» (271) διαβάζουμε για τη συμπεριφορά του ίασπι, που είναι ίδια σαν του κρυστάλλου. Βέβαια ο ίασπις είναι αδιαφανής και όπως διαπιστώνεται στη συνέχεια του κειμένου, πρόκειται μάλλον για το τοπάζι. Στους ίδιους στίχους διαβάζουμε ότι ο λίθος οπάλλιος «έχει την αίσθηση του τρυφερού δέρματος περιπόθητου παιδιού και έχει κατασκευαστεί και σαν βοηθός των ματιών, δηλαδή βοηθάει και ενισχύει την όραση» («και οφθαλμοίσιν αοσσητήρα τετύχθαι», στίχος 280). Έτσι λοιπόν φτάνουμε σε μια συγκεκριμένη πληροφορία, όπου κάποιο είδος κρυστάλλου προτείνεται σαν βοηθητικό όργανο για καλλίτερη οπτική αναγνώριση . Αλλά για να εστιάσει ένας κρύσταλλος πρέπει να έχει φακοειδές σχήμα οπωσδήποτε.

Συμπερασματικά είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε ότι, οι Ορφικοί γνώριζαν την κατασκευή φακών και τις ιδιότητές τους και πως η γνώση τους αυτή προήλθε από τις φυσικές κατασκευές φακοειδών σχημάτων της υαλομάζας των πανάρχαιων αιγαιακών ηφαιστείων (Νισύρου, Μήλου, Θήρας και άλλων).

Σχετικό με τα παραπάνω στοιχεία κείμενο. γραμμένο από τον Ρίτσαρντ Χιούτζες του Γιουνάιτεντ Γιουνιβέρσιτι Κλαμπ του Λονδίνου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό New Scientist στις 5 Μαΐου 1966, περιλαμβάνει την ακόλουθη παράγραφο για το λαό των Υπερβορείων:

« … Υπάρχουν κι άλλα πολύ ενδιαφέροντα επιστημονικά σε αυτό το απόσπασμα του Εκαταίου (γεννημένου περίπου το 550 π.X.) σχετικά με τους Υπερβόρειους, αλλά μόνο ένα απλό παράδειγμα πρέπει να αρκεί. Μας είπαν ότι εκεί «η Σελήνη φαίνεται να είναι τόσο κοντά στη Γη, που τα βουνά πάνω σε αυτή φαίνονται καθαρά». Αυτό φαίνεται να υπονοεί κάποιο είδος πρωτόγονου τηλεσκοπίου, γιατί χωρίς τη χρήση κάτι τέτοιου πώς θα μπορούσε κανείς ακόμη και να έχει υποθέσει ότι υπάρχουν βουνά ορατά στη Σελήνη; Τώρα ένας συγγραφέας της προχριστιανικής εποχής του θρύλου για το Άγιο Δισκοπότηρο, του Γκράαλ, βρήκε ότι αυτό το προϊστορικό αντικείμενο λατρείας είχε εναλλακτικές μορφές όπως ενός μεταλλικού κυπέλλου και μιας κρυστάλλινης σφαίρας, και οι δύο μορφές του χρησιμοποιούνταν για να ανάψουν την πυρά των θυσιών (προφανώς με τη συγκέντρωση των ακτίνων του Ήλιου). Αν χρησιμοποιηθούν και οι δύο τύποι μαζί σε συνδυασμό, θα μπορούσαν πράγματι να μας δώσουν τα στοιχεία ενός νευτώνειου τηλεσκοπίου … Ο Πίνδαρος, επιπλέον, λέει ότι στη χώρα των Υπερβορείων ο Περσέας φόνευσε τη Γοργόνα με τη βοήθεια κάποιου τέτοιου μυστικού κυρτού κατόπτρου … » (Florence και Kenneth Wood, «Homers Secret Iliad», Ed. John Murray, London, 1999, σελ. 268, στο σχετικό με την οπτική των αρχαίων Ελλήνων 2° παράρτημα του βιβλίου με τίτλο «Optical Aids and the Greeks»).

Στη δεύτερη χιλιετία π.X. επίσης, στο Μινωικό πολιτισμό, οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν μεταλλικά κάτοπτρα για τον καλλωπισμό τους. Η εφαρμογή των ίδιων οργάνων για πολεμικούς σκοπούς αναφέρεται για πρώτη φορά στον Όμηρο. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας, ο Διομήδης είχε στην περικεφαλαία και στην ασπίδα του μεταλλικά κάτοπτρα. Εφαρμόζοντας την ηλιακή αντανάκλαση, ο Διομήδης, τύφλωνε τους αντιπάλους του, οι οποίοι δεν τον έβλεπαν επερχόμενο. Η σκηνή αυτή περιγράφεται ως εξής στον ‘Όμηρο:

«… Τότε πάλι η Παλλάς Αθηνά έδωσε ορμή και θάρρος στο γιο του Τυδέα, Διομήδη, για να διακριθεί μεταξύ των Αργείων και να αποκομίσει λαμπρή δόξα. Του άναψε στην περικεφαλαία και στην ασπίδα του άσβεστο πυρ (αναφορά στην αντανάκλαση των ηλιακών ακτίνων), όμοιο με το εκπεμπόμενο από τον φθινοπωρινό αστέρα (το Σείριο), ο οποίος φαίνεται λαμπρός αντικατοπτριζόμενος στον Ωκεανό. Τέτοια φωτιά του έδωσε να βγαίνει από το κεφάλι και τους ώμους του και τον διέταξε να πάει στο κέντρο της μάχης, όπου κυρίως συγκρούονταν οι περισσότεροι» (Όμηρος, «Ιλιάς», Ε, 1).

Ο σχολιαστής του Ομήρου μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, το 12° αιώνα, σημειώνει για τη σκηνή αυτή στις «Παρεκβολές στην Οδύσσεια και την Ιλιάδα» (τόμος 1ος, Ε, 1): «Μερικοί υποθέτουν πως ο Διομήδης σκέφτηκε να τοποθετήσει στην περικεφαλαία και στην ασπίδα κάτοπτρα και να θαμπώνει τους επερχόμενους Τρώες, όταν είχε ηλιοφάνεια».

(Αναλυτικά για την ιστορία και την τεχνολογία της οπτικής των αρχαίων Ελλήνων βλέπε Γ. Χαραλαμπόπουλος «Η Οπτική στην Αρχαία Ελλάδα», Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 378, σελ.34-45).

Εκτύπωση

Από το ίδιο Τεύχος

Περισσότερα Άρθρα ΔΙΑΦΟΡΑ

×