Η «εισβολή» της διονυσιακής λατρείας στο ρωμαϊκό χώρο, το «βακχικό σκάνδαλο» του 2ου μ.Χ. αιώνα και ο μεγάλος διωγμός των διονυσιαστών
Οι διονυσιακές τοιχογραφίες της «Βίλας των Μυστηρίων», του τελευταίου προχριστιανικού αιώνα, μαρτυρούν την εισβολή της διονυσιακής λατρείας στη ρωμαϊκή ζωή. Μια από αυτές παριστάνει το Διόνυσο μεθυσμένο να ξεκουράζεται πάνω στα γόνατα της Αριάδνης. Στεφανωμένος με κισσό, μισόγυμνος με το θυρσόλογχο, εκστασιάζεται αναζητώντας την άρρητη γνώση. Γύρω από το θεϊκό ζευγάρι διάφορες σκηνές μύησης αποκαλύπτουν το πανέρι με τα μυστηριακά όργανα, τα φαλλικά σύμβολα, μια γυναίκα μυημένη στις υπεργήινες πραγματικότητες, το μαγικό καθρέφτη με της λεκάνης με το κρασί, την Άγνοια και τη Μύηση προσωποποιημένες, και τέλος, μια νεαρή γυναίκα εκστασιασμένη με κλειστά μάτια να ανταποκρίνεται στο νόημα του ρήματος «μύω» (έχω τα μάτια κλειστά) από το οποίο παράγεται το αναφερόμενο στην «εισαγωγή» της γνώσης ρήμα «μυέω».
Αν και το ελληνικό πάνθεο εισήχθηκε στην Ιταλία εφτά αιώνες νωρίτερα, η δυναμική παρουσία του Διόνυσου ήταν αυτή που δημιούργησε το αποκαλούμενο «βακχικό σκάνδαλο» στα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα. Το σκάνδαλο αναφερόταν σε ένα περιστατικό μύησης Ρωμαίου αξιωματούχου (σχετικά Τίτος Λίβιος βιβλίο 39. 9,2 μέχρι 14,3).
Το 205 π.Χ. η ρωμαϊκή Σύγκλητος, πιεζόμενη από μια μερίδα της αριστοκρατίας που επιθυμούσε την εύνοια της θεάς Κυβέλης για την ολοκληρωτική νίκη κατά της Καρχηδόνας, αποφάσισε να δώσει εντολή να μεταφερθεί επίσημα από τη Φρυγία ο ιερός λίθος της Πεσσινούντας, ο οποίος συμβόλιζε τη Μεγάλη Μητέρα των Θεών. Ο λίθος έγινε δεκτός με εξαιρετικές τιμές και τοποθετήθηκε στον Παλατίνο Λόφο, όπου εγκαταστάθηκε και το ιερατείο του. Αντίθετα με αυτή την «επίσημη εισβολή» της νέας θρησκείας, που έφερε και τη νίκη, και ενώ οι άλλες ανατολικές θεότητες πέρασαν στη Ρώμη κρυφά και μέσα σε κλίμα αδιάφορο ως εχθρικό, η σκληρότερη δίωξη έγινε εναντίον των οπαδών της διονυσιακής λατρείας.
Οι τελετές του Διόνυσου, προερχόμενες από τη Μεγάλη Ελλάδα, δηλαδή τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία, διαδόθηκαν σε ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο. Θεός του κρασιού, μαινόμενος και μανιοδότης, ο Βάκχος λατρευόταν από ομάδες πιστών ή «θιάσους» που τελούσαν «οργιαστικές τελετές». Στις διονυσιακές γιορτές, οι γυναίκες φορώντας δέρματα πάνθηρα ή ελαφιού, το παραδοσιακό ένδυμα των Μαινάδων, συνόδευαν το Βάκχο προτείνοντας τους θυρσούς τους, το διονυσιακό έμβλημα, ένα ραβδί περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού ή κλήματος που κατέληγε σε κουκουνάρι και επιδίδονταν στα τελετουργικά δρώμενα, τα οποία υπόσχονταν στους μύστες την αιώνια ευτυχία.
Η διάδοση που είχε γνωρίσει η διονυσιακή λατρεία τους ελληνικούς πληθυσμούς, ιδιαίτερα του Τάραντα και της Καμπανίας, επέφερε ριζικές αλλαγές στη διαμόρφωση της μυσταγωγίας. Μέχρι τότε μόνο οι γυναίκες συμμετείχαν στα δρώμενα. Στην εποχή που αναφερόμαστε, έγιναν δεκτοί στα διονυσιακά ιερά και οι άνδρες, όπου ανέλαβαν ακόμα και χρέη ιερέων. Η διάδοση της λατρείας άρχισε από την Ετρουρία, βόρεια της Ρώμης, όταν κάποιος Έλληνας ιερέας, ένας «ασήμαντος μάντης», όπως τον χαρακτηρίζει περιφρονητικά ο Τίτος Λίβιος, ίδρυσε στην περιοχή αυτή ιερά, όπου σύχναζαν άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας.
Εξαιτίας της απόλυτης μυστικότητας, που ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν οι μύστες, ελάχιστες πληροφορίες είχαν διαρρεύσει σχετικά με τον τρόπο της τέλεσης των μυστηρίων.
Στις όχθες του Τίβερη, υπήρχε ένα άλσος αφιερωμένο στη λατινική θεότητα Στίμουλο, που γρήγορα άρχισαν να την ταυτίζουν με τη Σεμέλη, τη μυθική μητέρα του Διόνυσου. Στο δάσος αυτό οι βακχίδες ίδρυσαν ένα ιερό. Μια ιέρεια της Καμπανίας, η Αννία Πακούλα, άλλαξε την πρωταρχική μορφή των μυστηρίων, προσθέτοντας νεωτερισμούς που είχαν επικρατήσει και σε άλλες πόλεις. Το δρώμενα στον Τίβερη έδωσαν την αφορμή να δοθεί το πράσινο φως για τον περιορισμό της λατρείας του Βάκχου και την καταδίκη και τη δίωξη του διονυσιασμού από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο.
Είναι ανυπολόγιστος ο αριθμός των θυμάτων αυτού του αιματηρού διωγμού, που συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του 2ου μ.Χ αιώνα. Όλα τα βακχικά ιερά κατεδαφίστηκαν καθώς και όλες οι εγκαταστάσεις που χρησίμευαν για τα δρώμενα. Μετά το πέρασμα της κρίσης, η Σύγκλητος ανακοίνωσε τις αποφάσεις της για το μέλλον.
Με τις αποφάσεις αυτές απαγόρευε την άσκηση της βακχικής λατρείας, εκτός αν αυτή γινόταν με άδεια του εισαγγελέα της πόλης, αφού όμως επικυρωνόταν από τη συνέλευση της Συγκλήτου με πλήρη απαρτία. Αλλά ακόμα και τότε, οι πιστοί δεν έπρεπε να είναι περισσότεροι από πέντε άτομα, από τα οποία τρεις να είναι γυναίκες και δυο άνδρες.
Όπως βλέπουμε, ο νόμος είχε τέτοιες ασφαλιστικές δικλείδες ώστε να καθιστά αδύνατη την ανασυγκρότηση των διονυσιακών «θιάσων».
Την περίοδο εκείνη, που η Ρώμη επιχειρούσε τις πρώτες εκστρατείες κατά της Μακεδονίας και της ανατολικής Μεσογείου, οι διονυσιακοί «θίασοι» απειλούσαν την ιερατική βάση και την επερχόμενη ισχύ της αυτοκρατορίας (αναλυτικά βλέπε Γ. Χαραλαμπόπουλος «Βακχεία και Βακχευτές» εφ. «Τα νέα του Οινέα», τεύχος 22, Νοέμβριος 1999).
Από το ίδιο Τεύχος
8 Δεκεμβρίου, 2024 / ΚΟΙΝΩΝΙΑ