Από τότε που γεννιέται ο άνθρωπος διανύει την ζωή του θεωρώντας ότι σκοπός της είναι η εξάσκηση της προσωπικής του ελευθερίας, της προσωπικής Βούλησης. Αυτή όμως έρχεται αντιμέτωπη άλλοτε με την Βούληση των άλλων κι άλλοτε με μια δύναμη που είναι έξω από αυτόν, μια δύναμη που πήρε πολλά ονόματα όπως μοίρα, πεπρωμένο κάρμα, κισμέτ. Έτσι αντιλαμβάνεται τις δύο έννοιες σαν ένα αντίθετο δίπολο. Είναι όμως αυτή η δύναμη πραγματικά ενάντια στην ελεύθερη του Βούληση;
Αν θέλω να κοιτάξω τον ήλιο έχω την ελευθερία να το κάνω, μάλιστα αν είναι την ώρα της ανατολής ή της δύσης θα έχω μια από τις πιό όμορφες εμπειρίες, αν το κάνω όμως μέρα μεσημέρι μπορεί και να τυφλωθώ. Να πάλι ο περιορισμός ή μήπως είναι η τιμωρία από τον θεό που τόσο αυθάδικα θέλησα να δω τον ήλιο; Είναι αμαρτία μήπως η θέαση του ήλιου; (Στην ιστορία υπήρξαν σκοταδιστικές εποχές που λόγω άγνοιας, μετέφρασαν φυσικούς νόμους ως ηθικές αμαρτίες.)
Το μεγάλο φιλοσοφικό ερώτημα είναι το γιατί θέλω να δω τον ήλιο (δηλ. από πού προέρχεται η ανάγκη) και πώς πρέπει να το καταφέρω (δηλ. να γνωρίσω τους φυσικούς νόμους).
Αν θεωρήσω ότι η ζωή με σπρώχνει να έχω εμπειρίες, ο μηχανισμός που θα με κάνει να θέλω να τις έχω είναι η τάση της ελευθερίας μέσα μου. Κατά αυτή την έννοια ελευθερία σημαίνει να μάθω, να αγγίξω, να δω, να μυρίσω, να επικοινωνήσω, να δράσω ώστε να εξελιχτώ σαν άνθρωπος και για αυτό σύμβολο στέρησης της ελευθερίας είναι η φυλακή όπου όλα αυτά περιορίζονται.
Μέχρι ποιό σημείο όμως μπορώ να το κάνω; Μέχρι εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων ή μέχρι το σημείο που δεν κάνω κακό στον εαυτό μου. Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η φύση επειδή είναι σοφή, δημιούργησε κι έναν μηχανισμό προστασίας για τον άνθρωπο σε διάφορα επίπεδα. Στο φυσικό σώμα αυτό φαίνεται ξεκάθαρα. Για παράδειγμα έβαλε έναν θώρακα για να προστατέψει την καρδιά, έβαλε βλεφαρίδες και φρύδια για να προστατέψει τα μάτια, ο ίδιος μηχανισμός είναι παντού. Υπάρχει το αίσθημα της πείνας για να μην πεθάνουμε από ασιτία, όταν μπει κάποιο δηλητήριο στο σώμα ο υγιής οργανισμός το αποβάλει αφού περάσει μια χρονική διάρκεια αρρώστιας. Ακόμη και στα ψυχολογικά πλαίσια, αν ο άνθρωπος αντιμετωπίσει κάτι υπερβολικά οδυνηρό μπορεί να λιποθυμήσει για να αντέξει τον πόνο. Όλα αυτά ποτέ δεν τα αντιμετωπίσαμε ως τιμωρίες αλλά ως φυσικούς μηχανισμούς. Το ίδιο έχει προβλέψει η φύση και για άλλα πιο πολύπλοκα επίπεδα μέσα μας.
Αυτό ακριβώς λέει η ανατολική φιλοσοφία. Υπάρχει ένας μηχανισμός στη ζωή μας που μας βοηθά να περπατάμε στον δρόμο που πρέπει να διανύσουμε και να μην χάσουμε αυτό τον δρόμο. Πρέπει να τον φανταστούμε σαν ένα δρόμο με ελαστικά τοιχώματα που αν παρεκκλίνουμε από τον δρόμο πέφτουμε πάνω τους κι αυτά μας ξαναγυρνούν στον “ίσιο” δρόμο. Θα μπορούμε κάπως ποιητικά να το παραλληλίσουμε με το στοργικό χέρι της μάνας που τραβάει το μικρό παιδί από τον δρόμο όταν αυτό τρέχει να κυνηγήσει μια πεταλούδα χωρίς να προσέχει τα αυτοκίνητα που περνάνε.
Άρα πότε χρειάζεται ένας τέτοιος μηχανισμός -προστασίας αλλά και περιορισμού της ελευθερίας; Όταν είμαστε ανώριμοι, όταν ζούμε ακόμη στην άγνοια, όταν δεν είμαστε συνειδητοί.
Μπορεί να συμβεί να ρίξουμε μια μπάλα στον τοίχο και να την πιάσουμε μιας και ξέρουμε ότι θα μας ξανάρθει. Καμιά φορά όμως μπορεί κάποιος να μας φωνάξει ή να κοιτάξουμε αφηρημένοι κάτι, να ξεχαστούμε και τότε η μπάλα έρχεται και προσγειώνεται στο κεφάλι μας. Τιμωρούμαστε για κάτι ή είναι ένας φυσικός νόμος; Πώς θα μπορούμε να είχαμε αποφύγει τον πόνο; Μόνο όταν αναπτύξουμε συγκέντρωση, συνείδηση, εγρήγορση.
Ο άνθρωπος συνηθίζει να ονομάζει μοίρα αυτόν τον νόμο της δράσης κι αντίδρασης, ή κάρμα όπως ονομάζεται στην Ανατολή. Κι επειδή όταν υπάρχει δράση υπάρχει κι αντίδραση βλέπει μόνο το αποτέλεσμα της δράσης και θεωρεί ότι κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την μοίρα του ή το γραπτό του. Και καταλήγει να πιστεύει ότι δεν υπάρχει πραγματική ελευθερία, όλα είναι προδιαγραμμένα από έναν άπονο θεό που έχει ως χόμπυ απλά να δοκιμάζει την πίστη των ανθρώπων. Είναι όμως έτσι;
Και το νήπιο θυμώνει με τη μητέρα που δεν το αφήνει να κυνηγάει την πεταλούδα του και βάζει τα κλάματα αφού αισθάνεται ότι περιορίζει την ελευθερία του, δεν ξέρει όμως τί θα γινόταν αν δεν υπήρχε αυτό το χέρι κοντά του. Από την άλλη όμως πρέπει να θέλει να κυνηγά πεταλούδες.
Αυτό το σημείο υπέρβασης ήταν ένα ενδιαφέρον θέμα στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Κατά βάση θεωρούνταν ότι ήταν ηρωικό, δηλ. το σημείο όπου ο άνθρωπος αποκτά γνώσεις σπάζοντας ψεύτικους φραγμούς κι αποκτώντας εσωτερικές δυνάμεις. Όταν όμως ήταν μια λάθος υπέρβαση που βασίζονταν σε έναν εγωισμό ή σε μια άγνοια, τότε το ονόμαζαν “ύβρις”. Εννοούσαν τη θέληση του ανθρώπου να απλωθεί πάνω από το μέτρο του, να κλέψει χώρο από αλλού, από κάτι έξω από αυτόν παραβιάζοντας την ισορροπία των πραγμάτων. Τότε προσβάλει τους θεούς κι επιτελεί ύβρη, η οποία πρέπει να τιμωρηθεί.
Αυτό μπορεί να φανεί αντίθετο με το “σπάσε τα όρια” που μας προτείνει ο Καζαντζάκης ή τα λόγια του Χριστού “Μπορείτε να μετακινήσετε βουνά αρκεί να το πιστέψετε πραγματικά” αλλά δεν είναι, διότι αυτά είναι τα στοιχεία του πραγματικού ήρωα που έχει το μεγαλείο να συναγωνίζεται τους θεούς και για αυτό υπάρχουν θεοί που του συμπαραστέκονται και τον βοηθούν (βλέπε Οδυσσέας-Αθηνά).
Όταν όμως ήρωας λειτουργεί εγωιστικά, τότε επέρχεται η ύβρις. Ένα πολύ αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της θεματολογίας είναι ο Οιδίποδας.
Αποτελεί κλασική περίπτωση ανθρώπου που δεν μπορεί να αποφύγει την άσχημη προδιαγραμμένη μοίρα του. Μαθαίνει εμβρόντητος από το μαντείο ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα παντρευτεί την μητέρα του. Μη γνωρίζοντας ότι οι γονείς του είναι θετοί, φεύγει από το σπίτι για να μην εκπληρωθεί η προφητεία. Στη διαδρομή συναντά τον αληθινό του πατέρα (αυτός φυσικά δεν το γνωρίζει), τον σκοτώνει σε μια συμπλοκή και μετά τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο μόνα τους, ώστε να καταλήξει να παντρευτεί την πραγματική του μητέρα. Όταν η αλήθεια αποκαλύπτεται βγάζει σοκαρισμένος τα μάτια του με τα ίδια του χέρια. Κι ο θεατής αναρωτιέται γιατί να είναι οι θεοί τόσο σκληροί, γιατί τιμωρείται με μια τόσο σκληρή μοίρα; Είμαστε όλοι καταδικασμένοι σαν τον Οιδίποδα;
Άλλωστε το τραγικότερο σε αυτόν ήταν ότι θέλησε να ξεφύγει από την μοίρα του και πήρε την απόφαση να δράσει. Τί έπρεπε να κάνει λοιπόν, να μείνει σπίτι και να αποδεχτεί την μοίρα του “μοιρολατρικά”;
Η απόφαση που πήρε δείχνει ένα ξύπνιο”εγώ”, που θέλει να πάει ενάντια στους θεούς, να γίνει ήρωας μιας και το κύριο χαρακτηριστικό του ήρωα όπως είπαμε είναι ότι δεν υποτάσσεται, εξασκεί τη δική του Βούληση και νικά επειδή χρησιμοποιεί σοφά τις δικές του δυνάμεις ή συμμάχους που του δίνονται. Μάλιστα συνήθως παλεύει για το καλό των άλλων, το ταξίδι του ξεκινά πάντα για να βοηθήσει κάπου (ας θυμηθούμε τον Ηρακλή και τους άθλους του).
Στον Οιδίποδα δεν βλέπουμε κανέναν ανώτερο σκοπό. Φεύγει για να γλιτώσει, φεύγει εξαιτίας του ότι δεν ελέγχει τον φόβο του. Ξεκινά τον δρόμο από δειλία. Θα μπορούσε να έχει περισσότερη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και να μείνει εκεί που ήταν και να το παλέψει. Ίσως έτσι να μην δοκιμάζονταν. Επίσης ζει στην άγνοια. Δεν γνωρίζει την αλήθεια για τους γονείς του. Δεν γνωρίζει το παρελθόν του άρα δεν ξέρει ποιος είναι, δεν έχει γνωθι σαυτόν.
Το χειρότερο είναι όταν έρχεται η στιγμή της πραγματικής δοκιμασίας, δεν καταφέρνει να την περάσει. Συναντάει τον Λάιο, ο οποίος ως εγωιστής Βασιλιάς τον προσπερνά, ο Οιδίποδας θυμώνει και δημιουργείται μια συμπλοκή που οδηγεί στον θάνατο του Λάιου. Δηλαδή δεν βλέπουμε από την πλευρά του Οιδίποδα καμιά σύνεση, φρόνηση, καμιά αυτοσυγκράτηση ή σεβασμό στην ελευθερία του άλλου. Υπήρξε λοιπόν μια στιγμή επιλογής που θα μπορούσε να αλλάξει την μοίρα του, αν είχε το αντίστοιχο ύψος. Δεν κατάφερε να υψώσει την συνείδησή του πάνω από τον εγωισμό, να κάνει πέρα την οργή, να επιλέξει με ελευθερία να σταθεί στο ύψος του ήρωα που καταφέρνει να χαλιναγωγήσει τα εσωτερικά του τέρατα και για αυτό νικά τα εξωτερικά. Ουσιαστικά πληρώνει την αλαζονεία του να θέλει να ελέγξει τη ζωή του χωρίς να έχει ελέγξει τον εαυτό του.
Αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτές τις διδασκαλίες είναι ότι η μοίρα υπάρχει επειδή υπάρχει η ελεύθερη Βούληση, είτε ως μηχανισμός προστασίας στις ασυνείδητες φάσεις της ανθρωπότητας, είτε ως αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής.
Αν κάποιος είναι σκλαβωμένος στα κατώτερα συναισθήματα, ελαττώματα και πάθη πώς να είναι ελεύθερος πραγματικά αφού συμπεριφέρεται σύμφωνα με τη δική τους Βούληση;
‘Όσο δεν φροντίζει κανείς να απελευθερωθεί από αυτά, πάντα θα είναι σκλάβος και θα αναρωτιέται όπως το κάνει ο άνθρωπος του Βάρναλη:
Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
– Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
– Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει;
Κανένα στόμα
δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Κι ένας άλλος μεγάλος μας ποιητής ο Κάλβος είπε
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας, ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.