Μπορούμε να ορίσουμε το Θεό;

Για το μυστήριο του Θεού, για το έσχατο αίνιγμα της Αιτίας  χωρίς Αιτία, έχουν γραφτεί χιλιάδες βιβλία σ’ όλες τις γλώσσες, έχουν ειπωθεί εκατοντάδες λόγια από ιερείς και φιλοσόφους, έχουν στοχαστεί πάνω σ’ αυτό αμέτρητοι πολιτισμοί. Και το μυστήριο εξακολουθεί να χαμογελάει στον άνθρωπο, από τα βάθη του Είναι και θα συνεχίσει να το κάνει για πάντα, γιατί το Μυστήριο είναι πέρα από το χρόνο, από κάθε “πάντα” και κάθε “ποτέ”. Από το ίδιο το βάθος της υπόστασής του, ο άνθρωπος τείνει προς το Θεό, προς το Μυστήριο που τον βασανίζει, κάνοντάς τον να αναρωτιέται για τη ζωή και το θάνατο, για το νόημα της ύπαρξης του εαυτού και του κόσμου, για την αρχή, το τέλος και την αιτία των πάντων. Αυτή η αναζήτηση του θείου, έξω και μέσα του, είναι το κατεξοχήν γνώρισμα που ξεχωρίζει το ανθρώπινο πλάσμα από τα ζώα και τα άλλα κατώτερα όντα.

Η αναζήτηση του θείου ταυτίζεται με την αναζήτηση της αλήθειας, της ευδαιμονίας, της τελειότητας, δηλαδή του Αιώνιου Πραγματικού, του Άπειρου χωρίς χρόνο και χωρίς τόπο. Αναζητώντας το Μυστήριο ο άνθρωπος καθετοποιήθηκε, ύψωσε το ανάστημά του ορθό ανασηκώνοντας το βλέμμα του προς τα άστρα του λαμπερού ουρανού.

Στο βιβλίο της “Παιχνίδια στον καθρέφτη” (Εκδόσεις Νέα Ακρόπολη, 1993) η Δέλια Σ. Γκουθμάν λέει: “Ω Θεέ, στο παιχνίδι της ζωής Σου έχουν δώσει τόσα ονόματα… Οι άνθρωποι έχουν φθάσει να αλληλοσπαράζονται για τα ονόματά Σου… Σου έχουν δώσει τόσες μορφές… Οι άνθρωποι έχουν πολεμήσει σκληρά για να επιβάλουν μια από τις μορφές Σου πάνω στις άλλες… Σου έχουν αποδώσει τόσα χαρακτηριστικά… Οι άνθρωποι εξακολουθούν ακόμα να λογομαχούν για τα χαρακτηριστικά που δήθεν Σε κοσμούν ξεχνώντας ότι για κάθε χαρακτηριστικό που Σου δίνουν, παραμένει ένα πλήθος που Σου αφαιρούν… χωρίς να θυμούνται ότι Εσύ είσαι Απόλυτος και ότι όλα εντάσσονται μέσα Σου…” (1). Όντως, η ιδέα που ο άνθρωπος έχει για το Θεό, καρφωμένη σαν σφήνα στην καρδιά του, είναι η διαισθητική ιδέα ενός άπειρου, απόλυτου και αιώνιου Θεού. Συνεπώς, όποιο όνομα κι αν του δοθεί, ό,τι χαρακτηριστικό κι αν του αποδοθεί, το μόνο που κάνει είναι να τον περιορίζει.

Το άπειρο παύει όμως να είναι άπειρο αν περιοριστεί σε έννοιες, σημεία, λέξεις ή σύμβολα. Ο Θεός δεν μπορεί να οριστεί, γιατί δεν έχει όρια. Ο ανθρώπινος νους, που θέλει όλα να τα γνωρίσει και να τα ορίσει, έχει ωστόσο όρια, τουλάχιστον αυτά του διττού πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται και ενεργεί. Μονάχα με τους ανώτερους πνευματικούς φορείς τού Βούδι και του Άτμα μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει το θείο, διαισθητικά και χωρίς να το ορίσει, αν το συλλάβει, αιχμαλωτίζοντάς το και αλλοιώνοντάς το. Το Μυστήριο πρέπει να προσεγγιστεί μέσω του μυστικισμού και όχι μέσω της νόησης.

 Όσο τμήμα του θείου μάς αποκαλύπτει ο νους μας, άλλο τόσο και περισσότερο ακόμη μας καλύπτει. Οι αρχαίες μυστηριακές θρησκείες χρησιμοποίησαν τα σύμβολα, για να πετύχουν μια διαισθητική βουδική προσέγγιση της Θεότητας, που περιείχε όλα τα δυνατά κλειδιά ερμηνείας και τους πιθανούς συνδυασμούς τους, για να ολοκληρωθεί και να πληρωθεί η έννοια του Όλου-Ενός. Η καλύτερη διαισθητική παράσταση που δόθηκε ποτέ για το Θεό είναι αυτή του κύκλου που έχει το κέντρο παντού και την περιφέρεια πουθενά ή αντίστροφα. Αυτός ο “αόριστος ορισμός” βρίσκεται στα αρχαία κείμενα της Ανατολής και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Δύση, από ό,τι ξέρουμε, από τον καρδινάλιο Νικόλαο Κουζάνο, το μεγάλο Γερμανό Αντέπτο της καθολικής εκκλησίας του 15ου αιώνα, ο οποίος γλύτωσε ως εκ θαύματος από την ιερά εξέταση, παρά τις τολμηρές για την εποχή εσωτερικές ιδέες του. Σε όλες τις αρχαίες μυητικές θρησκείες συναντάμε μια παρόμοια έννοια περί Θεού.

Στην αρχή, και σαν αιτία της κάθε κοσμογονίας, βρίσκεται πάντα μια έννοια του Άπειρου, του Απόλυτου, του Αγέννητου και Αιώνιου Θεού, που αποτελεί τη μεταφυσική καρδιά μιας απόλυτα μονοθεϊστικής και ταυτόχρονα πανθεϊστικής θεώρησης. Εκείνοι που αρνούνται τη μονοθεϊστική αντίληψη στους αρχαίους πολιτισμούς, δείχνουν μεγάλη άγνοια και λίγη ουσιαστική έρευνα. Οι έννοιες του Απόλυτου, του Αιώνιου και του Άπειρου είναι αυτές που ταιριάζουν καλύτερα στο Θεό και που θα μπορούσαν να του αποδοθούν, πέρα από κάθε επίθετο ανθρώπινης στάθμης. Μόνο αν ξεπεράσει κανείς τη νοητική θεώρηση για το Θεό, θα μπορέσει να τον προσεγγίσει σωστότερα και να ξεπεράσει τις φαινομενικές αντιφάσεις με τις οποίες ο νους μας παγιδεύει.

Γιατί πώς αλλιώς μπορούμε να συμβιβάσουμε την έννοια ενός απόλυτα δίκαιου Θεού με την έννοια ενός απόλυτα σπλαχνικού και ελεήμονα Θεού; Πέρα από αντιφάσεις και δυικές νοητικές θεωρήσεις, ο Θεός ταυτίζεται με το Παν-Ένα. Σε όλες τις αρχαίες μυστηριακές θρησκείες υπόκειται σε μια τέτοια έννοια, την οποία γεφυρώνουν με τον ανθρώπινο πολλαπλό κόσμο οι διάφορες ενδιάμεσες θεότητες, Δέβα, Άγγελοι και άλλες ουράνιες οντότητες. Έχουμε λοιπόν μια εναρμόνιση των μονοθεϊστικών, πανθεϊστικών και πολυθεϊστικών αντιλήψεων. Και οι τρεις αυτές όψεις ικανοποιούν και ολοκληρώνουν πλήρως την ανθρώπινη προσέγγιση προς το Θεό (2).

Η λέξη Θεός προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα “θέω” που σημαίνει “τρέχω, ρέω”, όπως αναφέρει ο Πλάτωνας στον  εσωτερικό του διάλογο “Κρατύλος”. Ο Θεός είναι λοιπόν η Δύναμη που πνέει στον κόσμο και κάνει να τρέχουν τα άστρα και τα πάντα στις τροχιές τους, δημιουργώντας το χώρο και το χρόνο. Η λέξη Deva στα σανσκριτικά, Divos στα λατινικά και Ζευς, ΔιFος, Δίας στα ελληνικά, έχουν την ίδια κοινή ινδοευρωπαϊκή ρίζα που σημαίνει “λαμπερός”. Στο λεξαριθμικό κλειδί ερμηνείας η λέξη Θεός μας δίνει τον αριθμό 354, που βγαίνει από το άθροισμα των αριθμητικών αξιών των γραμμάτων της λέξης “ο Θεός”, σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό μετρικό σύστημα. Ο αριθμός αντιστοιχεί με τη διάρκεια του σεληνιακού έτους, δηλαδή το “τρέξιμο” της σελήνης γύρω από τη γη σε ένα χρόνο.

Επίσης έχουμε άλλες καταπληκτικές αναλογίες στην αρχαία ελληνική λεξαριθμική επιστήμη, που ανοίγουν διαισθητικά πόρτες προς τη θεία θεώρηση. Η λέξη Ζευς (άθροισμα 612) επί τον αριθμό π είναι ίση με 2 επί “ο Ουρανός”, πρόκειται για έναν κύκλο με περι­φέρεια το διπλό Ουρανό, δηλαδή ολόκληρη την ουράνια σφαίρα που διάμετρός της είναι ο Ζευς. Η λέξη ουρανός αντιστοιχεί λεξαριθμικά με την περιφέρεια ενός κύκλου που η διάμετρός του είναι η λέξη “Θεός”. Και “ο Ουρανός” είναι επίσης η περιφέρεια που έχει διάμετρο τη λέξη “Γαλαξίας” (αξία 306). Υπάρχει μια σχέση λοιπόν μεταξύ του Γαλαξία, του Θεού, του Δία και του Ουρανού, εκφράσεις του μεταφυσικού “θέειν”.

Ο Θεός είναι λοιπόν η πρωταρχική αιτία της Κίνησης μέσα στο Χάος, το ίδιο το Χάος σε δράση, που δημιουργεί το Χώρο, ανοίγοντας το Χάος και το Χρόνο, μέσω της κίνησης μέσα στο Χώρο. Οι έννοιες Χώρος και Χρόνος συνεπάγονται την έννοια της κίνησης, την έννοια “θέειν”. Είναι λοιπόν οι πρώτες εκδηλώσεις του Θεού. Σύμφωνα με τις νέες αντιλήψεις της φυσικής επιστήμης, βασισμένες στη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, το σύμπαν είναι πεπερασμένο αλλά χωρίς πέρατα. Δηλαδή αν κανείς κινηθεί σε ευθεία γραμμή στο σύμπαν, θα περάσει από την αρχική θέση αφετηρίας, εφ’ όσον το σύμπαν είναι καμπύλο, αλλά δεν θα βρει ποτέ το τέλος, γιατί θα μπορεί αιώνια να συνεχίζει την κίνηση. Την ίδια θεώρηση βρίσκουμε στην αρχαία προσωκρατική φιλοσοφία και πιο συγκεκριμένα στον Αναξίμανδρο.

Η ιδέα περί Χώρου και Χρόνου είναι σχετική ως προς τα σημεία αναφοράς του παρατηρητή ή του πρωταγωνιστή τους, όπως απέδειξε ο Καντ πριν από δυο αιώνες στην “Κριτική του Καθαρού Λόγου” του. Πέρα όμως από τις χωροχρονικές εναλλαγές βρίσκεται η αιτία τους, αυτή η Δύναμη που ονομάζουμε Θεό. Τα πάντα είναι χωροχρονικές παραμορφώσεις του Θεού Μαχαπουρούσα στην Πρακρίτι.

Η έννοια του απόλυτου Θεού ταυτίζεται λοιπόν με το Χάος, όπου δεν υπάρχει καν δυισμός Ύλης-Πνεύματος, Πρακρίτι-Πουρούσα. Αυτό είναι το Παν-Ένα εν δυνάμει, χωρίς χώρο, χωρίς χρόνο, χωρίς ύπαρξη (υπο-αρχή), είναι μόνο Είναι. Από αυτό το απόλυτο Είναι, χωρίς αρχή και τέλος, θα ξυπνήσει η πρώτη Αρχή ο Θεός, θα “κινηθεί”, θα “θέει”, θα “Είναι εν ενεργεία”, θα μπει σε Δράση. Έτσι από το πρωταρχικό Χάος, θα βγει ο καθαυτό Δημιουργός, ο ενεργειακός Θεός, σημαίνοντας την Αρχή. Από αυτή την πρώτη Αρχή χωρίς αρχή θα διαφοροποιηθούν τα αρχέτυπα, δηλαδή τα πρωτότυπα Αρχής και από αυτά θα δημιουργηθεί όλη η ύπαρξη του πολλαπλού κόσμου. Ο κόσμος, δηλαδή το “κόσμημα”, το “στολίδι” του Θεού, ξετυλίγεται στη διάσταση του “υπάρχειν”, δηλαδή κάτω από την Αρχή (υπο-αρχειν).

Χάος-Θεός-Κόσμος, είναι το μεταφυσικό τρίπτυχο του Δράματος της παγκόσμιας εξέλιξης μέσα στη δυναμική Αιωνιότητα (μια και η εν ενεργεία αιωνιότητα προϋποθέτει την ύπαρξη του χρόνου) του απόλυτου ΕΝΟΣ, του Ακατανόμαστου. Ανάμεσα σε Αυτό το πανταχού παρόν και τον κόσμο της πολλαπλότητας υπάρχουν κλιμακωτά διάφορες Δυνάμεις που ρυθμίζουν, διέπουν και “συντρέχουν” τη λειτουργία του όλου σύμπαντος. Αυτές ονόμαζαν οι αρχαίοι “θεούς”, εναρμονίζοντας τη μονοθεϊστική και την πολυθεϊστική θεώρηση. Ένας Θεός είναι μια Δύναμη που κινεί κάποιον κόσμο, κάποια λειτουργία στο Όλο.

Γι’ αυτό μπορούμε να μιλήσουμε για διάφορες “θείες ιεραρχίες”, από τους θεούς των γαλαξιών, ως το θεό που κυβερνά και προωθεί την εξέλιξη ενός βουνού, ενός ποταμού, ενός πολιτισμού κ.λπ.

 Ωστόσο, η υψηλότερη αντίληψη για το Θεό που μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει με το Ανώτερο Εγώ του, από καθαρά λειτουργική πνευματική άποψη και όχι απλώς νοητική, είναι ο Ηλιακός Λόγος. Είναι ο Θεός μας, μέσα στον οποίο ζούμε, εξελισσόμαστε σκεπτόμαστε και με τον οποίον ο θείος σπινθήρας μέσα μας πρέπει να ενωθεί, στο τέλος των καιρών, όπως η σταγόνα του ποταμού βυθίζεται στον ωκεανό.

 

*Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα τρία κέντρα του Μυστηρίου»

 

 

Σημειώσεις:

(1) “Παιχνίδια στον καθρέφτη” D. S. Guzman Εκδ. Νέα Ακρόπολη, Αθήνα 1993

(2) Περισσότερη ανάλυση του θέματος μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης στο βιβλίο του συγγραφέα “Επιλογή Ομιλιών στη Νέα Ακρόπολη”, Εκδ. Ε.Ν.Α., Αθήνα 1988.

 

 

Ετικέτες: Θεός
Εκτύπωση

Από το ίδιο Τεύχος

Περισσότερα Άρθρα ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

Σχετικά Άρθρα

×