Μπετόβεν: Η Σονάτα μιας Υπερκόσμιας Καρδιάς

Η μουσική είναι καθ’ όλα ιερή όντας εφεύρεση των θεών.

-Πλούταρχος-

 

Ήταν μια κρύα ανοιξιάτικη βραδιά του 1801 και ο Μπετόβεν έκλεινε την πόρτα του σπιτιού πίσω του για να τον υποδεχτεί το ψιλόβροχο. Προς στιγμήν μετάνιωσε που δεν είχε καλέσει το μόνιππο για να τον μεταφέρει στην έπαυλη του Κόμη Γκ., προς τιμήν του οποίου θα λάμβανε χώρα μια κοσμική εκδήλωση για τα γενέθλιά του. Ο Μπετόβεν θα επιμελούνταν της μουσικής βραδιάς και της ψυχαγωγίας των καλεσμένων. Όλη η υψηλή κοινωνία της πόλης θα βρίσκονταν εκεί, η ίδια κοινωνία για την οποία ένιωθε μια υψηλή περιφρόνηση και προσπαθούσε να την ξεπλύνει από τα σωθικά του με άφθονο κρασί. Ναι, όμως εκεί θα ήταν και Αυτή. Το υψηλό ιδανικό της αισθαντικής καρδιάς του, η νεαρή κοντέσα Τζουλιέτα. Το μικρό παραδείσιο πουλί, που το κελάηδημά του γέμιζε τον αέρα γύρω του με ουράνιες μελωδίες. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του με ένα γρήγορο φτεροκόπημα και κίνησε με ζωηρό βήμα και ακμαίο παράστημα στην κατεύθυνση που τον έσπρωχναν του Αιόλου οι άνεμοι. Με τον προσφιλή και εκκεντρικό του τρόπο βάδιζε ρυθμικά και κάθε τόσο κράταγε τις παύσεις κουνώντας τα χέρια του στο πιστό του κοινό, την μόνιμη ακολουθία των τετράποδων φίλων που είχαν το προνόμιο να παρακολουθούν καθημερινά και δωρεάν το ¨Περιπατητικό Κονσέρτο για Έγχορδα¨. Έπειτα από είκοσι λεπτά -χωρίς τις παύσεις- έφτασε στον προορισμό του.

Κοντοστάθηκε για να επιμεληθεί της εμφάνισής του˙ ανακάτεψε τα μαλλιά του κι ένα σαρδόνιο μειδίαμα εμφανίστηκε στη σκέψη της αναστάτωσης των καλεσμένων στη θέα του. Ω, πόσο τον ευχαριστούσε να προκαλεί τα ¨κόσμια¨ ήθη αυτών των κάλπηδων, αυτών των φαρισαίων με τα βλοσυρά βλέμματα και με τις πέτρες στο χέρι. Μπήκε μέσα στη σάλα. Να ο Άννας και ο Καϊάφας, σκέφτηκε, καθώς τον χαιρετούσαν μ’ ένα νεύμα δυο άντρες στ’ αριστερά του. Να ο Άνυτος και ο Μέλητος μηχανορραφούν δίπλα στο παράθυρο το νέο τους κατηγορητήριο˙ να η Μεσσαλίνα και η Αγριππίνα δίπλα στο πιάνο επιλέγουν απ’ το διαθέσιμο μενού των παριστάμενων για να χορτάσουν την πείνα τους. Ήταν ένα παιχνίδι που συνήθιζε, για να κάνει πιο υποφερτή την ανθρώπινη μωρία.Είχε την πεποίθηση πως η ανθρώπινη φύση παρέμενε η ίδια από την εποχή του Σωκράτη, του Ιησού και του συμπάσχοντα Κλαύδιου κι αυτό διότι η ηθική καλυτέρευση μέσω της ενασχόλησης με την ουσιαστική αυτογνωσία ήτανε πάντοτε η επιδίωξη των ολίγων. «Απ’ όλα τα πράγματα ένα μόνο προτιμούν οι άριστοι, την αιώνια δόξα των θνητών, ενώ οι πολλοί αρκούνται στο να χορταίνουν σαν τα ζώα», όπως έλεγε και ο αγαπημένος του Ηράκλειτος.

Ο Μπετόβεν ήτανε λάτρης των κλασικών συγγραφέων και μελετούσε σχολαστικά αρχαία φιλοσοφία και ιστορία. Πίστευε πως σ’ αυτά τα όρη αναβλύζει η πηγή της σοφίας και το μόνο που είχε να κάνει η ανθρωπότητα ήτανε να σκύψει ευλαβικά και να πιει απ’ το καθάριο νερό για να ξεδιψάσει το πνεύμα της. Έπρεπε όμως πρώτα να ανέβει το βουνό, όπως έκανε και ο ίδιος. Η μουσική του ήταν μια μυστηριακή γλώσσα μέσω της οποίας μπορούσε να επικοινωνεί μ’ αυτά τα μεγάλα πνεύματα του παρελθόντος στους πάμφωτους ουρανούς όπου κατοικούσαν. Ήξερε ότι υπήρχαν, γιατί είχε καταφέρει μέσω της μουσικής του να σηκώσει το σκούρο μωβ πέπλο που πέφτει σαν την αυλαία ανάμεσα στους δυο κόσμους και να ξεκλέψει μια ματιά απ’ το υπερβατικό αυτό θέαμα˙ τόσο του ήταν αρκετό για να μπορεί να συνεχίσει τον αγώνα η ευαίσθητη καρδιά του.
Αφού σερβιρίστηκε ένα εξαίσιο ουγγαρέζικο κρασί και συμμετείχε για λίγο στο καθιερωμένο υποκριτικό παιχνίδι της αβρότητας και των φιλοφρονήσεων, άνοιξε δρόμο προς το πολύχρωμο βιτρό παράθυρο κάτω από το οποίο ήταν τοποθετημένο το πιάνο. Πριν καθίσει έριξε μια ερευνητική ματιά στο μεγάλο σαλόνι προσπαθώντας να εντοπίσει την χαριτωμένη του μούσα, την νεαρή κοντέσα Τζουλιέτα. Του φάνηκε παράξενο που δεν την είχε δει και προς στιγμήν μια μελαγχολία σκέπασε τον νου του, ώσπου… Εκείνη τη στιγμή, ο κόσμος που απολάμβανε το ποτό του κοντά στον διάδρομο της εισόδου, άνοιξε με μια συντονισμένη κίνηση σαν την Ερυθρά θάλασσα. Πιασμένη αγκαζέ από το μπράτσο του πατέρα της, εισήλθε στην κοσμική σάλα κι αμέσως σαν τα κεριά να δυνάμωσαν κι άλλο το φως τους για να την υποδεχτούν. Η καρδιά του Μπετόβεν σκίρτησε μπροστά στο άρρητο θέαμα. Το γαλάζιο της φόρεμα σαν συρραφή από αρμονικά πέταλα, τύλιγαν τον εύθραυστο λευκό ύπερο που βάδιζε θα ’λεγες τελετουργικά, αν και στην πραγματικότητα διστακτικά. «Αυτό πρέπει να είναι το γαλάζιο λουλούδι που αναζητούσε ευλαβικά ο τροβαδούρος Χάινριχ˙ αυτό στοίχειωνε τα ρομαντικά όνειρα του κακόμοιρου Νοβάλις», σκέφτηκε φωναχτά, για να λάβει μια επιτιμητική ματιά από δυο θαυμάστριές του που τον είχαν πλησιάσει λίγο νωρίτερα. Μη δίνοντας την παραμικρή σημασία σ’ αυτές τις σκαιές υπάρξεις, ένιωθε τις πρώτες νότες να τον κατακλύζουν ορμητικά. Σόλο σονάτα σε Φα ελάσσονα, την κατεξοχήν νότα του ενεργειακού κέντρου της καρδιάς.

Μια εκρηκτική εισαγωγή έκαψε μεμιάς το οξυγόνο μες την αίθουσα. Οι παρευρισκόμενοι άθελά τους παραδόθηκαν στη λαίλαπα των ήχων καθώς ετούτος ο Μαρσύας που κάθονταν στο πιάνο είχε βαλθεί να ξυπνήσει τον Όλυμπο. ¨Φουριόζο¨ συγχορδίες προμήνυαν κοσμογονικά γεγονότα˙ το Χάος και το Έρεβος έδιναν τη θέση τους στην Ημέρα και τον Αιθέρα ενώ ο Έρωτας σκανδάλιζε τα σωθικά της Γαίας για να ενωθεί με τον Ουρανό. Αυτός ο φτερωτός κατεργάρης ήταν υπαίτιος και γι’ αυτό το μουσικό ξέσπασμα της βασανισμένης του καρδιάς. Τον αρχικό αιφνιδιασμό όμως άρχισε να τον διαδέχεται ένας αδιόρατος εκνευρισμός καθώς ο Μπετόβεν δεν τους είχε συνηθίσει σε τόσο εκκωφαντικούς τόνους, παρότι ο ρυθμός δεν ήτανε φρενήρης ώστε να δικαιολογείται μια τέτοια ένταση. Πολλοί νομίσανε πως ήταν άλλη μια δηκτική χειρονομία εκ μέρους αυτουνού του στριμμένου. Δεν άργησαν όμως να καταλάβουν, πως αυτή η βίαιη εκδήλωση ήταν η σφραγίδα της προσωπικής του τιμωρίας,η οποία εκφωνήθηκε από τον τελάλη παρουσία της αριστοκρατίας της Βιέννης: «Είναι φανερό πως η ακοή του έχει χειροτερεύσει!»
Τα νέα διαδόθηκαν σαν πυρκαγιά που λαμπαδιάζει τα άχυρα. Η μουρμούρα πίσω από τις βεντάλιες των γυναικών έδινε κι έπαιρνε ενώ πολλά από τα μουστάκια των χαιρέκακων ευγενών έκρυβαν μια βαθιά ικανοποίηση για αυτή την έκβαση. Το βουητό άρχισε να αυξάνεται μέσα στο χώρο και του φάνηκε όπως ένα σμήνος πεινασμένων ακρίδων που έρχεται να ισοπεδώσει τα σπαρτά. Ο Μπετόβεν ήξερε συνήθως πώς να κατευνάζει τις αντιδράσεις του πλήθους με μαεστρία κι έτσι, την στιγμή της κορύφωσης του έργου έκανε μια απότομη παύση για να αντικρύσουν όσοι βρίσκονταν εκεί την άβυσσο στα μάτια. Και πριν προλάβουν να συνέλθουν από τον ίλιγγο, έκανε να αγγίξει απαλά τα πλήκτρα παίζοντας τα ¨πιανίσσιμι¨ τα οποία ωστόσο δεν ακούστηκαν ποτέ. Λες και οι νότες εγκλωβίστηκαν κι αυτές στο κενό. Ο Μπετόβεν, με την αδύνατη ακοή του, νόμιζε ότι θα ακούγονταν οι απαλές νότες από τα πλήκτρα καθώς τα δάκτυλά του θα σάλευαν απαλά. Το μόνο που κατάφερε ήταν να επιβεβαιώσει σε όλο του το κοινό πως η ακοή του τον είχε προδώσει. Τα χέρια του σταμάτησαν να κινούνται. Είχε κρατήσει την αναπνοή του μήπως και ακούσει τον παραμικρό θόρυβο˙ μάταια όμως. «Abyssus abyssum invocat», μονολόγησε για να παραιτηθεί εξαντλημένος. Μια ανείπωτη οδύνη τον κατέκλυσε. Γιατί έπρεπε να συμβεί αυτό και μάλιστα τώρα, μπροστά σε όλον αυτό τον κόσμο˙ και κυρίως, μπροστά στο θαύμα των ματιών του. Η νεαρή κοντέσα τον κοιτούσε όλη αυτή την ώρα αποσβολωμένη. Κίνησε να του πει κάτι με τον αυθορμητισμό που διακρίνει τις νεαρές ψυχές όμως ο πατέρας της την κράτησε κοντά του για να μην γίνουν τα πράγματα χειρότερα.

Ο Μπετόβεν σηκώθηκε αργά από το πιάνο νιώθοντας τα μέλη του μουδιασμένα. Ήξερε όμως πως έπρεπε να κυριαρχήσει στον εαυτό του ώστε τουλάχιστον να κάνει μια αξιοπρεπή έξοδο. Δεν θα έδινε τη χαρά σ’ αυτά τα τσακάλια να χορτάσουν την πείνα της κακεντρέχειάς τους πάνω σ’ αυτό το κουφάρι. Τα μάτια του γύρεψαν κατανόηση από το μοναδικό πρόσωπο που είχε σημασία, και αφού την χαιρέτισε με ένα νεύμα, οδήγησε τον εαυτό του προς την έξοδο.
Ένας δυνατός αέρας έσπρωξε το σώμα του προς τη δημοσιά. Είχε ανάγκη να αναπνεύσει. Πύρινες σταγόνες ιδρώτα κατέβαιναν από το μέτωπό του ενώ τα σωθικά του διαμαρτύρονταν σαν να ’χε πιεί κυκεώνα. Κάποτε έφτασε τρεκλίζοντας στις παρυφές του αρχέγονου δάσους που τόσο αγαπούσε. Κείνη τη νύχτα όμως ακόμα και οι φίλοι του τα έλατα ορθώνονταν απειλητικά, σαν να είχαν συνωμοτήσει κι αυτά με τους ανθρώπους. Το σκοτάδι ήταν πιο πηχτό από ποτέ καθώς το φεγγάρι το σκίαζαν τα μαύρα σύννεφα της συμφοράς του, ενώ τα πλάσματα της νύχτας συζητάγανε για τις φήμες που είχαν φτάσει ως τα αυτιά τους: Ότι ο Μπετόβεν δεν είχε πια αυτιά. Μια βουβή κραυγή άδειασε τα πνευμόνια του. Ο πανικός τον είχε κυριεύσει. Ποια κατάρα είχε πέσει πάνω του; Γιατί τον τιμωρούσαν οι θεοί; Ο μάντης Φινέας είχε χάσει το φως του γιατί αποκάλυπτε τις βουλές του Δια στους ανθρώπους˙ αυτός τι αποκάλυψε για να πέσουν πάνω του οι εκδικητικές Άρπυιες; Έτρεχε, έτρεχε ασθμαίνοντας δίχως κατεύθυνση. Τα μάτια του είχανε θολώσει˙ το δάσος άλλαζε μορφές φορώντας διάφορα αποτρόπαια προσωπεία για να συμμετέχει κι αυτό στην προσωπική του τραγωδία. Ένιωσε παγιδευμένος σαν το αγρίμι που το έχουν περικυκλώσει κυνηγοί. Το ασθενικό του κορμί δεν είχε άλλη θέληση για μάχη. Ώσπου ξάφνου διακρίνει ένα ασημένιο φως. Μην έχοντας άλλη επιλογή το ακολούθησε. Του φάνηκε σαν το φως να τον καλούσε σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε. Άνοιξε δρόμο μέσα από τις φυλλωσιές και τους θάμνους χωρίς πλέον να μπορεί να ελέγξει τις κινήσεις του. Το μονοπάτι φιδογύριζε για αρκετή ώρα, όταν ανέλπιστα τον έβγαλε σε ένα ψηλό ξέφωτο λουσμένο από το αργυρόχρωμο σεληνόφως. Του φάνηκε λες και τα έλατα τον υποδέχτηκαν στο χοροστάσι τους σχηματίζοντας έναν τέλειο κύκλο. Ένας μικρότερος κύκλος από θάμνους βρίσκονταν εντός του και στη μέση, έστεκε όρθιος ένας θεόρατος αρχέγονος βράχος που είχε το σχήμα μακρόστενου λοφίου. Ήταν σαν μια φυσική εξέδρα, στην άκρη της οποίας μπορούσε κανείς να αγγίξει νοητά τα ουράνια ύδατα. Τα μάτια του έλαμψαν απ’ το υπερκόσμιο θάμβος˙ το ίδιο και η καρδιά του. Άγγιξε το βράχο με το δεξί του χέρι σαν για να ξαποστάσει και μεμιάς βρέθηκε στο έδαφος δίχως τις αισθήσεις του…

Το σώμα του επέπλεε στα μαύρα ύδατα της ύπαρξης. Φως δεν υπήρχε πουθενά, μόνο μια απαλή ακτινοβόλα αύρα που αγκάλιαζε θαρρείς το έρεβος απ’ άκρη σ’ άκρη. Ένιωθε να είναι στην κοιλιά κάποιου όντος το οποίο όμως είχε σταματήσει να αναπνέει. Γαλήνεψε η ψυχή του απ’ αυτή την υπερκόσμια αταραξία. «Ο ήχος της σιωπής», μονολόγησε. Έκανε μια σκέψη σαν για να κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά του με ευγνωμοσύνη αυτή τη θεία κατάσταση όταν ξαφνικά άκουσε έναν ήχο σαν συριγμό. Το Όν άρχισε να αναπνέει! Μεμιάς άνοιξαν τα πάντα μπροστά στα μάτια του ενώ ταυτόχρονα ένας θρηνητικός ήχος σαν σκουριασμένου μετάλλου ακούστηκε, που προσπαθεί να τινάξει από πάνω του την ακινησία. Και τότε είδε έναν τεράστιο δακτύλιο, που άγγιζε τα πέρατα του χώρου, να εκτελεί την πρώτη περιφορά προς τα δεξιά, και εντός του έναν έτερο δακτύλιο να διαιρείται σε εφτά μικρότερους που κινούνταν σε σταθερή αναλογία. Νότες άρχισαν να παράγονται και να πλέκονται αρμονικά ώσπου μια αγγελική συμφωνία ακούστηκε ως τα πέρατα της δημιουργίας. Η καρδιά του Μπετόβεν κόντευε να σπάσει από έρωτα μπροστά σ’ αυτό το ασύλληπτο θέαμα. Ολάκερος ο κόσμος φτιαχνόταν από μουσική! Σπείρες, και στρόβιλοι, και εκρήξεις και χρώματα ολούθε. Και μουσική, ναι, παντού μουσική. « Ω θεοί! Θα μπορούσε ο παράδεισος να είναι κάτι άλλο αν όχι το εδώ και τώρα; Θα μπορούσε κάπου αλλού να νιώσει η δική μου ύπαρξη αυτή την αβάσταχτη πληρότητα, αυτά τα καταιγιστικά κύματα έλξης και απώθησης που νιώθει ο ερωτευμένος άνθρωπος στο ηλιακό του πλέγμα βλέποντας το ιερό αντικείμενο του πόθου του; Αυτό το κάλλιστο ποίημα δεν μπορεί παρά να είναι η μουσική μετουσιωμένη στο σώμα της Ουράνιας Αφροδίτης!».

-Έτσι εξηγείται η γοητεία που ασκεί αυτή η μυστηριακή τέχνη˙ στην θηλυκή της φύση!
Ο Μπετόβεν παραδομένος καθώς ήταν σε βαθιά έκσταση, τινάχτηκε τρομαγμένος στο άκουσμα της αλλόκοσμης φωνής νιώθοντας εκτεθειμένος σαν τους πρωτόπλαστους.
-Ποιος, ποιος είσαι; ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
-Μπορείς να με λες Ασκληπιό, αν και δεν έχει μεγάλη σημασία. Εξάλλου, όλα συμβαίνουν στο μυαλό σου.
Και λέγοντας αυτά, εμφανίστηκε μια ολόλαμπρη οντότητα που απέπνεε μια ζεστασιά και μια σοφία σαν πατρική φιγούρα. Αμέσως ο Μπετόβεν ένιωσε μια παράξενη οικειότητα…
-Τι εννοείς στο μυαλό μου; Όλα αυτά που βλέπω δεν συμβαίνουν τώρα;
-Και τώρα, και πάντα. Αρκέσου όμως στο ότι το νοητικό σου σώμα είναι αυτό που μετέχει στον κοσμικό Νου. Να, κοίταξε κάτω στην γαλάζια σφαίρα και θα δεις το υπόλοιπο σώμα σου να αναπαύεται στο γρασίδι δίπλα στο βράχο. Ζωντανό το δίχως άλλο!

-Κι εγώ που νόμισα ότι γλίτωσα. Πώς γίνεται όμως να είμαι ζωντανός και συνάμα να βρίσκομαι εδώ;
-Μην συγχέεις τον Νου με το όργανο που στεγάζεται εντός του κεφαλιού σου. Ο Νους δεν είναι μονάχα εγκεφαλική δραστηριότητα, διάβασμα βιβλίων και σκοτούρες της καθημερινότητας. «Διότι, πράγματι, υπάρχει ο νους που είναι ανάλογος με την ύλη, με το να γίνεται όλα τα νοητά, και ένας άλλος που τα παράγει όλα, και μοιάζει με κάποια κατάσταση, όπως το φως…». Όντας φως, κατέχει και όλες τις ιδιότητες του φωτός. Δεν αποκόβεται, ούτε και περιορίζεται.
-Ούτε απ’ το σκοτάδι;
-Το σκοτάδι είναι η μήτρα της ζωής. Κατανόησε τη φύση του σκοταδιού για να γνωρίσεις και τη φύση του φωτός. Τότε θα δεις ότι είναι αδέλφια αχώριστα. Τότε θα καταλάβεις και το «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Μόνο τότε θα λάβεις και την απάντηση στο ερώτημα που καρφώθηκε σαν σκλήθρα στο μυαλό σου.
-Γιατί συνέβη αυτό σε μένα;
-Ποιο;
-Να, που έχασα την ακοή μου.
-Α, αυτό.
-Τι «Α, αυτό»; Λίγο το ’χεις για έναν μουσικό να χάσει την μέγιστη αρετή του;
-Και το φίδι χάνει το δέρμα του αλλά δεν κάνει κι έτσι.. Έπειτα, μια χαρά σε βλέπω και ακούς.
-Με εμπαίζεις; Γι’ αυτό ήρθα εδώ;
-Λίγο πράμα το ’χεις;
-Τι, το να με εμπαίζεις;
-Το ότι ήρθες εδώ κρετίνε! Τελικά για μια ευφυΐα σαν του λόγου σου δεν ξεφεύγεις απ’ το μέσο όρο της ανθρώπινης εγωμανίας και αχαριστίας. Α, ξέχασα, δεν έχεις γίνει ευφυΐα ακόμη. Τώρα σκάει το βλασταράκι.
-Ωχ θεέ μου!
-Με φώναξες;
-Εντάξει, παραδίνομαι. Μπορούμε να κάνουμε μια νέα αρχή; Παρασύρομαι εύκολα βλέπεις.
-Αυτός είναι ο λόγος που ήρθες εδώ.
-Να σταματήσω να παρασύρομαι;
-Να ανα-γεννηθείς. Κι αυτό δεν μπορεί να συμβεί αν πρώτα δεν χάσεις κάτι. Αυτό είναι και το νόημα: πρέπει να νοσήσεις για να θεραπευτείς˙ πρέπει να ασθενήσεις για να βρεις το σθένος σου! Σου μιλάω εκ πείρας… Για σκέψου, αν δεν σου συνέβαινε αυτό, δεν θα ήσουν μάρτυρας ενός τέτοιου υπερκόσμιου θεάματος σαν αυτό της Δημιουργίας. Πόσοι νομίζεις πως έχουν ένα τέτοιο προνόμιο;
-Μα την αλήθεια, δεν ξέρει κανένας τι να πρωτοθαυμάσει: την παντοδυναμία εκείνη, που έχει πραγματικά τον τρόπο να εμφανίζεικάθε φορά με μαγικό ραβδί ροδόφωτους παραδείσους απ’ το τίποτα ή τη σκληράδα των αμετάκλητων νόμων που επιβάλλουναδιακρίτως την τιμωρία,ακόμα και σ’ αυτούς πουπροσφέρουν όλο τους το είναι στο να εξυμνήσουν την Δημιουργία; Σε ποιο προνόμιο αναφέρεσαι, ω μεγάλο πνεύμα!
-Υπαινίσσεσαι κάτι για το ραβδί μου;
-Υπαινίσσομαι κάτι για την αδικία. Τι θα στοίχιζε σε κείνη την παντοδυναμία, που τόσο αποτελεσματικά ξέρει να ενδιαφέρεται για το σύνολο, τι θα στοίχιζε λίγη δικαιοσύνη και για τα φτωχά τούτα άτομα που υπηρετούν την τέχνη, που διαμορφώνουν το σύνολο με το έργο τους, εξευγενίζοντας όλες εκείνες τις ψυχές των ανθρώπων γεμίζοντάς τες με ιερό πόθο και νοσταλγία για τις ουράνιες πατρίδες τους˙ γεμίζοντάς τες με ιερό δέος και σεβασμό για την πλάση και τα εκδηλωμένα θαύματά της˙και που δίχως αυτά η πλάση δεν θα είχε κανέναν να την εξυμνήσει, να την τραγουδήσει, να την παρατηρήσει, δίνοντάς της έτσι το μεταφυσικό νόημα που της πρέπει.
-Παρασύρεσαι πάλι…
-Είναι η έκρηξη του καλλιτέχνη. Πες μου, έχω άδικο σ’ αυτά που λέω;
-Στάσου να πάρω μιαν ανάσα. Πρώτα πρώτα, μικρέ υβριστή, μη θαρρείς σε καμιά περίπτωση πως ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον με νόηση και που μόνο αυτός μπορεί και αντιλαμβάνεται και κατανοεί την πλάση γύρω του. Να’ σαι σίγουρος πως υπάρχουν οντότητες πολύ υψηλότερες από εσάς που δεν γκρινιάζουν διαρκώς γύρω από τον εαυτό τους. Τώρα, προς ενίσχυση των λόγων μου θα επικαλεστώ τον γνώριμο σε σένα Ηράκλειτο που έλεγε: «το όνομα της Δικαιοσύνης δεν θα το ήξεραν οι άνθρωποι, αν δεν υπήρχαν αυτά τα άδικα». Όπως επίσης πολλά από τα μεγάλα έργα του θεού δεν θα σας αποκαλύπτονταν αν δεν υπήρχε το αντίθετό τους. Τα πάντα σ’ αυτό τον κόσμο λειτουργούν σε ζεύγη. Αλλιώς ο Έρωτας θα έμενε άνεργος. Και σε ρωτάω: η αρμονία της μουσικής που τόσο εσύ εξυμνείς, από πού προκύπτει;
-Καταλαβαίνω που το πας. Από τη συνήχηση αντίθετων μεταξύ τους μελωδιών.Και πρέπει να υπάρχει κάποια συγγένεια ανάμεσα σε μας και τις αρμονίες και τους ρυθμούς. Γι’ αυτό πολλοί σοφοί υποστηρίζουν ότι η ψυχή είναι αρμονία ή ότι περιέχει αρμονία.

-Η αρμονία, που έχει περιφορές συγγενικές με εκείνες της ψυχής μέσα μας, έχει δοθεί από τις Μούσες σ’ όποιον έρχεται σε επαφή μαζί τους με σύνεση και όχι για ασυλλόγιστη απόλαυση, όπως νομίζουμε, για να βοηθήσει την εσωτερική περιφορά της ψυχής, όταν χάνει την αρμονία της, να ξαναβρεί την τάξη και την αρμονία με τον εαυτό της˙ επίσης για τον ίδιο λόγο μας έχει δοθεί ο ρυθμός από τις ίδιες, για να μας είναι βοηθός στην ευμετάβλητη και άσχημη συνήθως διάθεση των περισσοτέρων μας.
Ο Μπετόβεν μαλάκωσε στη σκέψη των περιφορών της ψυχής καθώς έφερε στο νου του το θεϊκό βίωμα της Δημιουργίας˙ των περιφορών της ψυχής του σύμπαντος κόσμου. Πράγματι, δεν υπήρχε τελειότερη αρμονία από αυτήν της ένωσής μας με το Όλον.

-Γι’ αυτό λοιπόν, το στοιχείο του πόνου στη ζωή, αγαπητέ Μπετόβεν, που τόσο εσείς το αντιπαθείτε και επαναστατεί η ψυχή σας γι’ αυτό, είναι αγαθό κι όχι κακό. Μόνο που είναι στενά υφασμένο με το νόημα της δοκιμασίας. Είναι το μέτρο που μ’ αυτό μετριέται η υπομονή και η βούλησή σας απέναντι στα δεινά της πρόσκαιρης ζωής σας.«Ή τι νομίζεις; Θα είχε γίνει αυτός που έγινε ο Ηρακλής, αν δεν υπήρχε εκείνο το λιοντάρι και η Λερναία Ύδρα και το ελάφι και ο κάπρος και κάποιοι άδικοι άνθρωποι και κτηνώδεις, που εκείνος τους έδιωξε και καθάρισε τον τόπο; Και τι θα έκανε, αν δεν είχε υπάρξει τίποτε από αυτά; Δεν είναι φανερό ότι θα κοιμόταν τυλιγμένος στα σκεπάσματα; Λοιπόν, κατ’ αρχήν δεν θα γινόταν Ηρακλής, αν σ’ όλη τη ζωή του νύσταζε και χασμουριόταν, μέσα σε τέτοια καλοπέραση και απραξία· ακόμη κι αν γινόταν, ποιο το όφελος; Πού θα χρησιμοποιούσε τη ρώμη του, την αντοχή και τη γενναιότητα, αν δεν τον ξεσήκωναν και δεν τον γύμναζαν τέτοιες περιστάσεις και αφορμές;». Η οδύνη είναι αυτή που στεφανώνει τον νικητή και του χαρίζει το έπαθλο των ουρανών.
-Ναι αλλά την ακοή μου; Πώς θα μπορέσω να ξαναπαίξω μουσική, να γράψω μουσική, να νιώσω την παρουσία της αθάνατης αγαπημένης μου;
-Κι αν έχανες το χέρι σου ή έχανες το μυαλό σου, τι θα έλεγες τότε; Ακριβώς επειδή η ακοή είναι ο κατεξοχήν σύνδεσμος με τη μουσική, αυτό θα είναι και το λαμπρό πεδίο δόξας σου. Γι’ αυτό θα σε μνημονεύουν στους αιώνες που θα έρθουν σαν τον μουσικό που έκανε την υπέρβαση επί του εαυτού του τιθασεύοντας τον πόνο˙ ακούγοντας την καρδιά του και μόνο. Γιατί η καρδιά είναι αυτή που μπορεί να συλλάβει και τον πιο μακρινό ψίθυρο, το πιο απαλό θρόισμα, τη φωνή της σιγής, τον Λόγο του Θεού…

Δέξου λοιπόν με ευγνωμοσύνη τη δοκιμασία σου ξέροντας ότι η ανταμοιβή σου θα υπερβαίνει κατά πολύ τα ανθρώπινα. Σου δίνονται τα εννέα κλειδιά που θα τοποθετήσεις σε εννέα συμφωνίες ως επισφράγισμα της δικής μας συμφωνίας: να επιστρέψεις πίσω και να αφυπνίσεις τους ανθρώπους σαν άλλος Ορφέας με την μουσική σου.Κάθε μια εξ αυτών θα είναι και μια προσωπική σου μύηση ώστε να φτάσεις στην υπερβατική σου ολοκλήρωση. Η μουσική σου θα είναι σαν το κήρυγμα του Ναζωραίου που θα εμπνέει απευθείας τις ευαίσθητες καρδιές των ανθρώπων˙θα είναι οι μελίρρυτοι λόγοι του Φαίδρου δίπλα στον Ιλισό, ο εξιδανικευμένος έρωτας του Ερωτόκριτου, η επιστροφή του πολύπαθου Οδυσσέα στην Ιθάκη του. Θα αναγγείλεις την εποχή της οικουμενικότητας, της αδελφοσύνης, της αγάπης και των ευγενικότερων συναισθημάτων τα οποία όμως θα κατακτηθούν και θα εκτιμηθούν μέσω της φωτιάς, της οδύνης και το χάσιμο του εαυτού. Η συνείδηση θα εξυψωθεί, αφού πρώτα βουτήξει στον βόρβορο της παρακμής. Η ανθρωπότηταθα νιώθει για πολλά χρόνια ακόμη εξαντλημένη πνευματικά, αγνοώντας αυτά που θα βρίσκονται μπροστά της, καρτερώντας χωρίς να το παραδέχεται,ένα γεγονός που θα αναθερμάνει την ψυχρή της καρδιά. Το γεγονός αυτό θα έρθει συνοδευόμενο απ’ την δική σου μουσική που θα έχει ωριμάσει στην αντίληψη του κόσμου και τότε τα πλήθη απ’ τη λαχτάρα και το θάμβος θα υψώνουνε όχι μόνο τα μάτια αλλά και τα χέρια στον ουρανό δοξάζοντας την πρόνοια του θεού, και θα το κάνουν όλοι φανερά, δίχως να ντρέπονται τη γύμνια τους.

Αυτή την ουράνια εντολή την έχουν λάβει πολλοί πριν από εσένα: να γνωστοποιήσουν το ¨Μεγάλο Μυστικό¨, να φανερώσουν τη Δημιουργία στην πραγματική της διάσταση, να κηρύξουν την αγάπη του Πατρός προς τα παιδιά του. Φιλόσοφοι, ιερείς, επιστήμονες, νομοθέτες, ζωγράφοι, γλύπτες, και τώρα, μουσικοί! Ήρθε η ώρα να κουρδίσεις το παγκόσμιο όργανο της συνείδησης. Να συντονίσεις με τις απαραίτητες αρμονίες τις ψυχές των ανθρώπων με την κοσμική ψυχή ώστε να ενεργοποιηθεί ο παλμός μιας ανώτερης ¨κεραίας¨ σύλληψης της πραγματικότητας. Η μουσική σου θα είναι η νέα δόνηση της εσωτερικής καλλιέργειας, του εξευγενισμού των ηθών, της αισθητικής αντίληψης, της θρησκευτικής εξύψωσης, του ανθρώπινου πεπρωμένου! Μην ξεχνάς τι είδες και τι άκουσες εδώ πέρα Λούντβιχ, αγαπημένο παιδί των θεών. Έχε γεια!

Η καρδιά του πλημμύρισε από συγκίνηση και μια ανείπωτη γαλήνη. Το νοητικό του σώμα βρέθηκε πίσω στη λόχμη και η δροσιά του γρασιδιού ξέπλυνε και τις τελευταίες έγνοιες από το πρόσωπό του. Άνοιξε τα μάτια του και ήταν σαν να έβλεπε για πρώτη φορά˙ όλα ήταν πιο ζωντανά, πιο λαμπερά, πιο φιλικά. Ανασηκώθηκε για να θαυμάσει το νυχτερινό ένδυμα της φύσης. Ασημοστολισμένες μυρτιές, μεγαλόπρεπα έλατα, αιώνια βουνά και όλο το πλήθος των πλασμάτων που βρίσκονταν εκεί, θαρρείς και δονούνταν ρυθμικά σε μια μουσική που δεν είχε ακούσει άλλοτε˙ αυτήν της καρδιάς του κόσμου. Ανέβηκε αργά το βράχο μέσα σε μια ένθεη μυσταγωγία και στάθηκε να αντικρύσει το πάμφωτο πρόσωπο της σελήνης. Ήταν τόσο καθαρό το όραμα μπροστά του που σαν να διέκρινε τις πύλες απ’ όπου περνούν οι φτερωτές ψυχές. Ουρανομήκης έρωτας κατέκλυσε την δική του ψυχή και η εμπνευσμένη μουσική του γεννήθηκε:

Sonata quasi una Fantasia

 

Βιβλιογραφία – Πηγές

 

Η πλοκή της ιστορίας είναι φανταστική. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά˙ δίχως φαντασία δηλαδή…

 

Ετικέτες: Κλασική μουσική Μπετόβεν Σονάτα
Εκτύπωση

Από το ίδιο Τεύχος

Περισσότερα Άρθρα TEXNH

Σχετικά Άρθρα

×