Ο Άγιος Αυγουστίνος και ο Νεοπλατωνισμός

Ο Αυγουστίνος Ιππώνος (Aurelius Augustinus Hipponensis), γνωστός και ως Άγιος Αυγουστίνος, γεννήθηκε το 354 μΧ στην Ταγάστη και πέθανε στην Ιππώνα Νουμιδίας (Βόρεια Αφρική) γύρω στο 430 μΧ. Υπήρξε χριστιανός θεολόγος και φιλόσοφος, ο μέγιστος εκκλησιαστικός Πατέρας της Δύσης. Τα πολυάριθμα έργα του επηρέασαν πολύ την ανάπτυξη του Δυτικού Χριστιανισμού και φιλοσοφίας και έθεσαν τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση της θεολογίας της Δυτικής Εκκλησίας.

Σε νεαρή ηλικία έγινε φανατικός μελετητής του Κικέρωνα και στράφηκε προς τη φιλοσοφία και την αναζήτηση της αλήθειας. Λίγο μετά, ακολουθεί το ρεύμα του Μανιχαϊσμού (που δίδασκε τον δυισμό καλού – κακού). Πηγαίνει στη Ρώμη, όπου ανοίγει μία σχολή ρητορικής και συναναστρέφεται με ονομαστούς φιλοσόφους. Μελετά τη νεοπλατωνική φιλοσοφία και τον Πλάτωνα, θεωρώντας πως βρήκε την αλήθεια που αναζητούσε. Ο ασκητισμός του νεοπλατωνισμού τον απέσπασε από την ανηθικότητα.

Σταθμός στην πνευματική του πορεία στάθηκε η γνωριμία του, το 384 μΧ, με τον Άγιο Αμβρόσιο, επίσκοπο Μεδιολάνων. Η αγιότητα, η πραότητα και η γλυκύτητα του Αγίου Αμβροσίου κατέκτησαν τον ατίθασο Αυγουστίνο. Ύστερα από μακρά κατήχηση, ο Αυγουστίνος μεταστράφηκε στη Χριστιανική πίστη και βαπτίστηκε Χριστιανός. Λίγα χρόνια αργότερα χειροτονείται ιερέας και επίσκοπος Βασιλικού Ιππώνος της Νουμιδίας. Εκεί θα ξεχωρίσει για την ποιμαντική του δραστηριότητα και την έντονη αντιαιρετική του δράση. Θεωρήθηκε ο κατ’ εξοχήν άγιος της μετάνοιας.

Βρίσκει αξιοσημείωτες ομοιότητες μεταξύ αυτών που ανακαλύπτει ως αναζητητής της αλήθειας και αυτών που βρίσκει στους Νεοπλατωνικούς και στον ίδιο τον Πλάτωνα. Φαινομενικά επικρίνει τον Πλωτίνο και τους Νεοπλατωνικούς λέγοντας ότι, αν και έχουν διδάξει τη διδασκαλία του Λόγου, δεν έφτασαν στην αποδοχή ότι ο Λόγος ενσαρκώνεται και θυσιάζεται για τους ανθρώπους. Εντούτοις, επηρεάζεται βαθιά από τη διδασκαλία τους.

Τα έργα του Πλωτίνου καθόρισαν τον προσανατολισμό του, όχι τόσο ως προς τον χριστιανισμό όσο ως προς την πνευματική ζωή, αφού χάρη σ’ αυτά κατάλαβε την έννοια του ασώματου και του αδιάφθορου, καθώς και την παρουσία του Θεού σε όλο το σύμπαν. Ο άνθρωπος μπορεί να αναζητήσει και να αγαπήσει τον Θεό, γιατί στην ίδια του τη φύση υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού και αυτή η σχέση του επιτρέπει να φτάσει ως Αυτόν.

Λέει ο Αγ. Αυγουστίνος: «Αν ήμασταν ζώα θα μπορούσαμε να αγαπήσουμε μονάχα τη σαρκική ζωή και τα αισθητά αντικείμενα. Αν ήμασταν φυτά δεν θα μπορούσαμε να αγαπήσουμε τίποτα απ’ όσα έχουν κίνηση και ευαισθησία. Αλλά είμαστε άνθρωποι δημιουργημένοι κατ’ εικόνα του Δημιουργού μας… κι έχουμε λοιπόν τη δυνατότητα να επιστρέψουμε σ’ Αυτόν». Το ότι κάνει διαφοροποίηση μεταξύ των φυτών και των ζώων και των ανθρώπων και το ότι αποδίδει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ξεφύγει από την αισθητή ζωή για να επιστρέψει στον Θεό, είναι μια θεώρηση εντελώς νεοπλατωνική.

Σκοπός της έρευνας είναι να γνωρίσει ο άνθρωπος τον Θεό και την ψυχή. Ο Θεός για τον Αυγουστίνο συνιστά το ύψιστο ον και το ύψιστο αγαθό, που είναι αμετάβλητο κι έχει απόλυτη ενότητα. «Η Αλήθεια είναι ο Θεός» για τον Αυγουστίνο ή αλλιώς «ο Θεός είναι η Αλήθεια», δηλ. στο μέτρο που ο άνθρωπος αναζητά την αλήθεια, τότε ερευνά, πλησιάζει το Θεό. Η Απόλυτη Αλήθεια είναι αυτό ακριβώς, ο Θεός.

Αυτή η δυνατότητα επιστροφής στον Θεό, ο οποίος είναι Τριάδα, στηρίζεται στην τριπλή μορφή της ανθρώπινης φύσης, και ανακεφαλαιώνεται με τον εξής τρόπο: «Εγώ είμαι, εγώ γνωρίζω, εγώ θέλω» (αυτό που στην Ανατολή ονομάζεται άτμα – βούδι – μάνας). Ο Αγ. Αυγουστίνος λέει ότι αυτές είναι οι 3 όψεις ή ικανότητες της ψυχής, που εκφράζονται ως μνήμη, διάνοια και βούληση και είναι τα 3 αδιαχώριστα χαρακτηριστικά της ψυχής με τα οποία μπορούμε να καταλάβουμε την Αγ. Τριάδα. Αποτελούν στο σύνολο τους, το νου, τη ζωή και την ουσία της ψυχής.

Δηλαδή ο άνθρωπος έχει μια τριάδα κατ’ ομοίωση της Αγ. Τριάδας και σ’ αυτόν το συσχετισμό και την αναλογία βρίσκεται η δυνατότητα ένωσης μεταξύ του Ενός και των άλλων. Αν και ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να συσχετιστεί με τον Θεό, δεν υπάρχει εγγύηση ότι αυτή η σχέση θα πραγματωθεί. Μέσα στον άνθρωπο υπάρχει ο σαρκικός άνθρωπος που γεννιέται, μεγαλώνει, γεννάει και πεθαίνει, αλλά και ο πνευματικός άνθρωπος, που είναι ικανός να αναγεννηθεί πνευματικά.

Ο τρόπος με τον όποιο εξήγησε ο Αυγουστίνος το μυστήριο της άγιας Τριάδας θεωρείται ή σημαντικότερη συμβολή του στην ιστορία της θεολογίας, μετά την περί χάριτος θεολογία. Τον τρόπο αυτό υιοθέτησε γενικά στον Μεσαίωνα ή σχολαστική θεολογία και στους νεώτερους χρόνους μεγάλο μέρος των δυτικών ερευνητών. Κύριοι από τους παράγοντες που επηρέασαν την Τριαδολογία του Αυγουστίνου υπήρξαν οι νεοπλατωνικές του καταβολές, η εκκίνηση από την έννοια της ουσίας του Θεού, η αρχή της απόλυτης απλότητας της ουσίας του Θεού, η ταύτιση δηλαδή με την θεία ουσία οτιδήποτε είναι ή οτιδήποτε έχει ο Θεός.

Προτιμούσε τη θεολογική διατύπωση των Λατίνων «μία ουσία (ή υπόσταση), τρία πρόσωπα» και όχι την διατύπωση των Ελλήνων «μία ουσία, τρεις υποστάσεις», δεδομένου ότι στην λατινική γλώσσα ουσία και υπόσταση σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Η γλωσσική κι εννοιολογική ταύτιση των όρων ουσία και υπόσταση συμφωνούσε και με το φιλοσοφικό υπόβαθρο του Πλωτίνου και της θεωρήσεως του Θεού ως του απόλυτα ύψιστου όντος. Με το να μην διακρίνει στη θεότητα ουσία και είναι, εισήγαγε στη θεολογία τη δική του ερμηνεία του αριστοτελικού και νεοπλατωνικού κατηγορήματος. Θεώρησε, δηλαδή, ότι η σχέση του Πατέρα προς τον Υιό και του Υιού προς τον Πατέρα είναι αναφορική (relativa), αλλά όχι μεταβλητή. Η σχέση πατρότητας και υιότητας, μολονότι διαφορετική για τα δύο πρόσωπα, δεν άφορα στην ουσία και άρα δεν προσβάλλεται η αλήθεια της ομοουσιότητας. Ωστόσο, ο Πατέρας είναι πάντοτε Πατέρας και ο Υιός πάντοτε Υιός. Με τον τρόπο αυτό η διάκριση των θείων προσώπων ή υποστάσεων αποβαίνει σχέση αναφοράς. Και αυτό, διότι ο Αυγουστίνος στον Θεό προϋποθέτει μόνο θεία ουσία, από την οποία αρχίζει και στην όποια τελειώνει η καθαυτό θεολογία και η ίδια η Αγία Τριάδα.

Ο Αυγουστίνος, μολονότι ταυτίζει ουσία και υπόσταση, επιμένει στην ύπαρξη των διακεκριμένων θείων προσώπων, που έχουνε την ίδια ουσία και η σχέση των οποίων, ως σχέση, δεν αναφέρεται στην ουσία. Τη σχέση ακριβώς αυτή προσπάθησε να εξηγήσει και η εξήγησή του αποτελεί την κατεξοχήν πρωτοτυπία στην Τριαδολογία του, αν και παραπλήσιο σχήμα είχε προβάλει ο νεοπλατωνικός Πορφύριος (ουσία, γνώση ουσίας και η μεταξύ τους φιλία).

Επιχειρώντας να ξεκαθαρίσει την ανησυχία που τον κατείχε σε όλο το πρώτο μέρος της ζωής του, κατάλαβε ότι πράγματι ποτέ δεν έψαχνε τίποτε άλλο από την αλήθεια, ότι η αλήθεια είναι ο ίδιος ο Θεός και ότι ο Θεός βρισκόταν μέσα στη δική του ψυχή. Λέει: «Μη βγεις από τον εαυτό σου. Επέστρεψε στον εαυτό σου. Στο εσωτερικό του ανθρώπου κατοικεί η αλήθεια. Και αν βρεις ότι η φύση σου είναι μεταβλητή, ανυψώσου πάνω από τον εαυτό σου». Το να στραφούμε στον εαυτό μας, το να κλειστούμε στο εσωτερικό μας, ισοδυναμεί πραγματικά με το να ανοιχτούμε στην αλήθεια και στο Θεό.

Αγάπη και Αλήθεια πηγαίνουν μαζί. Ο Θεός εκτός από Αλήθεια είναι και Αγάπη. Είναι αδύνατο να αντιληφθούμε τον Θεό αποκλειστικά ως Αλήθεια, ως το ον των πραγμάτων. Πρέπει επίσης να τον αντιληφθούμε ως Αγάπη. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει εύκολα να αγαπήσει το Θεό γιατί είναι μια πολύ υψηλή και αφηρημένη ιδέα γι’ αυτόν. Αλλά μπορεί να φτάσει ν’ αγαπήσει το Θεό αρχίζοντας να αγαπάει τους ανθρώπους. Και εδώ υπεισέρχεται η έννοια της χριστιανικής Χάριτος, αυτής της ικανότητας να πλησιάζουμε τους ανθρώπους, να συνεργαζόμαστε μαζί τους, να τους αγαπάμε ανιδιοτελώς. Και σ’ αυτήν την ανθρώπινη αγάπη είναι που ο άνθρωπος θα βρει σιγά – σιγά τη ρίζα που θα τον οδηγήσει κάποτε να αισθανθεί την Αγάπη για το Θεό. Λέει ο Αυγουστίνος ότι ο Θεός αποκαλύπτεται ως Αλήθεια σε όποιον τον αναζητά ως Αλήθεια και προσφέρεται ως Αγάπη μόνο σε όποιον αγαπάει τους άλλους.

Ένα από τα σπουδαιότερα έργα του είναι το «Περί της Πολιτείας του Θεού», το οποίο έγραψε μετά τη λεηλασία της Ρώμης από τους Ούνους (410), ενώ άλλο σπουδαίο έργο του είναι οι «Εξομολογήσεις», μια εκ βάθους προσωπική εξομολόγηση για την πολυτάραχη ζωή του.

Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Αυγουστίνος, ο άνθρωπος έχει την επιλογή είτε να ζήσει κατά τη σάρκα (ύλη) ή κατά το πνεύμα. Αυτή η επιλογή, θεωρούμενη έτσι από ατομική άποψη, ισχύει επίσης και από την άποψη του συνόλου της ανθρωπότητας, καθώς και για τις κοινωνίες. Για τον Αγ. Αυγουστίνο αυτή η επιλογή διέπει επίσης όλη την ιστορία της ανθρωπότητας.

Γι’ αυτό μάς αναφέρει τη μάχη μεταξύ δύο πόλεων ή βασιλείων: του Βασιλείου της Σάρκας και του Βασιλείου του Πνεύματος, ή της Γήινης Πολιτείας ή Πόλης του Διαβόλου, που είναι η κοινωνία των αμαρτωλών, και της Θείας Πολιτείας, που είναι η κοινωνία των δικαίων. Αυτές οι δύο πόλεις δεν εκδηλώνονται καθαρά, γιατί εφόσον αυτός δεν είναι ένας κόσμος απολύτων, δεν μπορούμε να μιλήσουμε απόλυτα για το άσπρο και για το μαύρο. Ο Αυγουστίνος εξηγεί τι είναι η γήινη πόλη και τι η πόλη του Θεού. Όμως οι δύο αυτές πόλεις δεν θα υπάρξουν ποτέ με καθαρή μορφή σε καμία περίοδο της ιστορίας. Κανένας θεσμός ή ομάδα δεν κυβερνάται απόλυτα από τη μια ή την άλλη μορφή, αλλά συνδυάζονται. Η αγάπη π.χ. για τον εαυτό μας ή ο εγωισμός, όταν οδηγηθεί ως την περιφρόνηση του Θεού, γεννά τη Γήινη Πόλη, ενώ η αγάπη στον Θεό, όταν οδηγηθεί ως την περιφρόνηση του εαυτού μας, γεννά την Ουράνια Πόλη.

Οι δύο αυτές κοινωνίες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη φύση, την προέλευση και το σκοπό τους. Έτσι έχουμε το Ουράνιο κράτος του Θεού και το επίγειο κράτος του Σατανά. Και τα δύο ανάγονται στην εποχή που ακόμη ο άνθρωπος δεν υπήρχε. Η πρώτη θεμελιώθηκε από τους αγγέλους και η δεύτερη, η επίγεια, από τους αποστάτες και τιμωρημένους αγγέλους.

Η επίγεια πόλη και η πόλη του Θεού δεν έπρεπε να ταυτιστούν με υφιστάμενους ανθρώπινους θεσμούς: με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κι εξουσία και με τις Εκκλησιαστικές δομές εκείνης της περιόδου. Οι δύο πόλεις δεν ήταν αισθητά χωρισμένες, σε όλη την επίγεια ζωή, αλλά ανακατεμένες και θα χωριζόταν μόνο στη Δευτέρα Παρουσία.

Πολλές φορές μέσα στον ίδιο πολιτισμό, την ίδια ιστορική στιγμή, υπάρχουν στοιχεία τόσο από τη μια όσο και από την άλλη πόλη. Μερικές φορές ακόμα και στην ίδια πόλη υπάρχουν άνθρωποι που ζουν στη Γήινη Πόλη και άλλοι που ζουν στη Θεία Πόλη, αν και από φυσική άποψη ζουν στον ίδιο τόπο και χρόνο. Μόνο όταν ο καθένας ρωτήσει τον εαυτό του θα μπορέσει να μάθει σε ποια από τις δυο πόλεις ανήκει. Η επιρροή του από την Πολιτεία του Πλάτωνα είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.

Ο κόσμος παρουσιάζεται στη σκέψη του Αυγουστίνου ιεραρχημένος κατά τρόπο πλατωνικό. Ό,τι αγαθότερο και αξιολογότερο βρίσκεται πιο υψηλά. Και ο Θεός βρίσκεται στην κορυφή, όπως και το πλατωνικό αγαθό. Σε πιο χαμηλή θέση βρίσκονται τα φυσικά αντικείμενα, ενώ οι ανθρώπινες ψυχές ενδιάμεσα και οι ψυχές των αμαρτωλών χαμηλότερα από εκείνες των εναρέτων ανθρώπων. Η αξιολογική ιεράρχηση είναι μια ιεραρχία πραγματικότητας. Όσο πιο χαμηλά βρίσκεται κάτι, τόσο πιο κοντά στο μηδέν βρίσκεται, χωρίς να είναι ολοκληρωτικά μηδέν. Υπάρχουν όλα κατά τρόπο μεταβλητό. Μια άλλη παράμετρος αυτής της ιεράρχησης είναι και η συνθετότητα των δημιουργημάτων. Μόνο ο Θεός είναι αμετάβλητος και ασύνθετος.

Είναι πολύ δύσκολο να συνθέσουμε μία συστηματική θεωρία του Αυγουστίνου για την τέχνη και το ωραίο, επειδή οι αναφορές είναι διάσπαρτες στα έργα του και τα ενδιαφέροντά του επικεντρωνόταν στην επεξεργασία ενός θεολογικού συστήματος και στην υπεράσπιση της χριστιανικής διδασκαλίας από τους ειδωλολάτρες λογίους. Ο ίδιος στα απομνημονεύματά του μας πληροφορεί πως πριν μεταστραφεί στον Χριστιανισμό, είχε συντάξει μία πραγματεία με τον τίτλο «Περί του Ωραίου και του ταιριαστού», η οποία όμως χάθηκε. Οι αναφορές του σε αυτή είναι αρκετά περιορισμένες, πάντως σε αυτήν έκανε διάκριση ανάμεσα σε ό,τι είναι ωραίο καθεαυτό και σε ό,τι είναι ωραίο επειδή εφαρμόζει σε κάτι άλλο. Ο Αυγουστίνος θεωρεί την ομορφιά ως ιδιότητα ετερογενών συνόλων: γι’ αυτήν τη «συμφωνία των μερών» μιλά στα έργα του «Περί τάξεως», «Περί μουσικής», «Περί της αληθούς θρησκείας». Οι έννοιες της ενότητας, της ισότητας, της αναλογίας, της τάξης και του αριθμού είναι κεντρικές για την αισθητική θεωρία του Αυγουστίνου. Το ωραίο πηγάζει από την ενότητα, την αναλογία, την τάξη. Η ενότητα ποικίλει ως προς το βαθμό της, αφού όλα τα όντα δεν έχουν τον ίδιο βαθμό ενότητας. Ενοποίηση έχουμε, όταν δεν υπάρχει ανομοιομορφία εσωτερική. Τα σύνθετα πράγματα συνιστούν ολότητες, όταν είναι αρμονικά και σύμμετρα· και είναι αρμονικά και σύμμετρα, όταν τα μέρη τους ομοιάζουν μεταξύ τους. Επίσης η ανισότητα ή η ισότητα των πραγμάτων οδηγεί στην αναλογία, το μέτρο και τον αριθμό. Ο αριθμός έχει μια θεμελιώδη σημασία για την τάξη, αντίληψη που την πήρε από τον Πλατωνικό Τίμαιο, όπου αναπτύσσεται η άποψη πως τα αντικείμενα έχουν αριθμητικές ιδιότητες και βάσει αυτών μετέχουν των ενυπαρχουσών στον Θείο νου Μορφών.

Έγινε και γίνεται πολύς λόγος για την πυκνή παρουσία της φιλοσοφίας στο έργο του Αυγουστίνου, που όντως προσπάθησε συνειδητά να την συνδυάσει με την πίστη και τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Υποστηρίζεται δε η άποψη ότι εκχριστιάνισε τον Νεοπλατωνισμό. Βεβαιώνει ότι στον απόστολο Παύλο εύρισκε κάθε αλήθεια που γνώριζε από τους «πλατωνικούς».

Το βέβαιο είναι ότι νεοπλατωνικές μυστικίζουσες αντιλήψεις επηρέασαν τις απόψεις του για τον θείο φωτισμό (illuminatio) και τη θεία χάρη, την οποία κατανοεί ως αγάπη κι επιθυμία για την απόλαυση (μακαριότητα) του αιωνίου, εκείνου που απώθησε ο Αδάμ και οι εκπεσόντες άγγελοι νωρίτερα, με αποτέλεσμα την καταδίκη της ανθρωπότητας.

Ο προσωπικός πνευματικός αγώνας για τον Αυγουστίνο περιλαμβάνει, συνοπτικά, την προσευχή, την εγκράτεια και την αποφυγή πολυτελών ανέσεων, την αγάπη και αφοσίωση στην αναζήτηση του Θεού και της αλήθειας, αλλά και την προσπάθεια κατηχήσεως και υπερασπίσεως της ορθής πίστης. Όλα αυτά, για τον ίδιο, είναι δυνατό να συνδυασθούν.

Ο Αυγουστίνος υπήρξε πληθωρικότατος συγγραφέας, ο μεγαλύτερος της Δύσεως, σχεδόν μεγαλοφυής. Τα κείμενα του αποδεικνύουν το δημιουργικό και ορμητικό του πνεύμα κι εκφράζουν έντονο συναισθηματισμό, ενώ παράλληλα γίνονται υπερβολικά πολεμικά. Ο λόγος του Αυγουστίνου είναι συνήθως εναργής, εξαιρετικά προσωπικός και συχνά εξομολογητικός. Διαβάσθηκε και διαβάζεται άπληστα, ιδιαίτερα τα αυτοβιογραφικά του έργα με πρώτο και κύριο τις Εξομολογήσεις.

 

Βιβλιογραφία:

Εκτύπωση

Από το ίδιο Τεύχος

Περισσότερα Άρθρα ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

×