Εσωτερική Φιλοσοφία στην Αναγέννηση

 

Η ιστορική φάση που ονομάζεται Αναγέννηση είναι, από φιλοσοφική άποψη, αρκετά άγνωστη στο πλατύ κοινό, ιδίως στην Ελλάδα, η οποία, μπορούμε να πούμε, ότι δεν πέρασε απ αυτή τη φάση -μεταίχμιο μεταξύ του Μεσαίωνα και της σύγχρονης εποχής. Όμως οι ιδέες και οι αντιλήψεις του σημερινού δυτικού κόσμου – και ειδικότερα αυτές που αφορούν στην τεράστια πρόοδο της επιστημονικής σκέψης και της τεχνολογίας – οφείλουν πολλά στην Αναγέννηση. Αυτή επέτρεψε στη Δύση να ανεξαρτητοποιηθεί από τον σχολαστικισμό και να αποκτήσει άμεση πρόσβαση στα αρχαία ελληνικά φιλοσοφικά και επιστημονικά συγγράμματα, που στην πλειοψηφία τους ήταν άγνωστα στον Μεσαίωνα ή λίγο -πολύ αλλοιωμένα από τις αραβικές μεταφράσεις στα λατινικά.

Η περίοδος της Αναγέννησης καλύ­πτει βασικά δύο αιώνες, τον 14ο και τον 15ο, αν και σε μερικές χώρες προε­κτείνεται έναν αιώνα πριν – όπως στην Ιταλία-και έναν αιώνα μετά – όπως στην Ισπανία. Σ’ αυτούς τους δύο αιώνες η νέα επανάσταση ιδεών στην Ευρώπη εστιάζεται στην Ιταλία, που πήρε την πολιτιστική σκυτάλη από τη Γαλλία, που την είχε κρατήσει τους τρεις προηγούμενους αιώνες.

Δύο είναι τα κύρια ρεύματα σκέψης που συναντάμε σ’ αυτήν την τόσο λαμπρή αλλά αρκετά παραμελημένη από τους μελετητές εποχή. Έχουμε από τη μια μεριά τον Ουμανισμό (Ανθρωπισμό) και από την άλλη την αναβίωση του Πλατωνισμού και του Ερμητισμού με την λεγόμενη Φυσική Φιλοσοφία, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως Εσωτερική. Αν και πριν από λίγα χρόνια η γενική εντύπωση ήταν ότι ο Ουμανισμός είναι το κύριο χαρακτηριστικό της Ανα­γέννησης, κοινό σ’ όλο τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, σήμερα, μετά τις διευκρινιστικές μελέτες κυρίως του Κριστέλλερ και της Φράνσις Γέητς (Yates), ξέρουμε ότι πρέπει να γίνει ένας σαφής διαχωρισμός.

Αρχικά ο Ουμανισμός της Ανα­γέννησης δεν ήταν καθόλου αυτό που εννοούμε σήμερα με αυτήν τη λέξη, που υπονοεί, με τρόπο κάπως νεφελώδη, οποιοδήποτε εγχείρημα που αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα και προβλή­ματα και τις καλές διαθέσεις για τον συνάνθρωπο γενικά. Στην Αναγέννηση ένας Ουμανιστής ήταν ένας δάσκαλος ή μελετητής των επιστημών του ανθρώ­που ή “studia humanitatis”, που περιελάμβαναν 5 συγκεκριμένες ύλες: τη Γραμματική, τη Ρητορική, την Ποιητική, την Ιστορία και τέλος την Ηθική Φιλοσοφία. Ήταν δηλ. οι Ουμανιστές (ανθρωπιστές), άνθρωποι των γραμ­μάτων, επαγγελματίες γραμματείς που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους – όταν δεν δίδασκαν στα πανεπιστήμια – στις αυλές των πριγκίπων και των βασιλέων της εποχής τους. Τους συμβούλευαν, τους έγραφαν τους λόγους τους και κρατούσαν την αλληλογραφία τους, τους αντιπροσώπευαν στις διεθνείς σχέσεις και πολλές φορές κατείχαν εξέχουσα θέση σε διπλωματικές απο­στολές, αν δεν βρίσκονταν οι ίδιοι επικεφαλής. Ας μη ξεχνάμε ότι τότε η διεθνής γλώσσα ήταν τα λατινικά, τα οποία οι Ουμανιστές ήταν οι μόνοι σχεδόν που κατείχαν τέλεια. Ένα σημαντικό λοιπόν στοιχείο του Ου­μανιστή είναι το ενδιαφέρον του για τους κλασικούς Λατίνους συγγραφείς, τον Κικέρωνα, τον Σενέκα, τον Κουιντιλιανό κ.α., τη γλώσσα των οποίων θέλουν να «εξαγνίσουν από τη βάρβαρη μεταχείριση που υπέστη από τους Σχολαστικούς μοναχούς του Μεσαί­ωνα» και να αποκαταστήσουν την παλιά της αίγλη.

Γι’ αυτό οι περισσότεροι Ουμανιστές ασκούν οξεία κριτική στη σχολαστική μεσαιωνική περίοδο, αντίθετα με τους Φυσικούς φιλοσόφους, που, αν και δεν συμφωνούν με αυτήν, την εκτιμούν και πιστεύουν ότι κάτι θετικό μπορεί να βρεθεί σε αυτήν.

Υπάρχει όμως μεγάλη διαφορά μεταξύ του Ουμανισμού της πρώτης περιόδου στην Ιταλία τον 15ο αιώνα ή «Κουατροτσέντο», όπου υπάρχει ένα γνήσιο ενδιαφέρον για την κλασική κουλτούρα και την αναβίωσή της, και της δεύτερης περιόδου ή «Τσινκουετσέντο», όπου η ενασχόληση είναι περισσότερο επιφανειακή, χωρίς πια νέες ιδέες και στην οποία οι Ουμανιστές «πιάνονται» από το νεκρό γράμμα των κειμένων. Αποτελούν ένα είδος Σοφιστών της Αναγέννησης. Αυτούς τους λόγιους Ουμανιστές θα συναντήσει ο Τζορντάνο Μπρούνο στην Οξφόρδη το 1583 και θα τους ονομάσει «μανδαρίνους», λόγω των στενόμυαλων απόψεών τους πάνω στις νέες ιδέες που εισήγαγε ο Νόλιος φιλόσοφος.

Αντίθετα, το ρεύματων πλατωνικών και φυσικών φιλοσόφων στρέφει το βλέμμα περισσότερο προς τις ελληνικές πηγές (λιγότερο όμως προς τον Αριστοτέλη, που ήταν γνωστός τον Μεσαίωνα από λατινικές μεταφράσεις), προς τα ελληνικά κείμενα που αρχίζουν να φέρνουν στη Δύση οι λόγιοι και οι σοφοί του Βυζαντίου που απομα­κρύνονται από την Οθωμανική απειλή.

Ήδη από τα μέσα του 14ου αιώνα (γύρω στο 1360) ο Βοκάκιος είχε κανονίσει να γίνονται κάποια δημόσια μαθήματα ελληνικών και να μετα­φραστεί ο Όμηρος στα λατινικά. Σημαντικότερες υπήρξαν όμως οι δραστηριότητες του βυζαντινού λογίου Εμμανουήλ Χρυσολωρά, ο οποίος δίδαξε ελληνικά στη Φλωρεντία και σε άλλα ιταλικά πανεπιστήμια στο τέλος του 14ου αιώνα. Λίγο αργότερα η συμβολή των Ελλήνων σοφών Πλήθωνα Γεμιστού και Βησσαρίωνα θα είναι αποφασιστική για την πορεία των κλασικών ελληνικών μελετών και την αναβίωση της πλα­τωνικής φιλοσοφίας και του εσωτε­ρισμού στη Δύση.

Άλλο ένα χαρακτηριστικό του ρεύματος αυτού της Φυσικής Φιλο­σοφίας (1) είναι το ενδιαφέρον για τον Πλατωνισμό, με τον οποίο προσπαθούν να αντικαταστήσουν την ηγεμονία του σχολαστικού Αριστοτέλη στα μεσαιω­νικά πανεπιστήμια καθώς και για το εσωτερικό ρεύμα του Ερμητισμού. Όπως λέει ο Π. Βιντάλ-Νακε στο βιβλίο του «Ο Μαύρος κυνηγός» (εκ. Νέα Σύνορα): «Η πολιτική θρησκεία αντι­παρατίθεται στον κόσμο των κλειστών ομάδων και των Μυστηρίων και οι δύο αυτές όψεις δεν θα είναι χωρίς συνέπειες για την ίδια τη φιλοσοφία που θα μοιράζεται πάντα, ως τα χρόνια του Αριστοτέλη, ανάμεσα στην δημόσια εμφάνιση, το “σκάνδαλο” (από τον Εμπεδοκλή ως τον Σωκράτη) και την αναχώρηση στους κήπους της Ακαδη­μίας, μεταξύ δηλ. Εσωτερισμού και Εξωτερισμού».

Οι πλατωνικοί διάλογοι θα μετα­φραστούν από τον Μαρσίλιο Φιτσίνο το 1469 απευθείας από τα ελληνικά πρωτότυπα, που έφεραν στη Φλω­ρεντία ο Πλήθων και άλλοι βυζαντινοί σοφοί. Αλλά πριν απ’ αυτά τα έργα, και με εντολή του Κόζιμο των Μεδίκων -του μαικήνα του – ο Φιτσίνο θα μεταφράσει τα Ερμητικά κείμενα που μόλις είχαν φθάσει στην αυλή των Μεδίκων το 1463 από τη Μακεδονία. Η μετάφραση του Φιτσίνο και τα σχόλια του πάνω στα Ερμητικά κείμενα θα ασκήσουν τεράστια επίδραση σε όλη την φιλοσοφία της Αναγέννησης, όπως απέδειξε η Γέητς στο βιβλίο της “Giordano Bruno and the Hermetic Tradition”. Τους αποδίδεται πολύ μακρινή αρχαιότητα και θεω­ρούνται η πηγή της σοφίας των αρχαίων Αιγυπτίων απ’ όπου θα αντλήσουν τις ιδέες τους οι μεταγενέστεροι φωτισμένοι Έλληνες φιλόσοφοι.

Αυτό το νέο φιλοσοφικό ρεύμα της Αναγέννησης επιχειρεί να πιεί από τις πιο αρχέγονες πηγές, από τους “Πρώτους θεολόγους”, όπως τους ονομάζουν, τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, τον Ζωροάστρη, τον Ορφέα, τον Μωυσή. Την ίδια εποχή μεταφράζονται επίσης τα «Χαλδαιϊκά λόγια», οι Ορφικοί Ύμνοι και άλλα κείμενα στα οποία αποδίδεται μεγάλη σημασία, τόσο λόγω της υποτιθέμενης αρχαιότητάς τους όσο και της βαθειάς σοφίας τους, που ενέπνευσαν έναν Πυθαγόρα και έναν Πλάτωνα.

Γεννιέται επίσης μεγάλο ενδιαφέρον για τα εσωτερικά καββαλιστικά κείμενα των Εβραίων, με πρωτοπόρο τον μαθητή του Φιτσίνο, Πίκο ντέλλα Μιράντολα, που επιχειρεί να τα συνδυάσει με τον Ερμητισμό και τον Πλατωνισμό. Έτσι Πλατωνισμός, Ερμητισμός και Καββαλισμός θα αποτελέσουν το «φιλοσοφικό χώμα» ή πλαίσιο στο οποίο οι Φυσικοί Φιλόσοφοι της Αναγέννησης στην πλειοψηφία τους θα καλλιεργήσουν τις σκέψεις τους προσπαθώντας να τις συμβιβάσουν, να τις προσαρμόσουν και να τις εναρμονίσουν με τον Χριστιανισμό.

Κι’ αυτό είναι ένα άλλο χαρα­κτηριστικό των Εσωτερικών ή Φυσικών Φιλοσόφων της Αναγέννησης σε αντίθεση με τους Ουμανιστές: ενώ οι δεύτεροι δεν ενδιαφέρονται ή δεν ασχολούνται με θρησκευτικά, θεολογικά ή φιλοσοφικά θέματα, οι πρώτοι θέλουν να εναρμονίσουν την αρχαία φιλοσοφία με τον Χριστιανισμό, θεωρώντας την πρώτη σαν προάγγελο του δεύτερου και αναζητώντας μια ενιαία, παγκόσμια και διαχρονική θρησκεία στην οποία να αλληλοσυμπληρώνονται οι επιστήμες της Φύσης με τη θεολογία και τη φιλοσοφία.

Το ζήτημα της αυθεντικότητας των Ερμητικών κειμένων

Ένας από τους κύριους παράγοντες που συνετέλεσε στην τεράστια επιτυχία του Ερμητισμού στο πολιτιστικό και φιλοσοφικό πλαίσιο της Αναγέννησης και που επηρέασε και ενέπνευσε τόσους στοχαστές για δύο ολόκληρους αιώνες σ’ όλη την Ευρώπη, είναι η υποτιθέμενη αρχαιότητα των κειμένων του. Θεωρήθηκαν αυθεντικά εργά της αρχέγονης σοφίας της Αιγύπτου στα οποία στηρίχτηκε όλη η μετέπειτα φιλοσοφία.

Όταν όμως ο Ισαάκ Καζομπόν το 1614 απέδειξε με τη φιλολογική ανάλυση ότι τα Ερμητικά κείμενα ήταν έργα που γράφτηκαν στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού – πιθανόν από Χριστια­νούς Γνωστικούς – και όχι το αποκο­ρύφωμα της πανάρχαιας σοφίας ενός Αιγυπτίου Ιεροφάντη, όλο σχεδόν το φιλοσοφικό οικοδόμημα της Αναγέν­νησης κλονίστηκε.

Ο Καζομπόν δεν αμφισβήτησε την πιθανότητα να υπήρξε στην αρχαιό­τητα κάποιος Ερμής Τρισμέγιστος, αλλά τα λεγόμενα Ερμητικά κείμενα δεν μπορούσε να τα είχε γράψει αυτός ούτε ήταν προχριστιανικά. Έτσι στέρεψε εκείνη η αρχαιότατη πηγή σοφίας και θεωρήθηκε ότι ο Πυθαγόρας, ο Πλά­τωνας, ο Πλωτίνος δεν θα μπορούσαν να έχουν εμπνευστεί από τον Ερμητισμό. Με το να χάσουν τα Ερμητικά κείμενα το κύρος της αυθεντικότητας, χάθηκε επίσης και όλη η ερμητική φιλολογία στην οποία βασιζόταν η φυσική μαγεία, η αστρολογία και άλλες απόκρυφες επιστήμες που είχαν κυρίως σ’ αυτή τα θεμέλιά τους, περνώντας από τους πυθαγόρειους και τους πλατωνικούς φιλοσόφους. Έτσι παρουσιαζόταν ο Ερμητισμός ως πλαστογραφία του πλατωνισμού που είχε γίνει από κάποιους χριστιανούς λογίους της υστερο-αλεξανδρινής εποχής.

Αυτή η νέα θεώρηση είναι που σύρει ουσιαστικά τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της Αναγέννησης και της σύγχρονης εποχής, όπως πολύ σωστά επισημαίνει η Γέητς.

Είναι όμως πράγματι έτσι;

Στο ζήτημα αυτό πρέπει να ξεχω­ρίσουμε δύο στοιχεία: το πρώτο αφορά στην ύπαρξη πραγματικών αιγυπτιακών δοξασιών στα Ερμητικά κείμενα, παρόλο που είναι μεταγενέστερα, και το δεύτερο έχει να κάνει με τη διαφορά και τη συνύπαρξη δύο νοοτροπιών στην Αναγέννηση, τη συμβολική και από­κρυφη από τη μια μεριά, και την επιστημονική από την άλλη, όπως τόνισε ο Β. Vickers. Και ίσως σ’ αυτό το τελευταίο στοιχείο πρέπει ν’ απο­δώσουμε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των φιλοσόφων της Φύσης της Αναγέννησης και της επιστήμης της σύγχρονης εποχής που εγκαινιάζει ο Γαλιλαίος.

Σχετικά με το πρώτο στοιχείο, κάποιοι ερευνητές – ανάμεσά τους ο Bloomfield – δέχονται την ύπαρξη κάποιας επίδρασης αρχέγονων αιγυ­πτιακών δοξασιών σ’ αυτά τα κείμενα. Ο ίδιος λέει: «Αυτά τα κείμενα είναι στην πλειοψηφία τους έργα αιγυπτίων νεοπλατωνικών φιλοσόφων, βαθειά επηρεασμένων από τον Στωικισμό, τον Ιουδαϊσμό, την περσική θεολογία και πολύ πιθανόν από αυτόχθονες αιγυ­πτιακές δοξασίες, καθώς επίσης και από τον Πλάτωνα, ειδικά από τον “Τίμαιο” του. Όλα αυτά τα γραπτά αποτελούσαν ίσως τη βίβλο μιας μυστηριώδους αιγυπτιακής θρησκείας, που ο ουσια­στικός της πυρήνας τοποθετείται πιθανόν στον 2ο π.Χ. αιώνα». Η αντίληψη αυτή έχει ενισχυθεί τελευταία χάρη στην ανακάλυψη μιας έκδοσης του “Ασκληπιού” – ενός από τα κύρια ερμητικά κείμενα – σε κοπτική γλώσσα, που χρονολογείται μερικούς αιώνες π.Χ. Προσωπικά πιστεύω ότι τα Ερμητικά κείμενα αποτελούν μια νεοπλατωνική προσαρμογή των αρχαίων εσωτερικών διδασκαλιών της Αιγύπτου στα δεδο­μένα της πρώιμης Αλεξανδρινής εποχής. Επομένως δεν αμφισβητούνται οι πηγές του Αναγεννησιακού Εσωτερισμού, γιατί άλλο πράγμα είναι η αυθεντικότητα των κειμένων ως προς την χρονολόγησή τους και άλλο η αυθεντικότητα και η εγκυρότητα του περιεχομένου τους αυτού καθ’ εαυτού.

Αυτή υπήρξε και η άποψη των λεγόμενων Πλατωνιστών του Cambridge, της Σχολής των Άγγλων φιλο­σόφων, κύριοι εκπρόσωποι της οποίας ήταν ο Η. Μοre και ο R. Cudworth, που τον 17ο αιώνα διατήρησε πολλά από τα θέματα και τις παραδόσεις του ανα­γεννησιακού πλατωνισμού και ερμητισμού. Παρόλο που γνώριζαν και αποδέχτηκαν την κριτική του Καζομπόν στα Ερμητικά κείμενα, όσον αφορά στην χρονολόγησή τους, συνέχισαν να θεωρούν άξιες σεβασμού και γνήσιας αιγυπτιακής προέλευσης, πολλές από τις διδασκαλίες που εμπεριέχονται σ’ αυτά τα κείμενα.

Σχετικά τώρα με το δεύτερο στοι­χείο, της συνύπαρξης δηλ. της από­κρυφης και της επιστημονικής νοο­τροπίας στην Αναγέννηση, είναι ένα γεγονός που δεν πρέπει να ξεχνάμε, και το οποίο εκφράστηκε ξεκάθαρα στην περίφημη διαμάχη του Κέπλερ με τον Ρ. Φλουντ στις αρχές του 17ου αιώνα. Θα ήταν όμως μεγάλο λάθος να πιστέψει κανείς ότι η μία αποκλείει την άλλη εκ φύσεως. Η λεγόμενη απόκρυφη, μαγική, μυθική ή συμβολική νοοτροπία δεν συγκρούεται με την επιστημονική, και αντίθετα. Παράδειγμα από τη μία έχουμε τον ίδιο τον Κέπλερ, που μαζί με τις αστρονομικές και μαθηματικές του έρευνες ασχολιόταν με πυθαγορικές και εσωτερικές αναζητήσεις, και τον Κοπέρνικο, τον Φ. Βάκωνα και τον Νεύτωνα, ο οποίος έδινε περισσότερη σημασία στις αλχημικές του μελέτες παρά στις φυσικές και μαθηματικές του έρευνες περί βαρύτητας, όπως το αποδεικνύουν οι επιστολές του στον J. Locke. Από την άλλη, άνθρωποι θεω­ρούμενοι “μάγοι” και αλχημιστές στην εποχή τους, όπως ο Ρογήρος Βάκων ή ο Παράκελσος, αποτελούν αδιαμφισβήτητα παραδείγματα προδρόμων της σύγχρονης πειραματικής επιστήμης.

Παρόλα αυτά, αρκετές φορές στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης οι δύο αυτές νοοτροπίες θεωρήθηκαν αντι­μέτωπες, ακόμα και διαμετρικά αντί­θετες και ασυμβίβαστες. Ένα λάθος που πληρώθηκε ακριβά κάθε φορά που επικρατούσε υπερβολικά ή απο­κλειστικά η μία πάνω στην άλλη, οδηγώντας την σκέψη σε παρεκτροπές που καθυστερούσαν συνήθως την αρμονική και ολοκληρωμένη εξέλιξη του πολιτισμού.

Ένα τέτοιο παράδειγμα το έχουμε στη σημερινή εποχή, όπου η υπερ­βολική τεχνολογική ανάπτυξη και η επικράτηση των υλιστικών και μηχα­νιστικών επιστημονικών θεωρήσεων οδήγησε στο στέρεμα της ανθρώπινης φαντασίας και στην κατάρρευση της πνευματικότητας και της αντίληψης για το μεταφυσικό. Και ενώ σαν αντίδραση σ’ αυτό, και ακολουθώντας το εκκρεμές της ιστορίας, παρατηρείται το φαινό­μενο μιας τάσης επιστροφής στο απόκρυφο, αυτό που πραγματικά χρειάζεται ο κόσμος σήμερα είναι μια εναρμόνιση των δύο αυτών νοοτροπιών.

Η «ΝΕΑ ΑΚΑΔΗΜΙΑ» και οι επιδράσεις της

Σύμφωνα με μία εσωτερική παρά­δοση που ανέφερε η Ε. Π. Μπλαβάτσκυ τον προηγούμενο αιώνα και σχολιάζει ο G. Livraga στο βιβλίο του «Εισαγωγή στη Μυστική Διδασκαλία», κάθε τελευταίο τέταρτο του αιώνα η κοινότητα των Διδασκάλων της Σοφίας, γνωστή ως Λευκή Αδελφότητα, κάνει μια ειδική προσπάθεια διαφώτισης των ανθρώ­πων της Δύσης ιδρύοντας, μέσω μεγάλων ψυχών και μυημένων, φιλο­σοφικές κινήσεις που προσπαθούν ν’ αναβιώσουν την παραδοσιακή σοφία. Ένας προσεκτικός μελετητής της ιστορίας της φιλοσοφίας μπορεί να διακρίνει τα ίχνη τέτοιων προσπαθειών μέσα από τους αιώνες.

Στο πλαίσιο μιας τέτοιας θεώρησης θα μπορούσαμε να εντάξουμε την ίδρυση της Πλατωνικής Ακαδημίας της Φλωρεντίας από τον Μαρσίλιο Φιτσίνο γύρω στο 1465, καθώς και τη φιλο­σοφική δράση του G. Bruno από το 1576 ως το 1592, έτος της σύλληψης και φυλάκισής του από την Ιερά Εξέταση. Η επίδραση όμως και των δύο στη φιλοσοφία των επόμενων αιώνων συνεχίστηκε έντονη.

Η ίδρυση μιας Ακαδημίας στη Φλωρεντία που ν’ αναβιώνει τα πλατωνικά πρότυπα και να συγκε­ντρώνει τις φιλοσοφικές μελέτες των καλύτερων μυαλών της εποχής, ήταν μία ιδέα που είχε φυτέψει στην καρδιά του μορφωμένου ηγεμόνα των Μεδίκων και του συμβούλου του Μ. Φιτσίνο, ο σοφός του Βυζαντίου Πλήθων Γεμιστός, όταν φιλοξενήθηκε απ’ αυτούς στη Φλωρεντία. Μετά από μια περίοδο διαμόρφωσης και επαφής του Φιτσίνο με τα αρχαία ελληνικά φιλοσοφικά κείμενα – και αφού μετέφρασε τα Ερμητικά και Πλατωνικά έργα – η ιδέα καρποφορεί με θαυμάσια αποτε­λέσματα. Σε λίγα χρόνια, και με την ενίσχυση του μαθητή του Πίκο ντέλλα Μιράντολα, ο Φιτσίνο έχει αλλη­λογραφία και μαθητές σ’ όλη την Ιταλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το ανα­γεννησιακό πνεύμα που αργότερα θα διοχετευθεί εν μέρει με την Μεταρρύθ­μιση, βρίσκει μεγάλη απήχηση και ελπίδα χριστιανικής ανανέωσης στην προσπάθεια της Ακαδημίας της Φλωρεντίας, πόλης που ήταν τότε η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Τόσο ο πλατωνικός ερμητισμός του Φιτσίνο όσο και οι καββαλιστικές αντιλήψεις του Πίκο βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε φιλο­σόφους όπως ο Ρόυχλιν, ο Παράκελσος, ο Τριθέμιος, ο Κορνήλιος Αγρίππας, ο Μπρούνο, ο Καμπανέλλα, οΤόμας Μορ και πολλοί άλλοι, καθώς και σε καλ­λιτέχνες όπως ο Μποτιτσέλλι, ο Άλμπερτ Ντύρερ, ο Ντα Βίντσι, ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Πιντουρίκιο, ο Τιντορέττο κ.α. Οι τοιχογραφίες που ζωγράφισε ο Πιντουρίκιο στην Αίθουσα των Αγίων στο Βατικανό για τον Πάπα Αλέξανδρο ΣΤ’ στα τέλη του 15ου αιώνα δείχνουν, με τον έντονο ερμητικό τους χαρακτήρα, μέχρι ποιό σημείο η Αγία Έδρα είχε δεχθεί τις αντιλήψεις του Φιτσίνο.

Έντονες όμως υπήρξαν και οι αντιδράσεις στους κόλπους της καθο­λικής εκκλησίας που δεν έβλεπε με καλό μάτι την εισβολή των ερμητικών αιγυπτιακών και ελληνικών ιδεών και του καββαλιστικού εσωτερισμού στο επίσημο χριστιανικό δόγμα που είχε τόσο “στέρεα” θεμελιώσει ο αριστοτελισμός του Θωμά Ακινάτη. Κι’ έτσι δεν άργησαν να έρθουν οι πολεμικές και οι διώξεις των φιλοσόφων της Φύσης και των εσωτεριστών.

Όλοι τους σχεδόν τις υπέστησαν με αποκορύφωμα, τον θάνατο στην πυρά του G. Bruno στη Ρώμη το 1600 μΧ.

Προδρόμους στη σκέψη του Φιτσίνο και των συνεχιστών του μπορούμε να θεωρήσουμε τον Ρ. Βάκωνα, τον Ράυμοντ Λούλλ, τον Άγιο Αλβέρτο τον Μέγα, τον καρδινάλιο Ν. Κουζάνο, τον Δάντη, τον Ντουνς Σκώτο, και ακόμα πιο πριν, τον Άγιο Αυγουστίνο και τον Ψευδό – Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη.

Αλλά με τους περισσότερους απ’ αυτούς τους φιλοσόφους ασχολού­μαστε στις διάφορες μονογραφίες. Ας αναφερθούμε λίγο τώρα στις κύριες κατευθυντήριες ιδέες της Νέας Ακαδημίας που θα αποτελέσουν τον κύριο κοινό άξονα των εσωτεριστών φιλοσό­φων της Αναγέννησης.

Ο Φιτσίνο, αντίθετα από τους προγενέστερούς του Ουμανιστές, επεχείρησε να δώσει μία ολοκληρωμένη θεώρηση του σύμπαντος, και τα γραπτά του, ιδίως το βιβλίο του «Πλατωνική Θεολογία» και τα τρία βιβλία του «Περί Ζωής», παρουσιάζουν ένα σύστημα ιδεών πολύ περίπλοκο, που δεν θ’ αφήσουν ανεπηρέαστο, για τρεις αιώνες τουλάχιστον, κανέναν μεταγενέστερο φιλόσοφο της Δύσης.

Κληρονόμησε από τις νεοπλα­τωνικές, ερμητικές και μεσαιωνικές πηγές του την αντίληψη για ένα σύμπαν δομημένο με μία μεγάλη Ιεραρχία, στην οποία κάθε ον έχει τη θέση του και τον δικό του βαθμό τελειότητας, αρχίζοντας από τον Θεό στην κορυφή και κατε­βαίνοντας μέσα από τις ιεραρχίες των αγγέλων και των ψυχών, στις ουράνιες σφαίρες και τις στοιχειακές, φτάνοντας στα διάφορα είδη των ζώων, των φυτών και των ορυκτών μέχρι την πρωταρχική, άμορφη ύλη. Το σύστημα όμως της Νέας Ακαδημίας παρουσιάζει κάποιες τροποποιήσεις σε σχέση με τα αντίστοιχα παλαιότερα συστήματα.

Πρώτα απ’ όλα αυτή η Ιεραρχία διατάσσεται σ’ ένα σχήμα με 5 βασικές Ουσίες: τον Θεό, το αγγελικό πνεύμα, τη λογική ψυχή, την ποιότητα και το σώμα. Έτσι θεωρεί την ανθρώπινη ψυχή – την κατ’ εξοχήν λογική ουσία -στη μέση του κοσμο­θεωρητικού του συστήματος, τονί­ζοντας την Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια, θέμα πολύ αγαπητό στον Πίκο καθώς και στους εσωτεριστές αναγεννησιακούς φιλοσόφους γενικά. Η Αξιοπρέπεια και το μεγαλείο του ανθρώπου του δίνουν την ελευθερία να μετακινείται τόσο προς τα πάνω στην Κοσμική Κλίμακα, για να πλησιάσει το Θεό όσο και προς τα κάτω, για να γίνει κτήνος. Αυτή τη δυνατότητα επιλογής και χρήσης της ελευθερίας την έχει μόνο ο άνθρωπος – θα πει ο Πίκο -και από κει προέρχεται η ξεχωριστή του αξία και μεγαλοπρέπεια στο σύμπαν.

Ενάντιοι σ’ ένα στατικό σύμπαν, οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας αντιλαμ­βάνονται μια δυναμική ενότητα στο σύμπαν, όπου τα διάφορα μέρη και βαθμοί του κρατούνται ενωμένοι μέσα από ενεργές δυνάμεις, ειδικά από την Αγάπη, όπως εξηγεί ο Πλάτωνας στο «Συμπόσιο». Έτσι ο Φιτσίνο αναβιώνει τη νεοπλατωνική διδασκαλία της Ψυχής του Κόσμου και δημιουργεί ένα Φυσικό Σύστημα αλληλεπιδράσεων σ’ όλους τους κόσμους – νοητικούς, ψυχικούς και φυσικούς-βασισμένο στην Αστρολογία και στη Φυσική Μαγεία.

Η Ψυχή είναι για τον Φιτσίνο το μεγαλύτερο από τα θαύματα της Φύσης, γιατί συνδυάζει τα πάντα, είναι το κέντρο των πάντων κι έχει τις δυνάμεις των πάντων. Γι’ αυτό η Ψυχή είναι Έρωτας, Αγάπη, γιατί ενώνει τα πάντα και τα κρατάει ενωμένα. Την Ψυχή μπορεί να την θεωρήσει κανείς δικαιολογημένα κέντρο της Φύσης, μέσο όρο των πάντων, σύνδεση και διάρ­θρωση του σύμπαντος.

Ένα άλλο σημαντικό σημείο στη φιλοσοφία της Ακαδημίας της Φλω­ρεντίας είναι η θεώρησή της για την πνευματική ή θεωρητική ζωή, βα­σισμένη στην άμεση βίωση της εσω­τερικής εμπειρίας, μέχρις ότου η ψυχή φτάσει στην έκσταση, στη θέαση του Θεού. Μέσα λοιπόν από τον εξαγνισμό, λέει ο Φιτσίνο, η Ψυχή ανεβαίνει σταδιακά προς υψηλότερους βαθμούς αλήθειας, αποσυρόμενη από το σώμα και τα εξωτερικά ερεθίσματα, μέχρι που φτάνει στη Σφαίρα των Αστέρων ή την Αστρική Σφαίρα, και από κει μπορεί να φτάσει στην άμεση γνώση και θέαση του Θεού.

Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Φιτσίνο καθιέρωσε για την ψυχή την ονομασία «Αστρικό Σώμα», επειδή συνδέεται άμεσα με την Σφαίρα των Άστρων και των ουράνιων δυνάμεων. Από τότε αυτή η ορολογία για τον ανθρώπινο ψυχισμό, έδρα των δυνά­μεων του συναισθήματος και της αγάπης, παρέμεινε στην εσωτερική φιλοσοφία. Αυτή η μυστικιστική εμπει­ρία που χαρακτηρίζει τον νεοπλατωνισμό, διαφέρει ελάχιστα από τα ανάλογα πνευματικά βιώματα που περιγράφει η Ινδική φιλοσοφία.

Σαν συνέπεια αυτών των θεω­ρήσεων, και με την ανάλυση διαφόρων επιχειρημάτων, ο Φιτσίνο συμπεραίνει την αθανασία της Ψυχής, θέμα στο οποίο θα αφιερώσει ένα ολόκληρο έργο, την «Πλατωνική Θεολογία», που έχει τον υπότιτλο «Περί της αθανασίας των ψυχών». Η επίδραση αυτού του έργου στη φιλοσοφία και στη θεολογία της εποχής του αλλά και αργότερα, υπήρξε πολύ σημαντική. Αρκεί να αναφέρουμε ότι συνέβαλε καθοριστικά στο να καθιερωθεί η αθανασία της ψυχής ως επίσημο δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στη Σύνοδο του Λατερανού το 1512, δεκατρία χρόνια μετά τον θάνατό του.

Τέλος ένα ακόμα χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας της Ακαδημίας και των μεταγενέστερων εσωτεριστών φιλοσόφων της αναγεννησιακής σκέψης είναι η Οικουμενική τάση. Το όραμα δηλ. για τη δημιουργία και την εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας θρησκείας βασισμένης στη Φύση και το Πνεύμα, που να ενώνει τις διάφορες πίστεις. Μέθοδός του θα ήταν οι συγκριτικές μελέτες και η πνευματική έρευνα της αλήθειας. Ένα τέτοιο όραμα ήταν αναγκαίο στην παρακμασμένη Ευρώπη της εποχής εκείνης που σύντομα θα έβλεπε – πράγμα που φαινόταν από τότε – τις αιματηρές συγκρούσεις που θα επέφερε η Μεταρ­ρύθμιση και η Αντιμεταρρύθμιση. Από την άλλη μεριά κανείς δεν αρνιόταν ότι σε επίπεδο κουλτούρας και πολιτισμού, τόσο οι Εβραίοι στην Ισπανία όσο και οι Άραβες μουσουλμάνοι στην Ανατολή, είχαν το προβάδισμα.

Πρόδρομος αυτού του οράματος της ένωσης των θρησκειών υπήρξε ο Ραϋμόνδος Λουλλ, ο τόσο αγαπητός στους μεταγενέστερους εσωτεριστές της Αναγέννησης και ειδικά στον G. Bruno. Στο «βιβλίο του παγανιστή και των Τριών σοφών» ο Λουλλ λέει: «Ω Θεέ! Τι ευτυχία αν χάρη στην αρετή αυτών των δένδρων (τα σύμβολα των θείων αρετών), όλοι οι άνθρωποι μπορούσαμε να έχουμε την ίδια πίστη και τον ίδιο νόμο! Τι ευτυχία αν εξαφανίζονταν από τους ανθρώπους η μνησικακία και η κακή θέληση που τους κάνουν ν’ αλληλοσπαράζονται λόγω της πολλα­πλότητας των πίστεων και των αιρέσεων και των αντιθέσεών τους! Κι αν, εφόσον δεν υπάρχει παρά ένας μοναδικός Θεός, πατέρας, δημιουργός και κύριος των όσων είναι, όλοι οι λαοί να ενώνονταν για να γίνουν ένα, και αυτό να γινόταν πάνω στον σωστό δρόμο και να είχαμε όλοι μαζί μία πίστη και ένα νόμο και να δοξάζαμε και να λατρεύαμε τον Κύριο μας, τον Θεό!»

Το όραμα μιας παγκόσμιας αδελφότητας, χωρίς διακρίσεις φυλής, πιστεύω, κοινωνικής τάξης, χρώματος, κλπ. και της συγκριτικής μελέτης των θρησκειών, των φιλοσοφιών κλπ. αποτέλεσε από την εποχή του Λουλ (άκμασε γύρω στο 1280) τη σημαντική κινητήρια δύναμη των εσωτεριστών φιλοσόφων της Αναγέννησης. Σ’ αυτό το μεγάλο όραμα θα πρέπει να ενταχθούν – καθεμιά με τις ιδιαι­τερότητές της – οι διάφορες ιδανικές πολιτείες που προτάθηκαν τότε: η πόλη Αντοσεντύν του βιβλίου Πικάτριξ, η Ουτοπία του Τόμας Μωρ, η Νέα Ατλαντίδα του Φ. Βάκωνα και η Πόλη του Ήλιου του Θ. Καμπανέλλα, όλες εμπνευσμένες περισσότερο ή λιγότερο από την «Πολιτεία» του Πλάτωνα.

Ιδιαίτερη σημασία αποκτά το Μεγάλο αυτό όραμα στο έργο του G. Bruno, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του χρισμένο για να εκτελέσει την ενοποιητική αυτή αποστολή. Γι’ αυτό προσπαθούσε πάντοτε να επηρεάσει και να πείσει τους μεγάλους της εποχής του, ακόμα και βασιλείς, ως και τον ίδιο τον Πάπα. Και αυτή η έμμονη ιδέα είναι που τον οδήγησε τελικά στον θάνατο στην πυρά.

Όπως είναι εύκολο να μαντέψει κανείς, οι ανθρώπινοι εγωισμοί, τα συμφέροντα και οι φανατισμοί που κρύβονται και οχυρώνονται πάντοτε πίσω από τις διαφοροποιημένες ανθρώπινες ομάδες, δεν επέτρεψαν να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο «επικίν­δυνο» ενωτικό όραμα και όλοι οι υποστηρικτές του διώχτηκαν. Τα έργα τους θεωρήθηκαν απαγορευμένα στο λεγόμενο Index της Καθολικής Εκκλησίας και τα ονόματά τους αποσιωπήθηκαν ακόμα και στους μετέπειτα αιώνες, παρόλο που είχε ήδη καταργηθεί επίσημα η Ιερά Εξέταση. Για παράδειγμα, ακόμα και ο Λάιμπνιτς φοβάται, εκατό χρόνια αργότερα, να αναφέρει τον G. Bruno στα γραπτά του.

Έτσι όλες αυτές οι εσωτερικές αντιλήψεις των Φυσικών φιλοσόφων της Αναγέννησης αναγκάστηκαν, καθώς έμπαινε ο 17ος αιώνας, να περάσουν στο περιθώριο και να προσπαθήσουν να επιβιώσουν από το ανελέητο κυνηγητό του φανατισμού και του δογματισμού μέσα από τον σχηματισμό διαφόρων μυστικών εταιρειών. Και αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον αλλά ελάχιστα εξερευνημένο κεφάλαιο της ιστορίας της δυτικής σκέψης.

Μια από αυτές τις ομάδες είναι των Ροδόσταυρων, η οποία, αν και φαίνεται ότι λειτουργούσε πριν από την εποχή αυτή – ο Παράκελσος, ο Τριθέμιος και ο Αγρίππας π.χ. θεωρούνταν Ροδόσταυροι – δεν αποτελούσε όμως οργανωμένη ομάδα. Αυτό θα γίνει στις αρχές του 17ου αιώνα με τη δημοσίευση του πρώτου τους μανιφέστο, τη “Fama Fraternitatis” (1614). Πρόσφατες έρευνες της Υates από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, θεωρούν τον Bruno εμπνευστή αυτής της ομάδας, όταν ήταν φιλοξενούμενος στο Πανεπιστήμιο της Βιττεμβέργης στη Γερμανία και δίδασκε εκεί. Ίσως κάποιοι διανοούμενοι της Μεταρρύθμισης – ας μην ξεχνάμε ότι το προσωπικό έμβλημα του Λούθηρου ήταν ένας σταυρός μέσα σ’ ένα ρόδο -επηρεασμένοι από τον Νόλιο φιλόσοφο αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα αυτής της ομάδας και ασπάστηκαν το όραμα μιας παγκόσμιας ανανέωσης σ’ ένα ερμητικό πλαίσιο, όπως πρέσβευαν ο Bruno και ο Καμπανέλλα.

Έχει επίσης διατυπωθεί η υπόθεση -Β.Ε. Jones, Arnold, FA Yates, κ.α. -ότι υπήρξε κάποια πιθανή επίδραση ή συμβολή του Bruno στον σχηματισμό του Βρετανικού Τεκτονισμού, ειδικά στον πυρήνα του στην αυλή της Ελισάβετ, στον οποίο ίσως ανήκε ο Σερ Φίλιπ Σίντνεϋ. Τίποτε δεν είναι βέβαιο όμως, εφόσον η πρώτη ιστορική μαρτυρία για την ύπαρξη του Ελευθεροτεκτονισμού στην Αγγλία, σαν οργανωμένου θεσμού, έγινε το 1646, όταν ο Ηλίας Ασμόλ δηλώνει στο ημερολόγιό του ότι μυήθηκε σε μια Στοά της Ουάρριγκτον.

Πολλά είναι αυτά που οφείλει η σύγχρονη σκέψη τόσο στον τομέα της φιλοσοφίας όσο και στον τομέα της επιστήμης και της τέχνης σ’ αυτήν τη θαυμάσια, πλούσια σε ιδέες, έργα και οραματισμούς, εσωτερική φιλοσοφική κίνηση της Αναγέννησης. Ήταν δυο αιώνες που χάραξαν βαθειά και σηματοδότησαν τη σύγχρονη σκέψη σε διάφορους τομείς και εξακολουθούν, μέσα από διάφορα κανάλια, να ποτί­ζουν με τα γόνιμα και μυστικιστικά νερά τους τα πολιτιστικά εδάφη της σημερινής εποχής. Ειδικά την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα κατά την οποία το βλέμμα πολλών κορυφαίων διανοουμένων και επιστη­μόνων στράφηκε βαθμιαία, αργά αλλά σταθερά, προς μια νέα κατεύθυνση, τη διάσταση που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε του “Εσωτερικού”, δηλ. των κρυμμένων αληθειών και αιτιών, αυτών που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων.

(1) Ενώ οι Ουμανιστές, στο φιλο­σοφικό επίπεδο, ασχολήθηκαν ως επί το πλείστον με την Ηθική φιλοσοφία/την πέμπτη από τις “ύλες” τους, οι Φυσικοί φιλόσοφοι ασχολούνται μ’ όλους τους υπόλοιπους τομείς της φιλοσοφικής δραστηριότητας καθώς και με άλλες επιστήμες και τέχνες της εποχής (από φιλοσοφική αλλά και πειραματική άποψη) όπως τις επιστήμες της Φύσης, τα μαθηματικά, την οπτική, τη μουσική, την αλχημεία · την τότε χημεία – την αστρονομία και αστρολογία, την ψυχολογία, την ιατρική, κλπ. καθώς και με τις λεγόμενες απόκρυφες επιστήμες. Γι’ αυτό άλλωστε ονομάζονται έτσι, ως αναβιωτές των προσωκρατικών φυ­σικών φιλοσόφων, του Πυθαγορισμού, του Πλατωνισμού και του Νεοπλατωνισμού.

 

Βιβλιογραφία

Ετικέτες: Αναγέννηση
Εκτύπωση

Από το ίδιο Τεύχος

Περισσότερα Άρθρα ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Σχετικά Άρθρα

×