Τί είναι η ποίηση και γιατί είναι αδελφή της φιλοσοφίας; Ρώτησα μέσα στην άβυσσο της μνήμης, στο λαβύρινθο της φαντασίας και μ’ απαντήσανε όχι μία αλλά πολλές φωνές, αυτές των σοφών που περάσαν στην ψυχή μου, αιώνες τώρα κάθε αλήθεια, ντυμένη ομορφιά, μουσική, σύμβολα… Πες μου λοιπόν ποιητή…
Πώς γεννήθηκα και τι κάνω εδώ, φτιαγμένος από όνειρο και χώμα;
«Εκεί μόνος αντίκρισα τον κόσμο κλαίγοντας γοερά Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα […] Ήταν ο ήλιος με τον άξονα του μέσα μου πολυαχτιδος όλος που καλούσε […] Αν αλήθεια κρατήσεις και τους αντικρίσεις, είπε,
η ζωή σου θ’ αποκτήσει αιχμή και θα οδηγήσεις, είπε/ Ο καθείς και τα όπλα του, είπε […]
Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν/Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά/ Ο άκοπος απ’ τον ουρανό/Πέρασε μέσα μου Έγινε αυτός που είμαι […]
«Κι από εκείνο τον καιρό αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς οι προφήτες, την έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη κλαίω στις γιορτές, βρίσκω μια γεύση γλυκιά στο πικρό κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέματα τις αλήθειες, και με τα μάτια στον ουρανό, πέφτω στο χάος. Αλλά η Φωνή με παρηγορεί και λέει: «Κράτησε τα όνειρά σου· οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελούς!» (Baudelaire)
«Να χαθώ μακριά, να γίνω στάχτη και σχεδόν να λησμονήσω. Μακριά! Μακριά!
Θα πετάξω σε σένα όχι με το άρμα του Διονύσου και τους πάνθηρές του/
μα με τα αόρατα φτερά του ποιητικού μου οίστρου.» (Keats)
«Γιατί το ξέρω- πιο βαθιά κι απ’το πηχτόν αστρόφως/ Κρυμμένος σαν αϊτός, με περιμένει, εκεί που πια ο θείος αρχίζει ζόφος, ο πρώτος μου εαυτός» (Σικελιανός)
Δως μου το Λόγο σου για να δημιουργήσω… Πες μου για την Έμπνευση!
-Και ο Βάρδος Είπε: …Είμ’ εμπνευσμένος! Ξέρω πως είν’ Αλήθεια!
Γιατί όταν τραγουδώ/ Εμπνέομαι απ’ το Ποιητικό Δαιμόνιο, απ’ την παντοτινή μεγάλη μας προστάτιδα, τη Θεία Φύση του Ανθρώπου […] Γιατί καθετί που ζει είναι ιερό […]
Ο κόσμος της φαντασίας είναι ο κόσμος της αιωνιότητας (Blake)
«Μητέρα μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα /Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου/ Με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρη έχουν τα μάτια!/ […] Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου κι ευθύς εγώ του ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;» (Σολωμός)
«Δείτε, είμαι ένας κήρυκας του Κεραυνού! Ο κεραυνός είναι ο Υπεράνθρωπος. […]
Μην πετάξεις τους ήρωες από την ψυχή σου. Κράτησε ιερή την πιο ψηλή ελπίδα σου.
Ο Νέος Άνθρωπος θα ‘ρθει και στον ορίζοντα φαίνεται η σκιά του.» (Nietzsche)
«Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος
του πνιγμού/ κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας […] μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι τα δίνω·/ μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.» (Ρίτσος)
«Σήμερα φόρεσα ένα/ ζεστό κόκκινο αίμα/ σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν
μια γυναίκα μού χαμογέλασε/ ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι/
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί […]
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν τί κάνει, την καρδιά μας καρφώνει;
Ναι, την καρδιά μας καρφώνει/ ώστε λοιπόν, είναι ποιητής!» (Σαχτούρης)
«Άξιον εστί ο πικρός και ο μόνος/ ο από πριν χαμένος εσύ να ‘σαι
Ποιητής που δουλεύει το μαχαίρι/ στο ανεξίτηλο τρίτο του χέρι» (Ελύτης)
«Γράφω για σας αδέρφια μου στο θάνατο, σύντροφοί μου στην ελπίδα
που σας αγάπησα βαθειά κι απέραντα όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα
Μα απόψε αδερφια δεν είμαι πια ποιητής. Απόψε δεν θέλω να είμαι ποητής.
Απόψε είμαι ο τυμπανιστής μιας απέραντης στρατιάς με δυο δισεκατομμύρια μαχητές ακροβολισμένους μέσα στη νύχτα. Και προχωράμε.» (Λειβαδίτης)
Τραγούδα μου για την Αγάπη και την Ένωση…
«Αδέρφια μου, ποτέ δε μας αφήσατε μεσοστρατίς, ούτε κι εμένα
Κι όσο σας αγαπώ τόση κι εσείς μου δίνετε αγάπη
Ευχαριστώ αδέρφια, ευχαριστώ (Χικμέτ)
«Η αγάπη θα βρει δρόμο εκεί που οι λύκοι φοβούνται να κυνηγήσουν» (Byron)
«Αδελφή μου /Μονάχα εσύ μου απόμενες /Ν’ ακουμπώ στην καρδιά σου
Και ν’ ακούω το σφυγμό των ανθρώπων […] κι όταν εγώ, του Απείρου ο εραστής,
βυθιζόμουν στους ίσκιους και στις αμφιβολίες του αιθέρα, εσύ/ μ’ ένα δάχτυλο ζεστό μου ’δειχνες πάλι τα ίχνη του εδάφους/ και ξανάπλαθες την τέφρα μου σε ανθρώπινο σχήμα…»
«Πέταξα στο φωτεινό σου διάδρομο την πανοπλία μου […]Κι όταν η κλίνη ανοίχτηκε προς το βαθύφωτο ουρανό σου κατέθεσα στα πόδια σου την τελευταία μου προσωπίδα.
Αγαπημένη/ Όλη η ψυχή μου τρέμει, φύλλωμα ευγνωμοσύνης, γονατισμένος προσεύχομαι: Θεέ μου Θεέ μου/ η αγάπη μού είχε λείψει για να χαρώ και να νοήσω το μεγαλείο σου.» (Ρίτσος)
«Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς; Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς Της αγάπης/ Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς/ Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς; /Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς/ Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς… […]
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί /Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα/
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή […]
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο. (Ελύτης)
«Τα φθαρτά σώματά μας θα πρέπει να χωρίσουν για κάποιο φθαρτό σκοπό,
αλλά το πνεύμα παραμένει ενωμένο στα χέρια της αγάπης. Θα ξανασυναντηθούμε μια μέρα/
και τότε όλα τα αστέρι/α και όλα τα τραγούδια /θα είναι δικά μας». (Λειβαδιτης)
Μίλησε μου για τον πόλεμο μέσα και γύρω μου, για το φόβο, τη γενναιότητα:
«Ο καπνός δε θολώνει τη ματιά των αγωνιστών του μέλλοντος, ο ήχος της αλυσίδας δεν πνίγει τη φωνή τους. Είναι λίγοι σε αριθμό, μα αξίζουν όσο ένα σπυρί σιτάρι μπροστά σε ένα δεμάτι άχυρο. Κανείς δεν τους ξέρει, αλλά αυτοί γνωρίζουν ο ένας τον άλλο.» (Gibran)
«Δεν τους βαραίνει ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους /δεν τους βαραίνει ο θάνατος κι εμπόδισμα δεν είναι/ στες κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν. […]
Ειν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων /Δρόμο να σκίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν / Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο» (Σολωμός).
«Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνωνται / Ζυγόν δουλείας ας έχωσι
Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία» (Κάλβος)
«Έλα Κυρά που τα χρυσά κλωσάς αυγά του Κεραυνού/ Πότε μια μέρα θαλασσιά
θα βγάλεις το τσεμπέρι /Και θα πιάσεις πάλι τ’ άρματα;» (Ρίτσος)
«Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν/ κι ας μας λεν αεροβάτες/ φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδάμε!» (Ελύτης)
«Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.» (Αναγνωστάκης)
«Eγώ, κληρονόμος πουλιών, πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά να πετάω» (Σαχτούρης)
Προφήτευσε μου για την Αναγέννηση και τη Ζωή που δεν τελειώνει:
«Μην κοιμηθείς απόψε, σύντροφε/ Αύριο οι σημαίες μας θ’ ανεμίζουν
Αν δεν κοιμηθείς» (Λειβαδίτης)
«Και μην έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί να κατρακυλήσεις πια στου κακού τη σκάλα
Θα αισθανθείς να σου φυτρώνουν, ώ χαρά! Τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!» (Παλαμάς)
«Όχι, συγχώρα με, αν εσύ δε ζεις, αν εσύ, αγάπη μου, έχεις πεθάνει/ […]
θα βρέχει στην ψυχή μου νύχτα μέρα/ Τα πόδια μου θα θέλουν να βαδίσουν όπου κοιμάσαι,/ Αλλά θα συνεχίσω να ζω/ γιατί πάνω απ’όλα ήθελες να μη με δαμάζει τίποτα/
και γιατί, αγάπη μου, δεν είμαι ένας μόνο άνθρωπος/ αλλά όλη η ανθρωπότητα (Neruda)
Ψιθύρισε μου τέλος για τον πόνο, τον αποχωρισμό, το ταξίδι, το Θάνατο…
«Ένα μεγάλο πέλαγο, δυο μάτια/ ευκίνητα και ακίνητα σαν τον αγέρα
Και τα πανιά μου όσο αντέξουν/ κι ο θεός μου» (Σεφέρης)
Όσο για μένα, έμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων,
αλλά ποιος σήμερα ν αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς.
[…] Αλλά μια μέρα δεν άντεξα… Εμένα με γνωρίζετε, τους λέω. Όχι, μου λένε.[…]
Κι ύστερα στο νοσοκομείο που με πήγαν βιαστικά… Τι έχετε, μου λένε/ Εγώ; Εγώ τίποτα, τους λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μας μεταχειρίστηκαν/ μ αυτόν τον τρόπο.
Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι./Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους./ Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα, αλλά εκείνη αρνείται.[…]
Μόνο καμιά φορά μ ένα μυστικό που το χα μάθει από παιδί,/
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο, αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.
Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τα όνειρα στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους…»
«Καληνύχτα, λυπημένε αδερφέ μου/ αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα
σε συλλογίζομαι/ καθώς θ’ ακουμπήσεις τ’ όπλα σου στη γωνιά θα ξαναγίνεις
ένα σπουργίτι. Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις χτύπα με αλλού/
μη σημαδέψεις την καρδιά μου. Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο./
Δεν θα ‘θελα να το λαβώσεις.» (Λειβαδίτης)
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί/ αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές-/ την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου/ που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις. […] Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,/ πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,/ κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι/ με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,/
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,/ τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,/
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις (Καβάφης)
Έχετε γειά, εσείς και η νεότητα που πέρασα μαζί σας. /
Χθες ήταν μόλις που ανταμώσαμε σ’ ένα όνειρο. /Εσείς μου τραγουδήσατε στη μοναξιά μου,
κι εγώ από τη νοσταλγία σας έχτισα έναν πύργο στον ουρανό.
Αλλά τώρα ο ύπνος μας πέταξε και τ’ όνειρο μας τέλειωσε, δεν είναι πια αυγή.
Το μεσημέρι έφτασε και η μέρα και πρέπει να χωριστούμε.
/Αν μες στο μισοσκόταδο της μνήμης ανταμώσουμε και πάλι, θα ξαναμιλήσουμε μαζί
κι εσείς θα μου τραγουδήσετε κάποιο βαθύτερο τραγούδι.
Και αν τα χέρια μας ανταμώσουν σε κάποιο άλλο όνειρο,
θα χτίσουμε κι άλλον πύργο στον ουρανό. (Gibran)
Ποιητή, Αντίο κι ευχαριστώ.
Κι εσύ δάσκαλε τελευταίε, θύμισέ μου τα λόγια πάνω στον τοίχο της ψυχής μου: «Θέλω να είμαι εντελώς χρησιμοποιημένος όταν πεθάνω»
Κι εσύ δάσκαλέ μου παλιέ, που πάντα θα θυμάμαι με ευγνωμοσύνης δάκρυα:
«Namarie… Έχε γειά! νυχτώνει, που πας; Έχε γειά, ξημερώνει, μη σταματάς…»