H Xαμένη Ατλαντίδα και ο Μύθος του κατακλυσμού στον Πλάτωνα

Υπήρξε η Ατλαντίδα;

Πλήθος βι­βλί­ων  έ­χουν γρα­φτεί γι’ αυ­τό το θέ­μα. Σύμ­φω­να με τις  δι­δα­σκα­λί­ες του πα­γκό­σμιου ε­σω­τε­ρι­σμού τις οποίες εκθέτει θαυμάσια η Έλενα Πέτροβνα Μπλαβάτσκυ στο μνημειώδες  έργο της Μυστική Δοξασία» η Α­τλα­ντί­δα υ­πήρ­ξε. Δύ­ο διά­λο­γοι του Πλά­τω­να α­να­φέ­ρο­νται στην Ατλαντίδα και στον κα­τα­κλυ­σμό που την εξα­φά­νι­σε: ο Τίμαιος και ο Κριτίας. Θα προ­σπα­θή­σου­με να α­να­φέ­ρου­με πε­ρι­λη­πτι­κά τα πλα­τω­νι­κά στοι­χεί­α, συ­σχε­τί­ζο­ντάς τα με τις πα­γκό­σμιες ε­σω­τε­ρι­κές πα­ρα­δό­σεις. Πρέ­πει ο­ρι­στι­κά να πά­ψουν να εί­ναι αί­νιγ­μα και πα­ρα­μύ­θι, κα­θώς α­ντι­προ­σω­πεύ­ουν μια πραγ­μα­τι­κή σε­λί­δα της αν­θρώ­πι­νης Ι­στο­ρί­ας. Όλα τα πα­ρα­πά­νω το­νί­ζει η Ε.Π. Μπλαβάτσκυ στη «Μυ­στι­κή Δο­ξα­σί­α», χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντας ε­ξαι­ρε­τι­κή την πα­ρου­σί­α­ση του θέ­μα­τος α­πό τον Πλά­τω­να, με έ­ναν τρό­πο ε­πα­να­στα­τι­κό για την ε­πο­χή του.

Πρω­το­πό­ρος ο Πλά­τω­νας, πε­ρι­γρά­φει στον Κριτία τον πο­λι­τι­σμό της Α­τλα­ντί­δας και την πρω­τεύ­ου­σά της, την Πο­σει­δω­νί­α. Γρά­φει ό­τι ή­ταν με­γα­λύ­τε­ρη α­πό τη Λι­βύ­η (Α­φρι­κή) και την Α­σί­α μα­ζί. Βρι­σκό­ταν κά­τω α­πό την προ­στα­σί­α του Πο­σει­δώ­να. Η βα­σι­λι­κή γε­νιά της Α­τλα­ντί­δας εμ­φα­νι­ζό­ταν να κα­τά­γε­ται α­πό τον Πο­σει­δώ­να.

 Η πε­ρί­φη­μη πρω­τεύ­ου­σα δια­μορ­φώ­θη­κε α­πό αυ­τόν με πε­ρι­με­τρι­κές ζώ­νες ξη­ράς και θά­λασ­σας αλ­λε­πάλ­λη­λα*46. Μια πα­ρό­μοια δο­μή φαί­νε­ται να εί­χε και η αρ­χαί­α πρω­τεύ­ου­σα των Αζ­τέ­κα, Τε­νο­τσι­τλάν. Ση­μειω­τέ­ον ό­τι στους λα­ούς αυ­τούς υ­πήρ­χε η πα­ρά­δο­ση ό­τι προ­έρ­χο­νταν α­πό μια νή­σο που ο­νο­μα­ζό­ταν Αζ­τλάν και βρι­σκό­ταν στο ση­με­ρι­νό Α­τλα­ντι­κό Ω­κε­α­νό. Ο πο­λι­τι­σμός που α­να­πτύ­χθη­κε την ε­πο­χή της Α­τλα­ντίδας α­πό τε­χνο­λο­γι­κή ά­πο­ψη ή­ταν  αρ­κε­τά υ­ψη­λός. Στην αρ­χι­τε­κτο­νι­κή, τη με­ταλ­λουρ­γί­α, τη βιο­γε­νε­τι­κή, την ψυ­χο­λο­γί­α εί­χαν με­γά­λες γνώ­σεις και ε­πι­τεύγ­μα­τα*47. Ο Πλά­τω­νας α­να­φέ­ρει ό­τι εί­χαν ο­ρυ­χεί­α, έ­λιω­ναν τα μέ­ταλ­λα και ό­τι υ­πήρ­χε σε α­φθο­νί­α έ­να μέ­ταλ­λο, το ο­ποί­ο α­γνο­ού­με σή­με­ρα, τον ο­ρεί­χαλ­κο*48, τον ο­ποί­ο μό­νο ο χρυ­σός ξε­περ­νού­σε σε α­ξί­α. Εί­χαν τε­ρά­στιες γνώ­σεις Α­στρο­νο­μί­ας*49 και Αλ­χη­μεί­ας. Ή­ταν α­νε­πτυγ­μέ­νη η γε­ωρ­γί­α και η κτη­νο­τρο­φί­α. Εί­χαν α­ξιό­λο­γο σύ­στη­μα πο­λε­ο­δο­μί­ας, ύ­δρευ­σης και α­πο­χέ­τευ­σης.

Ο Πλά­τω­νας πε­ρι­γρά­φει τα κα­τα­πλη­κτι­κά αρ­χι­τε­κτο­νι­κά έρ­γα που εί­χαν πραγ­μα­το­ποι­ή­σει δια­δο­χι­κά στην πρω­τεύ­ου­σά τους. Το­νί­ζει μά­λι­στα ό­τι τα τεί­χη τα εί­χαν κα­λύ­ψει με χαλ­κό, κασ­σί­τε­ρο και ο­ρεί­χαλ­κο. Στο να­ό του Πο­σει­δώ­να, που βρι­σκό­ταν στην πρω­τεύ­ου­σα, εί­χαν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ό­λα τα πο­λύ­τι­μα μέ­ταλ­λα, για να κα­λύ­ψουν τα διά­φο­ρα μέ­ρη. Υ­πήρ­χαν ναύ­σταθ­μοι και ιπ­πό­δρο­μος, ε­νώ χι­λιά­δες κό­σμος η­μέ­ρα και νύ­κτα δη­μιουρ­γού­σε με τους θο­ρύ­βους την ει­κό­να που συ­να­ντά­με σε μια σύγ­χρο­νη πό­λη.

Φανταστική απεικόνιση

Οι βα­σι­λιά­δες δί­κα­ζαν και τε­λού­σαν τις ταυ­ρο­θυ­σί­ες. Ο ταύ­ρος -ιε­ρό ζώ­ο του Πο­σει­δώ­να- που προ­ο­ρι­ζό­ταν για θυ­σί­α, συλ­λαμ­βα­νό­ταν με δί­χτυα και βρό­χους. Κα­τά πε­ρί­ερ­γο τρό­πο, το αρ­χαί­ο ελ­λη­νι­κό κύ­πε­λλο του Βα­φειού πε­ρι­γρά­φει μια τέ­τοια σύλ­λη­ψη ταύ­ρου. Α­κό­μη, ως γνω­στό, στην Αρ­χαί­α Κρή­τη ε­κτε­λού­σαν τα α­γω­νί­σμα­τα με τους ταύ­ρους και στην Ι­σπα­νί­α – αλ­λά και σε άλ­λα μέ­ρη- έ­χει πα­ρα­μεί­νει το α­γώ­νι­σμα της ταυ­ρο­μα­χί­ας. Πο­λύ πι­θα­νό ό­λα αυ­τά να έ­χουν σχέ­ση με κα­τά­λοι­πα α­πό αυ­τήν την κα­τε­στραμ­μέ­νη ή­πει­ρο, μια και υ­πήρ­χαν πολ­λές α­ποι­κί­ες, πέ­ρα α­πό την Α­τλα­ντί­δα, που δεν κα­τα­στρά­φη­καν. Εί­χαν ε­πί­σης ορ­γα­νω­μέ­νο στρα­τιω­τι­κό σύ­στη­μα και κά­ποια στιγ­μή -σύμ­φω­να πά­ντα με ό­σα γρά­φει ο Πλά­τω­νας- έ­κα­ναν μια με­γά­λη εκ­στρα­τεί­α κα­τά των χω­ρών της Με­σο­γεί­ου.

Ό­μως, σι­γά-σι­γά αυ­τός ο πο­λι­τι­σμός έ­φθα­σε σε εκ­φυ­λι­σμό. Άφη­σαν την ά­σκη­ση της α­ρε­τής και έ­δω­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρη ση­μα­σί­α στον πλού­το, το­νί­ζει ο Πλά­τω­νας. Ε­πι­κρά­τη­σε το αν­θρώ­πι­νο στοι­χεί­ο του θεί­ου. Έ­τσι ο Δί­ας α­πο­φά­σι­σε την κα­τα­στρο­φή τους. Και ερ­χό­μα­στε στο θέ­μα του κα­τα­κλυ­σμού, τον ο­ποί­ο α­να­φέ­ρει ο φι­λό­σο­φος στον Τίμαιο και ο ο­ποί­ος κα­τα­βύ­θι­σε το Α­τλα­ντι­κό νη­σί.

Τις γνώ­σεις για το θέ­μα της άλ­λο­τε θαυ­μα­στής η­πεί­ρου τις α­πο­δί­δει στον Σό­λω­να, ο ο­ποί­ος με τη σει­ρά του τις εί­χε πά­ρει α­πό τους Αι­γύ­πτιους Ιε­ρείς*50. Εί­ναι εύ­κο­λο να κα­τα­λά­βου­με ό­τι ο με­γά­λος φι­λό­σο­φος τα εί­χε μά­θει αυ­τά στην Αί­γυ­πτο, αλ­λά κα­λύ­πτε­ται με ε­πι­μέ­λεια χρη­σι­μο­ποιώ­ντας άλ­λα ο­νό­μα­τα. Έ­χει μεί­νει πε­ρί­φη­μη η φρά­ση των Αι­γυ­πτί­ων Ιε­ρέ­ων στο Σό­λω­να: «Σό­λων, Σό­λων, ε­σείς οι Έλ­λη­νες εί­σθε αιω­νί­ως παι­διά… ό­λα ό­σα εί­πες προ­η­γου­μέ­νως… ε­λά­χι­στα δια­φέ­ρουν α­πό παι­δι­κά πα­ρα­μύ­θια, διό­τι ε­σείς εν­θυ­μεί­στε μό­νο έ­ναν κα­τα­κλυ­σμό της γης μο­λο­νό­τι προ­η­γου­μέ­νως έ­χουν γί­νει πολ­λοί». Οι Ιε­ρείς εί­παν στο Σό­λω­να ό­τι εί­χαν αρ­χεί­α για γε­γο­νό­τα που έ­γι­ναν χι­λιά­δες χρό­νια πριν. Του α­φη­γού­νται αυ­τά που έ­γι­ναν, ε­πι­κα­λού­με­νοι ό­σα ή­ταν αρ­χειο­θε­τη­μέ­να στα Ιε­ρά Βι­βλί­α.

Αυ­τό μας θυ­μί­ζει τις «Στά­ντζες των Ντζιάν», που με πα­ρό­μοιο τρό­πο, στον πε­ρα­σμέ­νο αιώ­να, η Ε.Π. Μπλαβάτσκυ με­λέ­τη­σε στο Θι­βέτ και σχο­λιά­ζει στο έρ­γο της «Μυ­στι­κή Δο­ξα­σί­α». Οι στί­χοι του θι­βε­τα­νι­κού κει­μέ­νου ή­ταν πε­ρι­λη­πτι­κοί και συμ­βο­λι­κοί. Με­τά τους α­νέ­λυ­σε. Το ί­διο και ο Σό­λω­νας, λέ­ει ό­τι οι Αι­γύ­πτιοι εί­χαν με­τα­φρά­σει α­πό τη γλώσ­σα των Α­τλά­ντων τα ο­νό­μα­τα στη γλώσ­σα τους και ο Σό­λω­νας τα με­τέ­φρα­σε κα­τό­πιν στα Ελ­λη­νι­κά. Πα­ρε­πι­πτό­ντως να α­να­φέ­ρου­με ό­τι η Ε.Π. Μπλαβάτσκυ ση­μειώ­νει ό­τι ό­σον α­φο­ρά στην πραγ­μα­τι­κή ο­νο­μα­σί­α, ο Πλά­τω­νας βρί­σκε­ται πιο κο­ντά α­πό ο­ποιον­δή­πο­τε άλ­λο συγ­γρα­φέ­α, α­φού η ο­νο­μα­σί­α του εί­ναι μια με­τά­φρα­ση του α­λη­θι­νού ο­νό­μα­τος του νη­σιού -κομ­μα­τιού της η­πεί­ρου το ο­ποί­ο βρι­σκό­ταν πά­νω α­πό τα νε­ρά- πριν 11.500 χρό­νια πε­ρί­που*51.

Συ­νε­χί­ζο­ντας την α­φή­γη­σή τους στον Σό­λω­να, οι ιε­ρείς του εί­παν ό­τι οι δυ­νά­μεις των Α­τλά­ντων ή­ταν τε­ρά­στιες. Ε­κτός α­πό την κυ­ρί­ως Α­τλα­ντί­δα ε­ξου­σί­α­ζαν και την Α­φρι­κή, μέ­χρι την Αί­γυ­πτο και την Ευ­ρώ­πη, μέ­χρι την Τυρ­ρη­νί­α. Και συ­γκε­ντρώ­νο­ντας ό­λη αυ­τή τη δύ­να­μη, οι Άτλα­ντες ε­πι­τέ­θη­καν κα­τά των άλ­λων χω­ρών της Ευ­ρώ­πης και της Α­σί­ας, που συ­νό­ρευαν με αυ­τούς. Τό­τε, η Α­θή­να της ε­πο­χής ε­κεί­νης, πρω­το­στά­τη­σε στον πό­λε­μο και στην εκ­δί­ω­ξη των ει­σβο­λέ­ων πέ­ρα α­πό τις Η­ρά­κλειες Στή­λες, δηλαδή πέ­ρα α­πό το ση­με­ρι­νό Γι­βραλ­τάρ.

Τε­λειώ­νο­ντας την α­φή­γη­ση -που πε­ριέ­χε­ται στον Τίμαιο– οι ιε­ρείς α­να­φέ­ρο­νται στον κα­τα­κλυ­σμό: “Υ­στέ­ρω δε χρό­νω σει­σμών ε­ξαι­σί­ων και κα­τα­κλυ­σμών γε­νο­μέ­νων, μιας η­μέ­ρας και νυ­κτός χα­λε­πής ε­πελ­θού­σης, τό τε παρ’ υ­μίν μά­χι­μον παν α­θρό­ον έ­δυ κα­τά γης, η τε Α­τλα­ντίς νή­σος ω­σαύ­τως κα­τά της θα­λάσ­σης η­φα­νί­σθη, διο και νυν ά­πο­ρον και α­διε­ρεύ­νη­τον γέ­γο­νε το ε­κεί πέ­λα­γος, πη­λού κάρ­τα βρα­χέ­ος ε­μπο­δών ό­ντος, ον η νή­σος ι­ζο­μέ­νη πα­ρέ­σχε­το.” Δηλ.: «Με­τά την πα­ρέ­λευ­ση αρ­κε­τού χρό­νου ό­μως έ­γι­ναν φο­βε­ροί σει­σμοί και κα­τα­κλυ­σμοί και ε­ντός ε­νός τρο­με­ρού η­με­ρο­νυ­κτί­ου ο­λό­κλη­ρος ο στρα­τός σας ε­τά­φη στη γη και ε­ξα­φα­νί­στη­κε ε­πί­σης βυ­θι­σθεί­σα στη θά­λασ­σα η νή­σος Α­τλα­ντίς, γι’ αυ­τό και ά­πο­ρο και α­διε­ρεύ­νη­το έ­γι­νε το πέ­λα­γος ε­κεί... *52»

Ε­πί­σης, οι ιε­ρείς πε­ριέ­γρα­ψαν την ορ­γά­νω­ση και το φυ­σι­κό, γε­ω­γρα­φι­κό πλαί­σιο, στο ο­ποί­ο βρι­σκό­ταν η Α­θή­να της ε­πο­χής ε­κεί­νης. Η α­να­φο­ρά του φι­λό­σο­φου για την Α­τλα­ντί­δα και τον κα­τα­κλυ­σμό στα­μα­τά α­πό­το­μα -ως γνω­στό ο διά­λο­γος Κριτίας εί­ναι η­μι­τε­λής- ό­μως έ­δω­σε την α­φορ­μή για α­μέ­τρη­τα σχό­λια. Σε ό­λες τις ε­πο­χές, με α­φε­τη­ρί­α τα γρα­πτά του Πλά­τω­να, οι διά­φο­ροι ε­ρευ­νη­τές υ­πο­στή­ρι­ζαν την ύ­παρ­ξη της Α­τλα­ντί­δας.

Ας προ­σπα­θή­σου­με τώ­ρα, με βά­ση τον Ε­σω­τε­ρι­σμό, να σχο­λιά­σου­με τα γρα­πτά του Πλά­τω­να. Κατ’ αρ­χάς α­να­φέ­ρει την ύ­παρ­ξη της η­πεί­ρου. Ό­πως έ­χου­με ή­δη αναφέρει, διαδοχικά η κάθε ανθρωπότητα αναπτύσσεται σε μία κύ­ρια ή­πει­ρο*53. Η ή­πει­ρος της τέ­ταρ­της ανθρωπότητας ή­ταν η προ­α­να­φε­ρό­με­νη, με κέ­ντρο τον ση­με­ρι­νό Α­τλα­ντι­κό Ω­κε­α­νό. Η Ε.Π. Μπλαβάτσκυ, στη «Μυ­στι­κή Δο­ξα­σί­α» γρά­φει: «Α­τλα­ντίς εί­ναι το ό­νο­μα που δί­νου­με στην τέ­ταρ­τη ή­πει­ρο. Θα ή­ταν η πρώ­τη ι­στο­ρι­κή γη, αν δί­να­με πε­ρισ­σό­τε­ρη προ­σο­χή στις πα­ρα­δό­σεις των αρ­χαί­ων, α­πό ό­σο κά­νου­με μέ­χρι σή­με­ρα. Το πε­ρί­φη­μο νη­σί του Πλά­τω­να, που εί­ναι γνω­στό με το ό­νο­μα αυ­τό, α­πο­τε­λού­σε μό­νο έ­να κομ­μά­τι της με­γά­λης αυ­τής η­πεί­ρου».*54 Ε­πί­σης: «Ο Πλά­τω­νας, ό­ταν ε­πα­να­λαμ­βά­νει τη δι­ή­γη­ση, ό­πως τη δι­η­γή­θη­καν στον Σό­λω­να οι ιε­ρείς της Αι­γύ­πτου, μπερ­δεύ­ει σκό­πι­μα -ό­πως θα έ­κα­νε κά­θε μυ­η­μέ­νος- τις δύ­ο η­πεί­ρους και α­πο­δί­δει στο μι­κρό νη­σί που κα­τα­βυ­θί­στη­κε τε­λευ­ταί­ο ό­λα τα συμ­βά­ντα που συν­δέ­ο­νται με τις δύ­ο τε­ρά­στιες προ­ϊ­στο­ρι­κές και εκ πα­ρα­δό­σε­ως γνω­στές η­πεί­ρους.» (Δηλαδή Λε­μου­ρί­α και Α­τλα­ντί­δα, ή­πει­ροι της τρί­της  και τέ­ταρ­της ανθρωπότητας α­ντί­στοι­χα). Και συ­νε­χί­ζει η Ε.Π. Μπλαβάτσκυ: «Πε­ρι­γρά­φει το πρώ­το ζευ­γά­ρι, που κα­τοί­κη­σε σ’ ο­λό­κλη­ρο το νη­σί, λέ­γο­ντας ό­τι σχη­μα­τί­στη­κε α­πό γη.*55 Μι­λώ­ντας έ­τσι δεν έ­χει την πρό­θε­ση να υ­παι­νι­χθεί ού­τε τον Α­δάμ και την Εύ­α, ού­τε και τους δι­κούς του προ­γό­νους, τους Έλ­λη­νες. Α­πλώς, η γλώσ­σα του εί­ναι αλ­λη­γο­ρι­κή  και μι­λώ­ντας για “γη” υ­παι­νίσ­σε­ται την Ύ­λη, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι Α­τλά­ντιοι α­πο­τέ­λε­σαν, πραγ­μα­τι­κά, την πρώ­τη κα­θα­ρά αν­θρώ­πι­νη και γή­ι­νη ανθρωπότητα, α­φού ε­κεί­νοι που εί­χαν προ­η­γη­θεί απ’ αυ­τούς, ή­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο θεί­οι και πε­ρισ­σό­τε­ρο αι­θε­ρι­κοί πα­ρά αν­θρώ­πι­νοι και στε­ρε­οί.»

Το νη­σί λοι­πόν που α­να­φέ­ρει ο Πλά­τω­νας ή­ταν το τε­λευ­ταί­ο κα­τά­λοι­πο της Η­πεί­ρου. Η κυ­ρί­ως ή­πει­ρος εί­χε κα­τα­πο­ντι­στεί χι­λιά­δες χρό­νια πριν. Άλ­λω­στε και η χρο­νο­λο­γί­α την ο­ποί­α χρη­σι­μο­ποιεί ο Πλά­τω­νας εί­ναι μια πα­ραλ­λα­γή της χρο­νο­λο­γί­ας κα­τά την ο­ποί­α βυ­θί­στη­κε έ­να με­γά­λο μέ­ρος της η­πεί­ρου. Και αυ­τή η χρο­νο­λο­γί­α εί­ναι πολ­λα­πλά­σιο αυ­τής που μας δί­δε­ται α­πό τον Πλά­τω­να, δηλ. 850.000 χρό­νια πε­ρί­που.

Η ε­σω­τε­ρι­κή πα­ρά­δο­ση α­να­φέ­ρει ό­τι οι Άτλα­ντες ε­πι­χεί­ρη­σαν να αλ­λά­ξουν την κλί­ση του ά­ξο­να της γης*59 και με τις τε­ρά­στιες δυ­νά­μεις που διέ­θε­ταν -ε­φά­μιλ­λες των ση­με­ρι­νών πυ­ρη­νι­κών- το κα­τόρ­θω­σαν. Ό­μως σ’ αυ­τό δεν υ­πο­λό­γι­σαν τις φο­βε­ρές αρ­νη­τι­κές ε­πι­πτώ­σεις που θα εί­χε αυ­τό για τις υ­πό­λοι­πες πε­ριο­χές του πλα­νή­τη, ε­κτός α­πό τη δι­κή τους, ό­που θα πε­τύ­χαι­ναν με το εγ­χεί­ρη­μά τους αυ­τό έ­να εί­δος αιώ­νιας ά­νοι­ξης. «Αλ­λά ο θε­ός των θε­ών ο Ζευς, που βα­σι­λεύ­ει τη­ρών τους νό­μους, ε­πει­δή εί­χε τη δύ­να­μη να βλέ­πει κα­λά αυ­τά που έ­κα­μαν ε­κεί­νοι, κα­τε­νό­η­σε ό­τι έ­νας κα­λός λα­ός εί­χε πά­ρει πο­λύ κα­κές κα­τευ­θύν­σεις και θέ­λη­σε να τους τι­μω­ρή­σει, για να σω­φρο­νι­στούν και να γί­νουν  τα­κτι­κότε­ροι. Συ­νε­κά­λε­σε λοι­πόν ό­λους τους θε­ούς εις τα πο­λύ σε­βα­στά α­νά­κτο­ρά τους, που βλέ­πουν κα­θα­ρά ό­λα ό­σα γί­νο­νται ε­πει­δή βρί­σκο­νται εις το κέ­ντρο ο­λο­κλή­ρου της οι­κου­μέ­νης και α­φού συ­γκε­ντρώ­θη­καν ό­λοι τους εί­πε…»*60. Ε­δώ κό­βε­ται η α­φή­γη­ση στον Κριτία του Πλά­τω­να. Ό­μως, ό­πως α­να­φέ­ρου­με προ­η­γου­μέ­νως, βρί­σκου­με τη συ­νέ­χεια στον Τίμαιο: «Ε­ντός ε­νός τρο­με­ρού η­με­ρο­νυ­κτί­ου ο­λό­κλη­ρος ο στρα­τός σας ε­τά­φη εις τη γην, και ε­ξη­φα­νί­σθη ε­πί­σης βυ­θι­σθεί­σα εις τη θά­λασ­σαν η νή­σος Α­τλα­ντίς.»*61 Φαί­νε­ται ό­τι οι θε­οί α­πο­φά­σι­σαν στη «συ­νέ­λευ­σή» τους την κα­τα­στρο­φή της «α­μαρ­τω­λής» η­πεί­ρου. Ε­δώ ας θυ­μη­θού­με τα Σό­δο­μα και Γό­μο­ρα της Βί­βλου.

Δια­βά­ζου­με στις «Θε­με­λιώ­σεις του Ε­σω­τε­ρι­σμού»: «Αυ­τή τη φο­ρά ο κα­τα­κλυ­σμός δεν έ­γι­νε α­πό φυ­σι­κούς, γε­ω­λο­γι­κούς μη­χα­νι­σμούς, αλ­λά προ­κλή­θη­κε κα­θα­ρά α­πό το αν­θρώ­πι­νο χέ­ρι. Ο Ω­δουάρ­πα*62 ή­θε­λε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει το Μάρ­μας*63 για να αλ­λά­ξει την κλί­ση του ά­ξο­να της γης, ώ­στε η Α­τλα­ντί­δα να έ­χει συ­νε­χή ά­νοι­ξη και να με­τα­βάλ­λει σε γό­νι­μη γη τις τε­ρά­στιες έ­ρη­μες ε­κτά­σεις του βο­ρεί­ου τμή­μα­τος της η­πεί­ρου, προ­κα­λώ­ντας το λιώσιμο των πά­γων. Δεν πέ­τυ­χε ό­μως, για­τί τον ε­μπό­δι­σαν οι Λευ­κοί Μύ­στες, που εί­χαν ε­πι­κα­λε­σθεί τον Σιω­πη­λό Πα­ρα­τη­ρη­τή και το Πνεύ­μα της Γης, για ν’ α­πο­φευ­χθεί το κα­κό. Έ­τσι ό­πως λέ­νε οι αρ­χαί­ες πα­ρα­δό­σεις, στη διάρ­κεια μιας μέ­ρας και μιας νύ­κτας, ο ά­ξο­νας της γης κι­νή­θη­κε δύ­ο φο­ρές, δηλ. έ­γει­ρε και ξα­να­πή­γε στη θέ­ση του α­πό­το­μα, πα­γώ­νο­ντας α­κα­ριαί­α, για πα­ρά­δειγ­μα, ε­κα­το­ντά­δες μα­μούθ, που έ­βο­σκαν α­νυ­πο­ψί­α­στα στην τό­τε ζε­στή πε­ριο­χή, που σή­με­ρα εί­ναι η Σι­βη­ρί­α.»*64

Έ­τσι, έ­χου­με την κα­τα­βύ­θι­ση της με­γά­λης η­πεί­ρου 850.000 χρό­νια πριν, λό­γω ε­νός τε­ρά­στιου κα­τα­κλυ­σμού και την πρό­σκαι­ρη α­να­τα­ρα­χή που προ­κά­λε­σε ο ί­διος ο άν­θρω­πος την ε­πο­χή ε­κεί­νη -α­φού προ­τί­μη­σε τον πλού­το α­πό την α­ρε­τή- κα­τά τον Πλά­τω­να. Ο κα­τα­κλυ­σμός ό­μως αυ­τός εί­χε  κα­τα­στρε­πτι­κά α­πο­τε­λέ­σμα­τα και για τον Πλα­νή­τη. Θε­ω­ρεί­ται ό­τι έ­γι­νε σε μί­α η­μέ­ρα και μί­α νύ­κτα, κά­τι που το το­νί­ζει ο Πλά­τω­νας. Ο Σιω­πη­λός Πα­ρα­τη­ρη­τής και το Πνεύ­μα της Γης*65 δεν εί­ναι άλ­λοι α­πό τον Δί­α και τους άλ­λους θε­ούς, που εί­ναι αν­θρώ­πι­νες προ­σεγ­γί­σεις των Ου­ρα­νί­ων Πνευ­μά­των, τα ο­ποί­α ε­πο­πτεύ­ουν την ε­ξέ­λι­ξη του Πλα­νή­τη. Με αυ­τό το σκε­πτι­κό πα­ρου­σιά­ζει την Α­θη­νά και τον Ή­φαι­στο να φρο­ντί­ζουν για την «προ­κα­τα­κλυ­σμιαί­α» ε­κεί­νη Α­θή­να, η ο­ποί­α εί­χε νι­κή­σει τους Ά­τλα­ντες ει­σβο­λείς.

Ό­σον α­φο­ρά τώ­ρα στην πε­ρί­φη­μη σύ­γκρου­ση Α­τλά­ντων και Α­θη­ναί­ων, την ο­ποί­α α­να­φέ­ρει ο Πλά­τω­νας, δεν εί­ναι πα­ρά μί­α πα­ραλ­λα­γή ε­νός άλ­λου γε­γο­νό­τος, που συ­νέ­βαι­νε την ε­πο­χή ε­κεί­νη. Σε κά­ποια δηλαδή χρο­νι­κή στιγ­μή, οι κά­τοι­κοι της Α­τλα­ντί­δας εί­χαν χω­ρι­στεί σε δύ­ο στρα­τό­πε­δα: του Βορ­ρά και του Νό­του*66, των Λευ­κών και των Σκο­τει­νών κυ­ρί­ων, α­ντί­στοι­χα. Οι Βα­σι­λείς του Βορ­ρά –με το α­πα­στρά­πτον πρό­σω­πο– ή­ταν Λευ­κοί Μύ­στες, δηλ. χρη­σι­μο­ποιού­σαν τις δυ­νά­μεις και τις γνώ­σεις που α­πο­κτού­σαν μέ­σω των μυ­στη­ρί­ων για το κα­λό του λα­ού τους. Α­ντί­θε­τα, οι Σκο­τει­νοί κύ­ριοι του Νό­του ε­ξυ­πη­ρε­τού­σαν ε­γω­ι­στι­κούς σκο­πούς.

Οι δια­μά­χες τους κρά­τη­σαν αιώ­νες και διά­φο­ρους α­πό­η­χούς τους βρί­σκου­με στα μυ­θι­κά έ­πη των αρ­χαί­ων λα­ών, ό­που πά­ντα «δύ­ο στρα­τό­πε­δα» βρί­σκο­νται α­ντι­μέ­τω­πα. Τα πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά έ­πη εί­ναι η Μα­χα­μπά­ρα­τα και η Ρα­μα­γιά­να των Ιν­διών. Ι­διαί­τε­ρα στη Ρα­μα­γιά­να ο ε­γω­ι­στι­κός, πο­νη­ρός βα­σι­λιάς της Λάν­κα, που α­πα­γά­γει τη Σί­τα, εί­ναι έ­νας α­πό­η­χος των σκο­τει­νών κυ­ρί­ων της Α­τλα­ντί­δας που συ­γκρού­ο­νταν με­τα­ξύ τους, αλ­λά και με τη νέ­α φυ­λή, την 5η, που εί­χε ξε­κι­νή­σει και την εκ­προ­σω­πεί ο η­λια­κός ή­ρω­ας Ρά­μα*67. Τα έ­πη του Ο­μή­ρου εί­ναι ε­πί­σης μια α­πή­χη­ση ε­κεί­νων των αρ­χέ­γο­νων συ­γκρού­σε­ων… ά­σχε­τα αν ί­σως κά­ποια με­τα­γε­νέ­στε­ρα πο­λε­μι­κά γε­γο­νό­τα χρη­σί­μευ­σαν σαν πυ­ρή­νας στον ο­ποί­ο στη­ρί­χθη­κε ο ποι­η­τής για να εν­σω­μα­τώ­σει πιο πα­λιές ι­στο­ρί­ες.

Στη μά­χη των «δύ­ο στρα­το­πέ­δων» η ο­ποί­α, ό­πως εί­πα­με, α­πη­χεί­ται στα με­γά­λα έ­πη και γι’ αυ­τό ε­πί­σης συ­να­ντού­με σ’ αυ­τά έ­να πλή­θος α­φη­γή­σεις για μα­γι­κές δυ­νά­μεις, μα­γι­κά ό­πλα, ό­πως τα ό­πλα του Α­χιλ­λέ­α που συν τοις άλ­λοις εί­ναι και ά­τρω­τος. Στη σχέ­ση των ε­πών με τη δια­μά­χη των Α­τλά­ντιων στρα­το­πέ­δων, μας ο­δη­γεί α­κό­μη και αυ­τό που ση­μειώ­νει πιο πριν ο Πλά­τω­νας, στην αρ­χή της δι­ή­γη­σης του Τίμαιου. Ό­τι δηλ. αν ο Σό­λω­νας, που α­σχο­λιό­ταν με την ποί­η­ση*74, με­τέ­τρε­πε αυ­τή την πα­ρά­δο­ση που ή­ξε­ρε -δηλ. της σύ­γκρου­σης των Α­τλά­ντων με τους προ­ϊ­στο­ρι­κούς Α­θη­ναί­ους- σε έ­πος, τό­τε θα γι­νό­ταν α­νώ­τε­ρος α­πό τον Η­σί­ο­δο και τον Όμη­ρο, που εί­χε γρά­ψει το έ­πος του Τρω­ι­κού Πο­λέ­μου.

Στον πό­λε­μο λοι­πόν των δύ­ο στρα­το­πέ­δων, ο Πλά­τω­νας το­πο­θε­τεί τους τό­τε Α­θη­ναί­ους -ευ­νο­ού­με­νους και ευ­νο­μού­με­νους α­πό τη θε­ά Α­θη­νά- ε­πι­κε­φα­λής του στρα­το­πέ­δου των λευ­κών μυ­στών, που δέ­χο­νται την ά­δι­κη ε­πί­θε­ση. Μά­λι­στα, σαν πιο ει­λι­κρι­νής, γρά­φει ό­τι η θά­λασ­σα κα­τά­πιε και το στρα­τό των Α­θη­ναί­ων, ε­νώ στην Έ­ξο­δο, ό­που πε­ρι­γρά­φε­ται η Βι­βλι­κή εκ­δο­χή του ί­διου θέ­μα­τος, η θά­λασ­σα που έ­χει α­νοί­ξει με «μα­γι­κό τρό­πο» κα­τα­πί­νει μό­νο τους Αι­γυ­πτί­ους διώ­κτες*75.

Έ­τσι λοι­πόν έ­φε­ρε στο φως ο μυ­η­μέ­νος φι­λό­σο­φος την ξε­χα­σμέ­νη ι­στο­ρί­α*76 της Α­τλα­ντί­δας, που, ό­πως ση­μειώ­νει στον Τίμαιο*77, α­πο­τε­λεί «μη πλα­σθέ­ντα μύ­θον, αλ­λ’ α­λη­θι­νόν λό­γον εί­ναι παμ­μέ­γα που». Δηλ. δεν εί­ναι πλα­σμέ­νος μύ­θος, αλ­λά α­λη­θι­νή και πο­λύ ση­μα­ντι­κή ι­στο­ρί­α. Μπο­ρού­με να πού­με ό­τι ο Πλά­τω­νας γί­νε­ται ε­πί­και­ρος για μια α­κό­μη φο­ρά*78, μια και σή­με­ρα ο άν­θρω­πος έ­χει στα χέ­ρια του πα­ρό­μοιες δυ­νά­μεις με αυ­τές της ε­πο­χής ε­κεί­νης και α­πό τον ί­διο ε­ξαρ­τά­ται το πώς θα τις χρη­σι­μο­ποι­ή­σει. Κα­τά πα­ρά­ξε­νο τρό­πο, η ση­με­ρι­νή αν­θρω­πό­τη­τα α­να­πτύσ­σει ξα­νά τις ε­πι­στή­μες της βιο­γε­νε­τι­κής, της πα­ρα­ψυ­χο­λο­γί­ας και χει­ρί­ζε­ται τις κο­σμι­κές ε­νέρ­γειες με έ­να σύγ­χρο­νο, μα­γι­κό τρό­πο, α­φού η τε­χνο­λο­γί­α μας  εί­ναι ο σύγ­χρο­νος τρό­πος Μα­γεί­ας.

Οι πνευ­μα­τι­κές δι­δα­σκα­λί­ες του με­γά­λου φι­λο­σό­φου εί­ναι το πραγ­μα­τι­κό α­ντί­δο­το γι’ αυ­τόν το νέ­ο κίν­δυ­νο που δια­τρέ­χει η αν­θρω­πό­τη­τα, να ξα­ναρ­χί­σει δη­λα­δή πά­λι α­πό την αρ­χή την πο­ρεί­α της, ό­πως ση­μειώ­νει στους Νόμους: “Πολ­λάς αν­θρώ­πων φθο­ράς γε­γο­νέ­ναι κα­τα­κλυ­σμοίς τε και νό­σοις και άλ­λοις πολ­λοίς, εν οίς βρα­χύ­τι των αν­θρώ­πων λεί­πε­σθαι γέ­νος.” Δηλ.: “Πολ­λές φο­ρές έ­χει κα­τα­στρα­φεί το αν­θρώ­πι­νο γέ­νος α­πό κα­τα­κλυ­σμούς, α­πό αρ­ρώ­στιες και α­πό άλ­λα πολ­λά, με­τά α­πό τα ο­ποί­α δεν α­πέ­μει­νε πα­ρά ε­λά­χι­στος α­ριθ­μός α­πό το γέ­νος των αν­θρώ­πων.”*79

Δεν εί­ναι κα­θό­λου α­πί­θα­νο, με­τά α­πό έ­ναν τρί­το πα­γκό­σμιο πό­λε­μο και μια πυ­ρη­νι­κή κα­τα­στρο­φή, η αν­θρω­πό­τη­τα να ε­πα­νέλ­θει σε μια πρω­τό­γο­νη φά­ση και έ­νας πο­λύ μι­κρός α­ριθ­μός αν­θρώ­πων να ξε­κι­νή­σει “α­πό την αρ­χή” τον πο­λι­τι­σμό. Ας ευχηθούμε αλλά και ας εργαζόμαστε για το αντίθετο.

Υποσημειώσεις 7ου κεφαλαίου

Το άρθρο είναι μέρος του 7ου κεφαλαίου από το βιβλίο του Σάββα Παττακού «Η Μυστική Διδασκαλία του Πλάτωνα Εκδ. Νέα Ακρόπολη για αυτό τον λόγο οι υποσημειώσεις-παραπομπές ακολουθούν την αρίθμηση του βιβλίου

*46. πολλές αναπαραστάσεις την πρωτεύουσας της Ατλαντίδας μπορεί να βρει ο αναγνώστης σε πολλά βιβλία και περιοδικά.

*47.- Βλ. Ου­ί­λιαμ Σκοτ-Έ­λιοτ, “Α­τλα­ντί­δα και Λε­μου­ρί­α” ,Εκ­δό­σεις Πύ­ρι­νος Κό­σμος

*48.- Με τον ση­με­ρι­νό ό­ρο “ο­ρεί­χαλ­κος” δεν εν­νο­ού­με το ί­διο μέ­ταλ­λο με αυ­τό που α­να­φέ­ρει ο Πλά­τω­νας ό­τι υ­πήρ­χε στην Α­τλα­ντί­δα.

*49.- Η Ε.Π. Μπλαβάτσκυ στη “Μυ­στι­κή Δο­ξα­σί­α” έ­χει έ­να ο­λό­κλη­ρο κε­φά­λαιο α­φιε­ρω­μέ­νο στους “προ­κα­τα­κλυ­σμιαί­ους” α­στρο­νό­μους Να­ρά­ντα και Α­σου­ρα­μά­για.

*50.- Βλ. Πλά­τω­νος “Τί­μαιος” 21, 22, 23

*51.- Βλ. Ε.Π. Μπλαβάτσκυ, “Μυ­στι­κή Δο­ξα­σί­α”, τό­μος Αν­θρω­πο­γέ­νε­ση, σελ.440

*52.- Βλ. Πλά­τω­νος “Τί­μαιος” 25D

*53.- Βλ. Ε.Π. Μπλαβάτσκυ, “Μυ­στι­κή Δο­ξα­σί­α”, εκ­δ. Πα­να­γό­που­λος, τό­μος Αν­θρω­πο­γέ­νε­ση στο κε­φά­λαιο: Προ­ει­σα­γω­γι­κές ση­μειώ­σεις για τις Αρ­χα­ϊ­κές στρο­φές και τις 4 προ­ϊ­στο­ρι­κές η­πεί­ρους σελ. 4-17

*54.- Βλ. πε­ριο­δι­κό “Νέα Α­κρόπολη” ,τεύ­χη 20, 33 και 41

*55.- “ Εις το μέ­σον της νή­σου (Α­τλα­ντί­δας) υ­πήρ­χε μια πε­διάς… πλη­σί­ον αυ­τής της πε­διά­δος… εις το μέ­σον της νή­σου υ­πήρ­χε έ­νας πο­λύ μι­κρός λό­φος. Εις τον λό­φον αυ­τόν διέ­με­νεν έ­νας α­πό τους πρώ­τους κα­τοί­κους που ε­γεν­νή­θη­σαν α­πό την γην, ο­νο­μα­ζό­με­νος Ευ­ή­νωρ, μα­ζί με τη γυ­ναί­κα του Λευ­κίπ­πην. Πλά­τω­να “Κρι­τί­ας”,113C.D.

*56.- Βλ.Γ.Α.Πλά­να, “Θε­με­λιώ­σεις του Ε­σω­τε­ρι­σμού”, τό­μος 2, σελ. 131

*57.- Βλ. Ο­μή­ρου “Ο­δύσ­σεια” Λ 317-318

*58.- Βλ. Ε.Π. Μπλαβάτσκυ, “Μυ­στι­κή Δο­ξα­σί­α”, τό­μος Αν­θρω­πο­γέ­νε­ση, σελ. 360

*59.- Βλ. Πε­ριο­δι­κό “Νέα Α­κρόπολη”, τεύ­χος 25 το άρ­θρο με τί­τλο: “ Με­τα­κι­νή­θη­κε πο­τέ ο ά­ξο­νας της γης;”

*60.- Βλ. Πλά­τω­νος “Κρι­τί­ας” 121 c.

*61.-  Βλ. Πλά­τω­νος “Τί­μαιος” 25 d.

*62.- Ω­δουάρ­πα: Μυ­θι­κός βα­σι­λιάς της Α­τλα­ντί­δας.

*63.- Μάρ­μας: Η μορ­φή ε­νέρ­γει­ας που χρη­σι­μο­ποιού­σαν οι Ά­τλα­ντες ι­σο­δυ­να­μεί με τη ση­με­ρι­νή πυ­ρη­νι­κή, αλ­λά ή­ταν πιο α­πλή στην πα­ρα­γω­γή και τη χρή­ση της. Απ’ ό,τι φαί­νε­ται χρη­σι­μο­ποιού­σαν τη δια­δι­κα­σί­α της σύ­ντη­ξης. Βλ. και πα­ρα­πο­μπή  67.

*64.- Βλ. Γ.Α.Πλά­να, “Θε­με­λιώ­σεις του Ε­σω­τε­ρι­σμού”, τό­μος 2, σελ. 153

*65.- Στο ί­διο σελ. 153

*66.- Βλ. Χ.Α. Λι­βρά­γκα, “Ε­πι­στρο­φή στην Α­τλα­ντί­δα” ό­που α­να­φέ­ρο­νται πολ­λά στοι­χεί­α για τη θαυ­μά­σια τε­χνο­λο­γί­α της Α­τλα­ντί­δας, τη σχέ­ση της με την Αί­γυ­πτο και κυ­ρί­ως τη μυ­η­τι­κή εκ­παί­δευ­ση που δι­νό­ταν στα κέ­ντρα των Μυ­στη­ρί­ων. Ε­πί­σης, βλ. “Μυ­στι­κή Δο­ξα­σί­α” , εκ­δ. Πα­να­γό­που­λος, τό­μος 3ος, σελ. 578 κ.εξ.

*67.- Βλ. Γ.Α.Πλά­να, “Ο Ζω­δια­κός Κύ­κλος στην Πα­γκό­σμια Μυ­θο­λο­γί­α”

*68.- Βλ. Γ.Α.Πλά­να, “Θε­με­λιώ­σεις του Ε­σω­τε­ρι­σμού”, σελ. 150, 151

*69.- Βλ. Πλά­τω­νος “Πο­λι­τεί­α”, βι­βλί­ο B 359 d-e 360 a.b.

*70.- Ε­δώ ας θυ­μη­θού­με τη χρή­ση του χαλ­κού στην Α­τλα­ντί­δα.

*71.- Βλ. Πλου­τάρ­χου “Θη­σεύς” 6. “Κα­τά την ε­πο­χήν ε­κεί­νην υ­πήρ­χον άν­θρω­ποι υ­περ­φυείς, ό­πως λέ­γουν και α­κού­ρα­στοι τό­σον εις τα έρ­γα των χει­ρών ό­σον και εις την τα­χύ­τη­τα των πο­διών και εις την ρώ­μην του σώ­μα­τος.”

*72.- Βλ. Τόλ­κιν “Ο Άρ­χο­ντας των Δα­κτυ­λι­διών”, εκ­δό­σεις Κέ­δρος. Σ’ αυ­τό το έρ­γο μια ο­λό­κλη­ρη μυ­θι­κή ι­στο­ρί­α ξε­τυ­λί­γε­ται για τη μά­χη α­νά­με­σα σε δύ­ο στρα­τό­πε­δα, που πο­λε­μούν για την κα­το­χή των μα­γι­κών δα­κτυ­λι­διών, που ε­κτός των άλ­λων ι­διο­τή­των τους, κά­νουν α­ό­ρα­το αυ­τόν που τα φο­ρά. Ε­πί­σης βλ. Πε­ριο­δι­κό “Νέα Ακρόπολη” τεύ­χος  26  το άρ­θρο με τί­τλο: “Ο άρ­χο­ντας των δα­κτυ­λι­διών”, του Γ,.Α.Πλά­να

*73.- Πρβλ. με τον Άμ­λετ του Σαίξ­πηρ.

*74.- Ως γνω­στόν ο Σό­λων εί­χε α­σχο­λη­θεί με την ποί­η­ση πριν γί­νει διά­ση­μος ως νο­μο­θέ­της. Βλ. Διο­γέ­νους Λα­ερ­τί­ου “Βί­οι φι­λο­σό­φων” και Πλου­τάρ­χου“Πα­ράλ­λη­λοι βί­οι-Σό­λων”.

*75.- Η α­φή­γη­ση της Ε­ξό­δου εί­ναι μια πα­ραλ­λα­γή της ί­διας ι­στο­ρί­ας με πρό­σθε­το το στοι­χεί­ο της φυ­γής α­πό την κα­τα­ρα­μέ­νη ή­πει­ρο προς μια άλ­λη πε­ριο­χή του πλα­νή­τη (τα ο­νό­μα­τα και οι πε­ριο­χές εί­ναι συμ­βα­τι­κά και α­πο­τε­λούν α­πλά μια προ­σαρ­μο­γή της πα­νάρ­χαιας πα­ρά­δο­σης στην ι­στο­ρί­α ε­νός συ­γκε­κρι­μέ­νου λα­ού, ό­πως κά­νει και ο Πλά­τω­νας με του­ς Α­θη­ναί­ους).

*76.- Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, ό­τι ο σύγ­χρο­νος κι­νη­μα­το­γρά­φος, που “χει­ρί­ζε­ται το μύ­θο” για το ση­με­ρι­νό άν­θρω­πο, στο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό έρ­γο “Κό­ναν ο Βάρ­βα­ρος” εμ­φα­νί­ζει τον πρω­τα­γω­νι­στή να πέ­φτει μέ­σα σ’ έ­ναν τά­φο, ό­που βρί­σκε­ται ο σκε­λε­τός ε­νός γί­γα­ντα, ο ο­ποί­ος στο χέ­ρι του κρα­τά έ­να ξί­φος. Με το ξί­φος αυ­τό- σύμ­βο­λο της βού­λη­σης και της δύ­να­μης- θα σκο­τώ­σει τον “κα­κό” βα­σι­λιά-μαύ­ρο μά­γο. Ε­δώ, α­ντί­θε­τα με το μύ­θο του Γύ­γη, ο ή­ρω­ας χρη­σι­μο­ποιεί τη δύ­να­μη του ξί­φους με θε­τι­κό τρό­πο “ε­ξο­ντώ­νο­ντας το κα­κό” ό­πως το α­παι­τεί και το σύγ­χρο­νο έρ­γο, ό­που πά­ντα νι­κούν οι “κα­λοί”.

*77.- Βλ. Πλά­τω­νος “Τί­μαιος” 26Ε

*78.- Βλ. Κυ­ρια­κά­τι­κη Ε­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α, 11/1/87(Διά­λο­γος για τον Πλά­τω­να)

*79 Βλ. Πλά­τω­νος “Νό­μοι”, βι­βλί­ο Γ’ 677Α

 

Ετικέτες: Ατλαντίδα Ατλαντικός Ωκεανός Ε.Π. Μπλαβάτσκυ Πλά­τω­νας Σό­λω­νας Τίμαιος
Εκτύπωση

Από το ίδιο Τεύχος

Περισσότερα Άρθρα ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Σχετικά Άρθρα

×