Σχέσεις του Ερμητισμού και του Νεοπλατωνισμού με τον Χριστιανισμό

Ο Χριστιανισμός πάλεψε πολύ να βρει την ταυτότητα του. Ξεκίνησε ως Ιουδαϊκή αίρεση και προσπαθώντας να απλώσει τα φτερά του στα έθνη αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει ισχυρά και σοφά φιλοσοφικό-θρησκευτικά ρεύματα σκέψης (ιδιαίτερα το Νεοπλατωνισμό και τον Ερμητισμό) που είχαν ήδη δώσει απαντήσεις στα μεγάλα ζητήματα της Μεταφυσικής, των έσχατων αρχών,της Φυσικής και της Ηθικής. Πολέμησε αυτές τις κινήσεις. Αυτό που χρειαζόταν για να εξαπλωθεί το οικειοποιήθηκε. Αυτό που του στεκόταν εμπόδιο το γελοιοποίησε ή το κατέστρεψε. Και αφού επικράτησε, πάλι η νεοπλατωνική και η ερμητική φιλοσοφία ήταν τα βοηθήματα του για να βάλει σε μια τάξη και λογική συνέχεια, τα Δόγματα του.

 

Ερμητισμός, ο Αιγυπτιακός Εσωτερισμός

Ο Θεός Ερμής της Αρχαίας Αιγύτπου

Αίγυπτος, η χώρα των Μυστηρίων και του Ιερού. Γενιές ανθρώπων τη λάτρεψαν και τη λατρεύουν και γενιές ανθρώπων την φοβήθηκαν ή και τη μίσησαν. Ελάχιστοι όμως τη γνώρισαν και ένιωσαν μέχρι το “μεδούλι” την ιερατική σπονδυλική στήλη που στήριξε και ζωογόνησε την αρχαία Αίγυπτο. Κάθε αιώνας έδειχνε και διαφορετικές όψεις και ερμηνείες αυτού του ιδιόμορφου πολιτισμού. Τυραννικός αλλά και μεγαλοπρεπής, δεισιδαιμονικός αλλά και επιστημονικός, αντιφατικές εικόνες αυτού του πολιτισμού που μας κάνουν πολύ επιφυλακτικούς στο να καταλήξουμε σε μια ασφαλή και σίγουρη κρίση. Μέσα από το “καλειδοσκόπιο” λέξεων και εικόνων ξεπροβάλλει η μορφή του Θωτ ή του Ερμή του Τρισμέγιστου, όπως καθιερώθηκε στους Αλεξανδρινούς χρόνους. Ο Θωτ, ο γραφέας των θεών, ο ερμηνευτής και αγγελιαφόρος τους είναι ο κρίκος της γνώσης ανάμεσα στον ουρανό και την γη. Είναι ο πρώτος θείος Ιερέας που έμαθε στους ανθρώπους να χρησιμοποιούν το νοητικό σπινθήρα τους και να αναπτύξουν τις τέχνες και τις επιστήμες. Αυτή η μυθιστορική μορφή είναι ο φύλακας των Μυστηρίων της αρχαίας Αιγύπτου, ο μυσταγωγός που οδηγεί τους αναζητητές στις βαθμίδες της μυητικής γνώσης. Η γνώση του Θωτ, του Ερμή του Τρισμέγιστου, ονομάστηκε Ερμητισμός στους Αλεξανδρινούς χρόνους και αντιπροσωπεύει τη φιλοσοφία της αρχαίας Αιγύπτου.

Το πιο αντιπροσωπευτικό γραπτό κείμενο που μας μυεί σε αυτή την φιλοσοφία είναι τα Ερμητικά Κείμενα, μια συλλογή από αυτοτελή ή αποσπασματικά κείμενα που διαμορφώθηκαν τον 4ο-1ο αιώνα π.Χ. Η πλήρης καταγραφή έγινε όμως όπως την έχουμε σήμερα, τον 2ο-4ο αιώνα μ.Χ. Μέσα από τα Ερμητικά Κείμενα δυσκολευόμαστε να ξεχωρίσουμε την αμιγή Αιγυπτιακή φιλοσοφία από το πλήθος των πλατωνικών και πυθαγορικών στοιχείων που κυριαρχούν. Τα Ερμητικά Κείμενα είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους, μια προέκταση και εμβάθυνση των νεοπυθαγορικών και νεοπλατωνικών γνώσεων.

Οι σύγχρονοι μελετητές είναι σίγουροι ότι αν και η ερμητική φιλολογία γράφτηκε τον 2ο-4ο αιώνα μ.Χ., οι ιδέες προϋπήρχαν. Οπως λέει ο Ν. Ματσούκας: “Μπορεί μεν η ερμητική φιλολογία π.χ. να γράφτηκε και να αποτέλεσε συλλογή το δεύτερο και τρίτο αιώνα μ.Χ., οι ιδέες της όμως ανάγονται και σε αυτόν τον Ποσειδώνιο. Το ερώτημα όμως παραμένει. Ο Ερμητισμός είναι μήπως απλά και μόνο μια αντιγραφή του νεοπλατωνισμού κι έτσι δεν υπάρχει ή δεν φανερώθηκε ο αιγυπτιακός μυστικισμός ή μήπως και η ελληνική φιλοσοφία και ο ερμητισμός έχουν μια κοινή ιδεολογική και γνωσιολογική πηγή; Ο Πλούταρχος μνημονεύει παλιούς Ελληνες στοχαστές που επισκέφτηκαν την Αίγυπτο και συναναστράφηκαν τους εκεί σοφούς όπως το Λυκούργο, το Σόλωνα, το Θαλή, τον Πυθαγόρα, τον Εύδοξο, τον Πλάτωνα (Περί Ισιδος και Οσίριδος,10) αλλά και τον Ορφέα, ο οποίος παρέλαβε πολλές από τις τελετές της Ισιδας και του Όσιρι και τις εισήγαγε στην Ελλάδα ως τελετές της Δηούς και του Διονύσου (Στοβαίου Ανθολ. 84, από τον Πλούταρχο). Ο Πρόκλος είναι σαφής στο ότι ο Ερμής έχει επηρεάσει τον Πλάτωνα και όχι το αντίστροφο. Αυτό φαίνεται στο έργο του Πρόκλου “Σχόλια στον Τίμαιο”, Ι 17: “Ασφαλώς και η παράδοση των Αιγυπτίων τα ίδια λέγει γι’ αυτήν (εννοεί την ύλη). Και ο θείος Ιάμβλιχος αναφέρει ότι και ο Ερμής πιστεύει πώς η υλότητα προέρχεται από την ουσιότητα και είναι προφανές ότι απο τούτοντον Ερμή έχει πάρει και ο Πλάτωνας αυτή την άποψη για την ύλη”.

Σε αυτήν την περίπτωση, όπως και σε πολλές άλλες η εσωτεριστική ερμηνεία μας βοηθάει να δώσουμε απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Ο Ερμητισμός, ανεξάρτητα από τη γραπτή μορφή του είναι μία έκφραση της εσωτερικής φιλοσοφίας και γνώσης. Οι ομοιότητες που υπάρχουν με την Ελληνική και Ελληνιστική φιλοσοφία δεν είναι ούτε δάνεια ούτε ληστείες. Οφείλονται στην πνευματική συγγένεια που ενώνει αυτά τα δύο συστήματα και στην κοινή ρίζα τους, στους Αρχαίους Ιερείς που όπως λέει ο Ιάμβλιχος στο έργο του “Περί Μυστηρίων” είναι οι ιδρυτές της Θεουργίας και μέσα σε αυτούς συγκαταλέγει και τον Ερμή τον Τρισμέγιστο (VIII,I).

Από κάποια στιγμή και μετά, όταν μιλάμε για Ερμητισμό μιλάμε και για νεοπλατωνισμό και αντίστροφα, όταν μιλάμε για νεοπλατωνισμό αναφερόμαστε θέλουμε δεν θέλουμε και στον βασικό κορμό του ερμητικού εσωτερισμού.

Εδώ η κρίση του Ανθρώπου, αναπαριστάται με το ζύγισμα των πράξεων του.(από ελληνικό βυζαντινό ναό του Βόλου.) Κάτω το ζύγισμα της ψυχής του ανθρώπου από αρχαίο αιγυπτιακό ναό. Η ομοιότητα είναι προφανής.

Χριστιανισμός: Από Ιουδαϊκή αίρεση σε παγκόσμια θρησκεία

Ο χριστιανισμός ήταν μία από τις πολλές θρησκείες της εποχής του, όταν γεννήθηκε. Εκμεταλλεύτηκε σωστά την παρακμή των παλαιών θρησκειών κι έφερε το δικό του μήνυμα ελπίδας στον ταραγμένο και απογοητευμένο κόσμο. Οπως λέει ο Γ.Στογιόγλου στην “Εκκλησιαστική Ιστορία”: “Δύο είναι τα σπουδαιότερα ιστορικά γεγονότα που έκριναν την επικράτηση του Χριστιανισμού ως παγκόσμιας θρησκείας: η επιστροφή του Παύλου και η αποδοχή του λόγου του Ευαγγελίου από τους Ελληνες της Αντιόχειας”.

Ο Παύλος ήταν όμως η κυριότερη αιτία που ο Χριστιανισμός έγινε παγκόσμια θρησκεία. Αυτός ήταν που συνέλαβε την ιδέα να ξεφύγει ο Χριστιανισμός από τον Μωσαϊκό Νόμο. Δεν φοβήθηκε ούτε τις συγκρούσεις με τους άλλους Απόστολους και, κυρίως με τον Πέτρο. Όπως λέει ο Γ.Στογιόγλου στο ίδιο έργο (που είναι ένα από το βασικά διδακτικά έργα της Θεολογκής Σχολής της Θεσσαλονίκης):

“Ο χριστιανικός κόσμος και ιδιαίτερα οι χριστιανοί της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων αντιμετώπισαν την περίοδο αυτή μια κρίση σχετικά με το θέμα της εισόδου των εθνικών στην εκκλησία. Δημιουργήθηκαν δύο ομάδες. Η μία με ηγέτες τον Ιάκωβο και τον Πέτρο απαιτούσε από τους εθνικούς να περιτέμνονται πρώτα για να γίνονται δεκτοί στην Ιουδαϊκή κοινότητα των Ιεροσολύμων και στην συνέχεια να έχουν το δικαίωμα να γίνουν χριστιανοί. Η δεύτερη με ηγέτες τον Παύλο και τον Βαρνάβα, άφηνε τους εθνικούς ελεύθερους από κάθε υποχρέωση προς τον Μωσαϊκό Νόμο. Σύμφωνα με τον Παύλο (Γαλ.2,12) υποκινητής αυτής της κατάστασης ήταν ο Ιάκωβος, για τον Λουκά όμως (Πραξ. 15,5) η διαφωνία προήλθε από πρόσωπα της αίρεσης των Φαρισαίων. Ο απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει αυτά τα πρόσωπα ως παρείσακτους, ψευδαδελφούς (Γαλ 2,4-5).

Η επιμονή και η πίεση των ψευδαδελφών ανάγκασαν τους ηγέτες της εκκλησίας να συγκαλέσουν αποστολική σύνοδο. Στην Σύνοδο αυτή που έγινε το 42 στα Ιεροσόλυμα πήραν μέρος οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας των Ιεροσολύμων… Γι’ αυτό πολύ γρήγορα οι σύνεδροι συνήλθαν σε νέα συνέδρια και πήραν απόφαση να απαλλάξουν τους “εξ εθνών Χριστιανούς” από τον ζυγό του Μωσαϊκού Νόμου…. Η υπαναχώρηση του Πέτρου και του Βαρνάβα στις τελεσίδικες αποφάσεις της συνόδου “φοβούμενοι τους εκ περιτομής” (Γαλ.2,12) ανάγκασαν τον Παύλο να τους ελέγξει δημόσια”.

Αυτή η πρώιμη σύγκρουση έφερε νικητή τον Παύλο και έγειρε την πλάστιγγα προς το μέρος της διεθνοποίησης του Χριστιανισμού, χωρίς να είναι αναγκαίο προστάδιο η αποδοχή του Ιουδαϊσμού. Για να μπορέσει όμως ο Χριστιανισμός να γίνει ευρύτερα αποδεκτός, έπρεπε να ντύσει τις διδασκαλίες του με ένα πιο φιλοσοφικό και ελληνιστικό ένδυμα. Από την άλλη, για να είναι κάτι ξεχωριστό έπρεπε να απαρνηθεί και να αποδιώξει εκείνα τα στοιχεία, τις γνώσεις και τα δόγματα που θα τον ταύτιζαν με μία γνωστή και ήδη παρηκμασμένη φιλοσοφικο-θρησκευτική κίνηση.

 

Αρχή της Χριστιανικής φιλοσοφίας -Επιρροές απο τον Νεοπλατωνισμό και τον Ερμητισμό

O Απόστολος Παύλος

Η χριστιανική εκκλησία, τους πρώτους δύο αιώνες δεν έδωσε τόσο βάση στην θεωρητική της διαμόρφωση και στην δογματική της εξάπλωση. Προσπάθησε να κρατηθεί από τα απλά της δόγματα και να συνενώσει τους πιστούς με ισχυρά δεσμά πίστης, κυρίως λόγω των διωγμών εκ μέρους των αυτοκρατόρων. Σε αυτή την πρώτη φάση, μεγάλη σημασία είχε η συντελειολογία, τα Μυστήρια και γενικότερα η αυστηρή ηθική ενδυνάμωση. Λέει ο Γ.Στογιόγλου: “Τα ήθη των χριστιανών των πρώτων χρόνων της εκκλησίας διακρινόταν για την απλότητα και την αυστηρότητα τους. Η αγνότητα πήγαζε από τη Χριστιανική διδασκαλία αλλά και από αντίθεση στον ειδωλολατρικό κόσμο, κυρίως, όμως από την γνώμη που διαδιδόταν παντού για το επικείμενο τέλος του κόσμου… Μετά το διδακτικό μέρος της λατρείας οι κατηχούμενοι αποχωρούσαν μαζί με τους μετανοούντες. Την ίδια μυστικότητα απαιτούσαν από τους κατηχούμενους και για το βάπτισμα. Η αιτία αυτής της μυστικότητας προέρχεται από τα λόγια του Χριστού “Μη δύτε τα άγια τοις κυσί” (Ματθ.7,6).

Στον δεύτερο αιώνα παρουσιάστηκε η ανάγκη να παρουσιαστεί προς τα έξω η χριστιανική γνώση. Αυτοί που το ανέλαβαν ήταν οι Απολογητές. Πιο σημαντικός ήταν ο Ιουστίνος. Ο Ιουστίνος αφού πέρασε από πολλές Σχολές φιλοσοφίας τελικά κατέληξε στον Χριστιανισμό και έγραψε απολογίες για την υπεράσπιση των χριστιανικών δογμάτων. Ο Ιουστίνος υποστηρίζει πολλές πλατωνικές θέσεις λέγοντας ότι Πλάτωνας είχε γνώση της Π.Διαθήκης. Λέει ότι ο Θεός είναι άρρητος και αονόμαστος. Η κίνηση, όμως που θα κλυδωνίσει τον χριστιανισμό είναι η κίνηση των Γνωστικών. Οι Γνωστικοί πλησίασαν πάρα πολύ την ελληνιστική φιλοσοφία και αυτό φόβισε την εκκλησία γιατί ο σκοπός της ήταν να παρουσιαστεί ως μια ριζική καινοτομία και να γίνει ο φορέας ελπίδας των απογοητευμένων από τις γνωστές θρησκείες της εποχής. Οι Γνωστικοί που διαιρούνταν σε πολλές Σχολές (Οφίτες, Περάτες, Μαρκιανιστές, Καρποκρατιανιστές κ.α.), ήταν χριστιανοί οι οποίοι υποστήριξαν ότι ο Χριστιανισμός είναι μυστηριακό σύστημα και κατακτάται όχι μόνο με την πίστη αλλά και με τη γνώση. Χρησιμοποιεί την αλληγορική μέθοδο, παραδέχεται πολλές από τις φιλοσοφικές έννοιες των φιλοσοφικών Σχολών και γίνεται ένα συγκριτιστικό ρεύμα με κυρίαρχο πρόσωπο το Χριστό.

Πιο επιστημονική μέθοδο για την θεωρητική θεμελίωση του Χριστιανισμού ακολούθησαν οι Κατηχητές και Εξηγητές της χριστιανικής Σχολής της Αλεξάνδρειας. Ο κυριότερος εκπρόσωπος ήταν ο Ωριγένης (185-254). Ο Ωριγένης ήταν από τις πιο σημαντικές μορφές του Χριστιανισμού. Ηταν ίσως ο μόνος που δοξάστηκε τόσο πολύ για την προσφορά του στον Χριστιανισμό, αλλά και ο μόνος του οποίου οι ιδέες διώχθηκαν και παραμελήθηκαν στα μεταγενέστερα χρόνια του χριστιανισμού. Ο λόγος είναι ότι στα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού, που η διατύπωση των δογμάτων ήταν απλή και χωρίς ικανοποιητική θεωρητική επεξεργασία, ο Ωριγένης με τον οξύτατο νου του και την φιλοσοφική του ευρυμάθεια, εξόπλισε θεωρητικά τους χριστιανούς και τους έδωσε τα γνωσιολογικά και νοητικά όπλα για να πολεμήσουν τις παλιές θρησκείες και φιλοσοφίες.

Είναι χαρακτηριστικό, το πρόγραμμα των μαθημάτων στην Σχολή του που ακολουθούσε την σειρά: Διαλεκτική, διδασκαλία των φυσικών επιστημών και της φιλοσοφίας της φύσης, γεωμετρία, αστρονομία, ηθική με βάση τον Πλάτωνα, σπουδή των αρχαίων φιλοσόφων και τελευταίο το μάθημα της Θεολογίας και της γνώσης των έσχατων αρχών. Χαρακτηριστικό επίσης της βαθιάς του επιρροής από την αρχαία μυστηριακή γνώση είναι αυτό που είπε ο νεοπλατωνικός Πορφύριος γι’ αυτόν: “Ο Ωριγένης στην πρακτική ζωή του ζούσε χριστιανικά παραβαίνοντας τους νόμους της πολιτείας, ως προς τις δοξασίες τις αναφερόμενες στην πραγματικότητα και το θείον αποδεχόταν τις αντιλήψεις των Ελλήνων και τις ελληνικές δοξασίες τις μετέφερε λαθραία σε ξενικούς μύθους”. Ο Ωριγένης επηρέασε βαθιά όλους τους μετέπειτα Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά έπεσε σε δυσμένεια γιατί οι ιδέες του άνοιγαν την πόρτα σε κινήσεις μέσα στους κόλπους της εκκλησίας που καταργούσαν τα μετέπειτα καθιερωθέντα δόγματα. Τα έργα του καταστράφηκαν και ο ίδιος, αν και ο πατέρας της δογματικής θεολογίας, θεωρήθηκε το 543 με διάταγμα και επίσημα αιρετικός και απαγορεύτηκε η ανάγνωση των έργων του.

Ο Πλωτίνος, ένας από τους σημαντικότερους νεοπλατωνικούς Φιλόσοφους. Κάτω δεξιά ο Πλάτωνας το έργου του οποίου ενέπνευσε πολλές φιλοσοφικές κινήσεις.

Πέρα όμως από την ελληνική φιλοσοφία, οι ίδιες ιδέες υπό την μορφή και το όνομα του ερμητισμού ήταν γνωστές και σεβαστές στους πρώτους χριστιανούς συγγραφείς. Αυτοί είναι βασικοί μάρτυρες της ύπαρξης του ερμητισμού ως αυτόνομο μυστηριακό και φιλοσοφικό ρεύμα και του Ερμή του Τρισμέγιστου ως του μεγάλου Αιγυπτίου δασκάλου. Μέσα από το έργο Ερμητικά Κείμενα θα αναφέρουμε αποσπάσματα από χριστιανούς συγγραφείς που αναφέρονται στις ομοιότητες της διδασκαλίας του Ερμή και του Χριστού.

“Είναι αυτό που τόνιζε και ο Αιγύπτιος Ερμής, όταν έλεγε πως η ψυχή όταν βγει από το σώμα δεν ξαναγυρίζει στην ψυχή του όλου, αλλά μένει σαν κάτι ξεχωριστό, για να δώσει λόγο για ό,τι έχει διαπράξει όσο ήταν στο σώμα, στον Πατέρα”. Τερτυλιανός (Περί ψυχής XXIII,2)

“Εκείνος [εννοεί τον Τρισμέγιστο] έγραψε βιβλία και μάλιστα πολλά βιβλία σχετικά με τη γνώση των θείων πραγμάτων. Διακήρυξε σε αυτά το μεγαλείο του υπέρτατου και μοναδικού Θεού και τον ονομάζει με τα ίδια ονόματα που λέμε εμείς τον Κύριο και Πατέρα”. Λακτάντιος (Diu.inst. 1,6) 

“Και όμως ο Ερμής δεν αγνοεί ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό κατ’ εικόνα του Θεού”. Λακτάντιος (Diu. Inst.. VI 1,4,3)

“Κι όμως ο Ερμής στο “Περί Αϋλίας” χτυπάει και τη μαγεία λέγοντας ότι δεν πρέπει ο πνευματικός άνθρωπος που έχει επίγνωση του εαυτού του, να επιδιώκει κάτι δια της μαγείας… και αφού αναγνωρίσει το Θεό, την ανέκφραστη τριάδα να κρατεί, αφήνοντας την ειμαρμένη να κάνει αυτό που θέλει τον πηλό της, δηλαδή το σώμα. Και έτσι λέγει, αν κατανοήσει και συμπεριφερθεί, θα δει τον Υιό του Θεού να του δίνει όλα όσα ταιριάζουν στις ευσεβείς ψυχές, έτσι που να αποσπάσει την ψυχή του από τον χώρο της ειμαρμένης και να την ανυψώσει στον χώρο των ασωμάτων”. Κύριλλος (Ενάντια στον Ιουλιανό Ι,556 Α) “Λέγει και ο Ερμής στον τρίτο προς Ασκληπιό λόγο: “Δεν είναι σωστό να παρουσιάζονται στους αμύητους τέτοια μυστήρια. Αλλά ακούσατε τον νουν: Ενα και μοναδικό είναι το φως το νοερό, που προϋπήρχε του νοερού εντός και θα υπάρχει πάντα, ο νους του φωτεινού νου, και δεν υπάρχει αυτό πέρα από την ενότητα του, υπάρχει πάντα μέσα στον εαυτό του και περιέχει τα πάντα μέσα στο νου, στο φως και στο πνεύμα του” . Νους από το νου, όπως εγώ νομίζω λέγε τον υιόν, όπως το φως εκ φωτός.” Ζώσιμος ΙΙΙ,9,4

“Ο ίδιος ο Ερμής στον πρώτο προς Τατ λόγο λέγει διεξοδικά για τον Θεό: “Τέκνον μου ο λόγος του δημιουργού είναι αιώνιος, αυτοκινούμενος, που δεν αυξάνει, δεν μειώνεται, μένει αμετάβλητος, άφθαρτος, μόνος, όμοιος πάντα με τον εαυτό του, ίσος και ομοιόμορφος, σταθερός και εύτακτος, ο ένας μετά τον προϋπάρχοντα Θεό.” Νομίζω ότι αυτό σημαίνει τον Πατέρα.” Κύριλλος (Ενάντια στον Ιουλιανό Ι,553 Α,Β) 

Τα παραπάνω αποσπάσματα καταδεικνύουν την προσπάθεια των χριστιανών θεολόγων να επικαρπωθούν όλη εκείνη την ερμητική διδασκαλία που την θεωρούν πρόδρομο του χριστιανισμού. Αυτό όμως δεν θα τους εμποδίσει αργότερα όταν θα είναι σε θέση ισχύος, να διώξουν τους πιστούς του ερμητισμού με σκληρά μέτρα.

 

Η κυριαρχία του Χριστιανισμού – Διώξεις των Εθνικών

Η πολιτική του χριστιανισμού όσο ήταν υπό διωγμό ήταν να ενσωματώνει τις φιλοσοφικές και μυστηριακές γνώσεις κρατώντας την αυτονομία του και την ιδιομορφία του. Από την στιγμή όμως που ευνοήθηκε από την επίσημη πολιτική της αυτοκρατορίας άλλαξε πρόσωπο κι έγινε έκτοτε η χριστιανική εκκλησία, ο διώκτης των πρώην διωκτών της. Η επίσημη καθιέρωση του χριστιανισμού ως η θρησκεία της αυτοκρατορίας έκανε την εκκλησία αλαζονική ως προς τους εθνικούς. Αυτή η εξουσία της στράφηκε και εναντίον των πρώτων χριστιανών θεολόγων που τώρα δεν χρειαζόταν γιατί ο εχθρός έπαψε να υπάρχει. Από εκεί και πέρα αφοσιώθηκε στις ενδοεκκλησιαστικές έριδες. Ο Γ.Στογιόγλου αναφέρει:
“Παρ’ όλα τα αυστηρά μέτρα του Ιουστινιανού υπήρχαν ακόμη πολλοί εθνικοί. Ηταν κυρίως μια ταξη διανοουμένων που είχαν για πνευματικά τους κέντρα τα Πανεπιστήμια της Αθήνας και της Αλεξάνδρειας, καθώς και μία μάζα λαού που κατοικούσε στα ορεινά μέρη της Ανατολής και στις κοιλάδες του Νείλου. Διάταγμα που εκδόθηκε λίγο μετά την ανάρρωση του Ιουστινιανού υποχρέωσε τους εθνικούς να δεχτούν την χριστιανική θρησκεία. Στην Κων/ πολη έγιναν συλλήψεις διαφόρων σημαινόντων και κατασχέθηκαν μαγικά βιβλία εθνικών ιερέων. Το σπουδαιότερο όμως γεγονός ήταν το κλείσιμο του Πανεπιστημίου της Αθήνας όπου από τον τέταρτο αιώνα διδασκόταν η νεοπλατωνική φιλοσοφία, που ήθελε να συνδιαλλάξει τις μεταφυσικές θεωρίες της ειδωλολατρίας και ανακάτευε τη μαγεία και τις ανατολικές θρησκείες με τις ελληνικές τελετουργίες. Οι αιρετικοί αποκλείστηκαν από τις δημόσιες και στρατιωτικές θέσεις κι όσοι ήθελαν να αναλάβουν δημόσιες θέσεις, υποχρεώνονταν να δώσουν πιστοποίηση ορθοδοξίας μπροστά σε τρεις μάρτυρες με όρκο στο ευαγγέλιο. Επίσης οι αιρετικοί δεν μπορούσαν να δώσουν μαρτυρία στο δικαστήριο, να συντάξουν διαθήκη και να κληρονομούν. Οι εκκλησίες των αιρετικών έπρεπε να κλείσουν.”

Ο Ν.Παπαχατζής αναφέρει: “Πριν πεθάνει ο Πρόκλος, οι χριστιανοί που είχαν γίνει πολλοί στην Αθήνα, μπόρεσαν να απομακρύνουν από τον Παρθενώνα το χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς και να μετατρέψουν το ναό σε χριστιανική εκκλησία.”

Αυτή η παντοδυναμία του χριστιανισμού είχε τα τρωτά της σημεία. Ο εξωτερικός εχθρός αποδυναμώθηκε αλλά ο εσωτερικός (οι αιρέσεις) προκάλεσε πολύ περισσότερα προβλήματα, λόγω των εμφυλίων που προκάλεσε.

Το πρόσωπο της Παναγίας, καθώς και η διπλή υπόσταση του Χριστού ως θεός και ως άνθρωπος, είναι μερικοί από τους λόγους που έγιναν αφορμές για διασπάσεις του Χριστιανισμού.

Οι αιρέσεις – Η επιρροή του Ερμητισμού και του Νεοπλατωνισμού -Ψευδοδιονύσιος ο Αρεοπαγίτης

Οπως είδαμε, ο Χριστιανισμός στους τρεις πρώτους αιώνες ενσωμάτωσε μεγάλο μέρος φιλοσοφικών και μυστηριακών εννοιών στο δογματικό του σώμα. Αυτή η ενσωμάτωση, όμως που έγινε για λόγους σκοπιμότητας ούτε σοφή ήταν, ούτε αρμονική. Εννοιες που ήταν απόρροια αιώνων έρευνας και που ήταν φυσικές στα μυστηριακά συστήματα, έγιναν αποδεκτές βεβιασμένα από το Χριστιανισμό, χωρίς όμως να ανήκουν στο πνεύμα αυτής της νέας θρησκείας. Αυτές οι έννοιες που προκάλεσαν σημαντικά θεολογικά ρήγματα στην εκκλησία ήταν η ουσία, υπόσταση, φύση πρόσωπο, κράση, μίξη, βούληση, εν και τριάδα κ.α.

Στο Τριαδολογικό και Χριστολογικό ζήτημα οι απαντήσεις που έπρεπε να δοθούν για να ικανοποιήσουν την κοινή λογική και να μην προκαλούν την κοροϊδία και το γέλιο από μέρους των εθνικών, πήραν τρεις αιώνες μέχρι να διαμορφωθούν στην πλήρη μορφή τους. Μέχρι τότε βέβαια οι αιρέσεις, που ξεκινούσαν από υψηλόβαθμα στελέχη του κλήρου, ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια και προκαλούσαν ισχυρούς εμφύλιους και ενδοθρησκευτικούς διωγμούς, που θύμιζαν τους διωγμούς των πρώτων χριστιανών από την αυτοκρατορία.

Πόσα πρόσωπα συναντούμε στον Ιησού Χριστό; Πόσες θελήσεις υπήρχαν; Η Μαρία είναι Θεοτόκος ή ανθρωποτόκος; Πόσες υποστάσεις είχε ο Χριστός και ποια ήταν η ιεραρχική τους σειρά; Αν ο Χριστός είχε δύο φύσεις και μία υπόσταση ποιά ήταν αυτή η υπόσταση, του ανθρώπου ή του Θεού; Και εντέλει πως γινόταν να επικοινωνούν οι δύο φύσεις του Χριστού χωρίς να υπάρχει εσωτερική σύγκρουση και περιορισμός της ελευθερίας του ανθρώπου Ιησού; Ποια η σχέση των τριών υποστάσεων της Αγίας Τριάδας και πώς γίνεται να μην υπάρχουν 3 πρόσωπα άρα και 3 θεοί; Το Αγιο Πνεύμα εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα ή και από τον Υιό;

Ηδη από τον 3ο αιώνα ο Αρειος, που προσπάθησε να δώσει μια απάντηση στην φύση του Χριστού κατηγορήθηκε από τον Μ.Κωνσταντίνο ως πορφυριαστής (οπαδός δηλαδή του νεοπλατωνικού Πορφυρίου). Την ίδια μοίρα είχαν και οι Νεστοριανοί (ο Νεστόριος ήταν πατριάρχης στην Κων/πολη το 428 μέχρι 431) που πρόβαλαν την άποψη της διπλής υπόστασης του Χριστού και οι Μονοφυσίτες που πρόβαλαν τη μοναδική θεϊκή φύση του Χριστού, καθώς και πολλές άλλες μικρότερες αιρέσεις.

Ο Ιωάννης Καλογήρου στην “Ιστορία των Δογμάτων” είναι σαφής ως προς την αιτία της δημιουργίας αυτών των αιρέσεων: “Ο Νεστόριος, όπως και πιο πριν ο Άρειος προσπαθούσαν να δώσουν μια ορθολογική λύση σε ένα μυστήριο. Αυτό το έκαναν για να εξουδετερώσουν τις ενστάσεις που προέβαλαν οι Ιουδαίοι και οι εθνικοί.” Ακόμη και το περιβόητο filioque ξεκινάει από τον Αυγουστίνο ο οποίος παρακινούμενος από τους νεοπλατωνικούς επανεξετάζει το θέμα της ουσίας και της υπόστασης, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο συγγραφέας στο βιβλίο του.

Ηδη στον Ωριγένη συναντούμε τη χρήση αυτών των όρων που οδηγούν σε ιδέες ξένες προς τα δόγματα της εκκλησίας. Ο Ωριγένης πιστεύει στην δημιουργία του κόσμου προαιώνια και όχι δημιουργία μέσα στο χρόνο. Τα όντα είναι αντίτυπα του Υιού-Λόγου, ο οποίος είναι η ιδέα των ιδεών και αντίτυπο του Πατέρα. Ο Χριστός είναι άνθρωπος και όχι ο Γιος του Θεού, ο οποίος ήταν ήδη καλύτερος πριν την ενσάρκωση του γι’ αυτό έγινε και ο φορέας του Λόγου. Ο κόσμος δεν είναι ένας αλλά υπάρχουν συνεχόμενες περιοδικές δημιουργίες και καταστροφές του. Η Αγία Γραφή δεν πρέπει να διαβάζεται κυριολεκτικά αλλά αλληγορικά. Ηταν φυσικό αυτή η διδασκαλία να κριθεί ως επικίνδυνη για τα δογματικά θεμέλια της εκκλησίας και γι’ αυτό να απαγορευτεί. Αυτό που συνέβηκε με τον Ωριγένη δεν συνέβηκε σε μια άλλη περίπτωση, στα έργα του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Τα έργα του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη αποτελούνται από 4 Πραγματείες και 10 επιστολές και μόλις τον προηγούμενο αιώνα αποδείχτηκε πλέον ιστορικά ότι δεν ανήκουν σε αυτό το πρόσωπο που έγινε χριστιανός στην Αθήνα από το κήρυγμα του Απ. Παύλου. Πρώτη φορά έγινε για αυτά λόγος το 553 στην Κων/ πολη και, αν και υπήρξαν αμφιβολίες για την γνησιότητα τους, τελικά έγιναν αποδεκτά. Από ότι έχει αποδειχτεί σήμερα, αυτά τα συγγράμματα είναι αντίγραφες νεοπλατωνικών έργων και κυρίως του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πρόκλου από το έργο του “Θεολογική Στοιχείωση”.

Ο Άγιος Αυγουστίνος (354 – 430 μ.Χ.). Ο μεγαλύτερος πατέρας της Δυτικής Εκκλησίας.

Ας αφήσουμε τον E.R.Dodds, αυτόν τον διαπρεπή ερευνητή να μας διαφωτίσει γι’ αυτήν την απάτη, από την εισαγωγή του σε αυτό το έργο του Πρόκλου: “Η επίδραση που άσκησε ο Πρόκλος στην πρώιμη μεσαιωνική σκέψη μπορεί να αποκληθεί συμπτωματική, με την έννοια ότι μόλις και μετά βίας θα γινόταν αντιληπτή αν δεν υπήρχε η δραστηριότητα του άγνωστου εκκεντρικού, ο οποίος, στο χρονικό διάστημα μιας γενιάς από τον θάνατο του Πρόκλου συνέλαβε την ιδέα να ντύσει την φιλοσοφία του με χριστιανικά ενδύματα και να την εμφανίσει ως έργο ενός μαθητή του Παύλου. Παρ’ όλο που αμφισβητήθηκε από τον Υπάτιο τον Εφέσιο και άλλους, η απάτη στέφθηκε με επιτυχία. Τα έργα του Ψευδοδιονύσιου όχι μόνο ξέφυγαν από την κατηγορία των αιρετικών, την οποία σίγουρα άξιζαν, αλλά από το 649 είχαν γίνει “Urkude” επαρκώς σημαντικό για έναν Πάπα, ώστε να φέρει ενώπιον της Συνόδου του Λατερανού ένα ζήτημα σχετικό με κάποια αμφισβητούμενη ερμηνεία ενός από αυτά. Την ίδια περίπου χρονολογία τα έργα αυτά έγιναν αντικείμενο επιμελημένου σχολιασμού από τον Μάξιμο τον ομολογητή, τον πρώτο σε μια μακρά διαδοχή σχολιασμών που έγιναν από τον Εριγένη , τον Hugo του St. Victor, τον Ροβέρτο Crosseteste, τον Μεγάλο Αλβέρτο, τον Θωμά τον Ακινάτη και άλλους. Ο “Διονύσιος” γρήγορα έγινε αυθεντία, που υστερούσε μόνο εκείνης του Αυγουστίνου.”

Τα έργα του Ψευδοδιονύσιου επέδρασαν πάρα πολύ σε θεμελιωτές της Δογματικής και έδωσαν πολλές φορές την θεωρητική λύση σε δογματικά ζητήματα. Ο Λεόντιος ο Βυζάντιος, αργότερα ο Μάξιμος ο Ομολογητής και τέλος, ιδιαίτερα για την Ανατολική εκκλησία, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που θαύμαζαν τα έργα του Ψευδοδιονύσιου, έδωσαν θεωρητικές απαντήσεις στα ζητήματα της ουσίας, της φύσης και της υπόστασης που είχαν ταλαιπωρήσει για 3-4 αιώνες την εκλλησία.

Οι τρεις τελευταίοι θεολόγοι συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να επαναπροσδιορίσουν τους φιλοσοφικούς όρους που είχε ενσωματώσει η χριστιανική Δογματική γιατί όλες οι μεγάλες αιρέσεις που εμφανίστηκαν (ο Αρειανισμός, ο Απολλιναρισμός, ο Νεστοριανισμός, ο Μονοφυσιτισμός και ο Μονοθελητισμός) προήλθαν από τις διαφορετικές ερμηνείες αυτών των φιλοσοφικών όρων.

Θα ήταν πλεονασμός να περιγράψουμε αναλυτικά την ιστορία και τις αιτίες της θεωρητικής απόκλισης από τα χριστανικά δόγματα, των αιρέσεων αυτών. Αυτό που αξίζει να θυμόμαστε είναι ότι ο χριστιανισμός πάλεψε πολύ να βρει την ταυτότητα του. Ξεκίνησε ως Ιουδαϊκή αίρεση και προσπαθώντας να “απλώσει τα φτερά του” στα έθνη, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει ισχυρά και σοφά φιλοσοφικο-θρησκευτικά ρεύματα σκέψης (ιδιαίτερα τον νεοπλατωνισμό και τον ερμητισμό) που είχαν ήδη δώσει απαντήσεις στα μεγάλα ζητήματα της Μεταφυσικής, των έσχατων αρχών, της ηθικής και της φυσικής. Πολέμησε αυτές τις κινήσεις. Αυτό που του χρειαζόταν για να εξαπλωθεί το οικειοποιήθηκε. Αυτό που του στεκόταν εμπόδιο το γελοιοποίησε ή το κατέστρεψε. Και αφού νίκησε, παλι η νεοπλατωνική φιλοσοφία και ο ερμητισμός ήταν τα βοηθήματα του για να βάλει σε τάξη και σε λογική συνέχεια τα δόγματα του.Το αποτέλεσμα, κατά την γνώμη μας, ήταν ένα σκληροπυρηνικό, δυσνόητο και αντιφατικό θεωρητικό κατασκεύασμα που περισσότερα έκρυβε και λίγα φανέρωνε, με εμφανή αδυναμία να αποδεχτεί τη Διαλεκτική, πολύ ισχυρό φόβο για ανοιχτή σκέψη και, ίσως, κρυφή ζήλεια για τα παρελθόντα φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. “Ερμητικά Κείμενα”, Εκδόσεις Παρασκήνιο, Αθήνα 1990
  2. “Ο χαρακτήρας της αθανασίας κατά την Κ.Διαθήκη σε σχέση προς τις αντιλήψεις των ελληνιστικών μυστηρίων”, Ν.Ματσουκας Πανεπιστημιακές Σημειώσεις, Θεσσαλονίκη 1965.
  3. “Οι μυστηριακές θρησκείες του αρχαίου κόσμου”, J.Godwin, Ελληνική μετάφραση Π.Χιωτέλλης, Πανεπιστημιακές Σημειώσεις, Αθήνα 1984.
  4. ‘Ή θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα”, Ν.Παπαχατζής, Πανεπιστημιακές Σημειώσεις, Αθήνα 1987.
  5. “Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α”, Γ.Στογιόγλου, Εκδόσεις Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1984.
  6. “Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Β”, Ι.Καλογήρου, Εκδόσεις Π.Πουρνάρα, Θεσσσαλονίκη 1985.
  7. “Μελέτες περί νου και ψυχής των πλατωνικών”, Βιβλιοθήκη της Σφιγγός, Αθήνα 1978.
  8. “Εγκυκλοπαίδεια ΗΛΙΟΣ”
  9. “Στοιχείωση θεολογική”, Πρόκλος. Εκδόσεις Πολύτυπο, 1982.
Εκτύπωση

Από το ίδιο Τεύχος

Περισσότερα Άρθρα ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

×