Ζώντας με τη φιλοσοφία

 

«Να πετάς κάθε μέρα! Έστω και για μια στιγμή, ας είναι και σύντομη, αρκεί να είναι έντονη.

Κάθε μέρα κι από μια «πνευματική άσκηση» – μόνος ή μαζί με κάποιον που κι αυτός να θέλει να γίνει καλύτερος.

 

Σε όλες τις σχολές φιλοσοφίας του κλασικού κόσμου η κύρια αιτία οδύνης, αταξίας και έλλειψης συνείδησης για τον άνθρωπο υπήρξε η κυριαρχία των παθών, οι άτακτες επιθυμίες και οι υπερβολικοί φόβοι. Η υποταγή του ανθρώπου σε αυτά, τον εμποδίζει να ζήσει αληθινά. Για αυτό η φιλοσοφία στοχεύει ως βασική μέριμνα στη θεραπεία των παθών. Κάθε σχολή είχε τη δική της θεραπευτική μέθοδο, αλλά όλες συνδέουν αυτή τη μέθοδο με μια βαθιά μεταμόρφωση της κοσμοαντίληψης του Είναι του ατόμου. Η φιλοσοφία στην πράξη εμφανίζεται σε αυτές τις σχολές έχοντας ως αντικείμενο την πραγματοποίηση αυτής της μεταμορφώσεως.

Στον Στωικισμό κάθε ανθρώπινη δυστυχία προέρχεται από το ότι οι άνθρωποι επιδιώκουν να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν αγαθά που διατρέχουν τον κίνδυνο να μην αποκτήσουν ή να απωλέσουν, ενώ προσπαθούν ν’ αποφύγουν δεινά που συχνά είναι αναπόφευκτα. Η φιλοσοφία σκοπεύει να εκπαιδεύσει τον άνθρωπο, έτσι ώστε να επιδιώκει ν’ αποκτήσει μόνο εκείνο το αγαθό, το οποίο μπορεί να αποκτήσει και ταυτόχρονα ν’ αποφύγει μόνο εκείνο το κακό που μπορεί να αποφύγει. Αυτό το καλό που πάντα μπορούμε ν’ αποκτήσουμε, αυτό το κακό που πάντα μπορούμε ν’ αποφύγουμε, πρέπει, για να είναι όντως καλό ή κακό αντιστοίχως, να εξαρτάται αποκλειστικά από την ελευθερία του ανθρώπου: πρόκειται δηλαδή για το ηθικό καλό και για το ηθικό κακό.

Μιλάμε για μία αλλαγή θεώρησης της πραγματικότητας, από «ανθρωποκεντρική» σύμφωνα με την οποία οι αξίες εξαρτώνται από τα πάθη, σε μια «φυσική» θεώρηση των πραγμάτων, που επανατοποθετεί κάθε γεγονός στην προοπτική της καθολικής Φύσης. Αυτή η αλλαγή θεώρησης είναι δύσκολη. Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο έχει τη θέση της η πρακτική φιλοσοφία, με σκοπό να πραγματοποιηθεί σταδιακά η απαραίτητη εσωτερική μεταμόρφωση. Δεν γνωρίζουμε σήμερα μία συστηματική πραγματεία που να κωδικοποιεί κάποιας μορφής διδασκαλία ή τεχνική πρακτικών ασκήσεων, αλλά υπάρχουν νύξεις ότι αυτές οι εσωτερικές ενασχολήσεις είναι πολύ συχνές στα γραπτά της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής και αποτελούσαν μέρος της καθημερινότητας των φιλοσοφικών σχολών και άρα τμήμα της προφορικής κατά παράδοση διδασκαλίας.

Πρακτικές ασκήσεις

Χάρη στον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα (20 π.Χ.45 μ.Χ., ελληνιστής Ιουδαίος φιλόσοφος, ο οποίος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που αποτελούσε εκείνη την εποχή κέντρο της εβραϊκής διασποράς) διαθέτουμε σήμερα δύο καταλόγους ασκήσεων. Αν και δεν αλληλεπικαλύπτονται επακριβώς, μας δίνουν από κοινού ένα αρκετά ολοκληρωμένο πανόραμα μιας φιλοσοφικής θεραπευτικής στωικο-πλατωνικής εμπνεύσεως.

Ο πρώτος από τους καταλόγους απαριθμεί τα ακόλουθα: Έρευνα (ζήτησις), σε βάθος εξέταση (σκέψις), ανάγνωσις, ακρόασις, προσοχή, αυτοκυριαρχία (εγκράτεια), αδιαφορία για τα αδιάφορα πράγματα.

Ο δεύτερος κατάλογος αναφέρει διαδοχικά: αναγνώσεις, μελέται, θεραπείαι των παθών, των καλών μνήμαι, εγκράτεια, τήρηση καθηκόντων.

Με τη βοήθεια αυτών των καταλόγων μπορούμε να κάνουμε μια σύντομη περιγραφή των στωικών πνευματικών ασκήσεων, μελετώντας διαδοχικά τις παρακάτω ομάδες: κατ’ αρχάς την προσοχή, μετά τις μελέτες και τις «των καλών μνήμες», έπειτα τις πιο διανοητικές ασκήσεις όπως την ανάγνωση, την ακρόαση, την έρευνα, τη βαθιά εξέταση, τέλος τις πιο ενεργητικές ασκήσεις όπως την αυτοκυριαρχία, την τήρηση καθηκόντων, την αδιαφορία στα αδιάφορα πράγματα.

Η προσοχή είναι η θεμελιώδης πνευματική στάση του στωικού. Πρόκειται για μια συνεχή ετοιμότητα και πνευματική παρουσία, μια διαρκώς επαγρυπνούσα αυτοσυνείδηση, μια σταθερή ένταση του πνεύματος. Χάρη σ’ αυτήν ο φιλόσοφος ξέρει και θέλει πλήρως αυτό που κάνει κάθε στιγμή. Χάρη σ’ αυτήν την πνευματική ετοιμότητα, ο θεμελιώδης κανόνας της ζωής, δηλαδή η διάκριση μεταξύ αυτών που εξαρτώνται από μας και αυτών που δεν εξαρτώνται από μας, μας είναι πάντα «έτοιμη για χρήση» (πρόχειρον).

Αυτή η άσκηση μελέτης επιτρέπει να είναι κανείς έτοιμος την ώρα ενός απρόσμενου κι ενδεχομένως δραματικού συμβάντος. Μπορούμε να φανταστούμε εκ των προτέρων τις δυσκολίες της ζωής: τη φτώχεια, τα βάσανα, τον θάνατο ― πρόκειται για την προμελέτη των κακών όπου τις αντικρίζουμε κατά πρόσωπο, υπενθυμίζοντας στον εαυτό μας ότι δεν είναι δεινά, αφού δεν εξαρτώνται από μας

«Από φυλακής πρωίας θα εξετάζουμε εκ των προτέρων όλα όσα έχουμε να κάνουμε στη διάρκεια της μέρας και θα προσδιορίσουμε εκ των προτέρων τις αρχές που θα κατευθύνουν και θα εμπνεύσουν τις πράξεις. Το βράδυ, θα εξετάζουμε εκ νέου τους εαυτούς μας για να δούμε τα λάθη ή τις προόδους που έγιναν. Θα εξετάζουμε επίσης τα όνειρά μας»

Για τον στωικό λοιπόν το να φιλοσοφείς σημαίνει να ασκείσαι στο να «ζεις», δηλαδή να ζεις συνειδητά κι ελεύθερα: συνειδητά, ξεπερνώντας τα όρια της ατομικότητας κι αναγνωρίζοντας τον εαυτό σου ως μέρος ενός Κόσμου που παίρνει ζωή από τον Λόγο. Ελεύθερα, με το να αποποιούμαστε την επιθυμία όσων δεν εξαρτώνται από μας και που υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας, για να δώσουμε εξέχουσα σημασία μόνο σ’ όσα εξαρτώνται από μας, δηλαδή στην ορθή πράξη που είναι σε συμφωνία με τον Λόγο.

Αντιλαμβανόμαστε καλά ότι μια φιλοσοφία, όπως αυτή των στωικών, η οποία απαιτεί επαγρύπνηση, ενέργεια, ένταση ψυχής συνίσταται ουσιαστικά από πρακτικές ασκήσεις.

Αλλά ίσως εκπλαγούμε διαπιστώνοντας πως ο επικουρισμός, που συνηθίζεται να θεωρείται ως μια φιλοσοφία της ηδονής, αποδίδει την ίδια σημασία όπως και ο στωικισμός σε συγκεκριμένες πρακτικές που δεν είναι τίποτε άλλο από πρακτικές ασκήσεις. Κι αυτό γιατί τόσο για τον Επίκουρο όσο και για τους στωικούς η φιλοσοφία είναι μια θεραπευτική μέθοδος: «Η μόνη μας ενασχόληση πρέπει να είναι η θεραπεία μας».

Αλλά αυτή τη φορά η θεραπεία συνίσταται στο να επαναφέρει την ψυχή από τις έγνοιες της ζωής στην απλή χαρά του Είναι. Η δυστυχία των ανθρώπων προέρχεται από το γεγονός πως φοβούνται πράγματα που δεν χρειάζεται να φοβούνται και πως επιθυμούν πράγματα που δεν είναι αναγκαίο να επιθυμούν μια και υπερβαίνουν τις δυνάμεις τους. Έτσι η ζωή τους αναλώνεται στη δίνη αδικαιολόγητων φόβων και ανικανοποίητων επιθυμιών. Στερούνται λοιπόν της μόνης πραγματικής ηδονής, της ηδονής του είναι. Κι είναι γι’ αυτό το λόγο που η επικούρεια φυσική απελευθερώνει από την αγωνία δείχνοντας πως οι θεοί δεν έχουν καμία επενέργεια στην πορεία του κόσμου και πως ο θάνατος, ως ολοκληρωτική διάλυση, δεν αποτελεί μέρος της ζωής.

Η επικούρεια δεοντολογία απελευθερώνει από τις ανικανοποίητες επιθυμίες κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες, σε φυσικές και μη αναγκαίες επιθυμίες και σε επιθυμίες που δεν είναι ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες. Η ικανοποίηση των πρώτων, η παραίτηση από τις τελευταίες κι ενδεχομένως από τις δεύτερες αρκεί για να εξασφαλίσει την αβουλησία και να φανερώσει την ευεξία του είναι: «Φωνάζει η σάρκα να μην πεινά, να μην διψά, να μην κρυώνει. Όποιος τα ‘χει αυτά και ελπίζει να τα διατηρήσει, ακόμα και τον Δία μπορεί να ανταγωνιστεί σ’ ευδαιμονία». Εξ ου και το σχεδόν απρόσμενο αίσθημα ευγνωμοσύνης που φωτίζει αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε επικούρεια ευσέβεια προς τα πράγματα: «Ας ευχαριστήσουμε την μακάρια Φύση που όρισε τα αναγκαία να είναι ευπόριστα και τα δυσπόριστα να μην είναι αναγκαία».

Για να επιτευχθεί λοιπόν η θεραπεία της ψυχής είναι αναγκαία η φιλοσοφία στην πράξη. Όπως και στους στωικούς έτσι κι εδώ αφομοιώνουμε, μελετάμε «νυχθημερόν» σύντομα αποφθέγματα ή περιλήψεις που επιτρέπουν την «εύκολη χρήση» των θεμελιωδών διδασκαλιών (δογμάτων). Όπως παραδείγματος χάρη το περίφημο τετραφάρμακον: «Οι θεοί δεν είναι για να τους φοβόμαστε, ο θάνατος είναι χωρίς κίνδυνο, το καλό εύκολα αποκτιέται, το κακό εύκολα υποφέρεται Η αφθονία των συλλογών επικούρειων αποφθεγμάτων ανταποκρίνεται σ’ αυτήν την απαίτηση της πνευματικής άσκησης της εσωτερικής μελέτης.

Αλλά η μελέτη, η απλή ή η λόγια, δεν είναι η μόνη επικούρεια πνευματική άσκηση. Για τη θεραπεία της ψυχής χρειάζεται όχι όπως το θέλουν οι στωικοί το να την εξασκείς στην ένταση, αλλά αντιθέτως στο να την εξασκείς στη χαλάρωση. Αντί να σκεφτόμαστε τα δεινά από πριν, έτσι ώστε να προετοιμαζόμαστε να τα αντιμετωπίσουμε, πρέπει αντίθετα να αποσπάμε την σκέψη μας από τα επώδυνα πράγματα και να ακινητοποιούμε το βλέμμα μας στις ηδονές. Πρέπει να ξαναζωντανεύουμε την ανάμνηση των ηδονών του παρελθόντος και να αντλούμε ικανοποίηση από τις ηδονές του παρόντος, αναγνωρίζοντας πόσο αυτές οι ηδονές του παρόντος είναι μεγάλες κι ευχάριστες. Έχουμε εδώ μια πνευματική άσκηση πολύ συγκεκριμένη: όχι πλέον τη συνεχή επαγρύπνηση του στωικού που προσπαθεί πάντα να είναι έτοιμος να διασφαλίσει την ηθική ελευθερία του ανά πάσα στιγμή, αλλά την ελεύθερη επιλογή, πάντα σε ανανέωση, της χαλάρωσης και της γαλήνης και μια βαθιά ευγνωμοσύνη προς τη φύση και τη ζωή που, εάν ξέρουμε να τις βρίσκουμε, μας προσφέρουν ασταμάτητα ηδονή και χαρά.

Με τον ίδιο τρόπο η πνευματική άσκηση που συνίσταται στο να προσπαθούμε να ζούμε την παρούσα στιγμή διαφέρει πολύ ανάμεσα στους στωικούς και στους επικούρειους. Σύμφωνα με τους πρώτους, είναι ένταση πνεύματος, συνεχής αφύπνιση της ηθικής συνείδησης. Για τους δεύτερους, είναι για μια άλλη φορά πρόσκληση για χαλάρωση και γαλήνη: η έγνοια, η οποία μας διχάζει στην προοπτική του μέλλοντος, μας κρύβει την ασύγκριτη αξία του απλώς είναι: «Μια φορά γεννιόμαστε, δεν γίνεται να γεννηθούμε δύο φορές. Λοιπόν είναι αναγκαίο να μην υπάρχουμε για πάντα. Παρόλα αυτά εσύ, χωρίς να είσαι κύριος της επόμενης μέρας, αναβάλλεις πάλι τη χαρά για άλλοτε – και στο μεταξύ η ζωή αναλώνεται εις μάτην από αναβολή σε αναβολή κι ο καθένας μας πεθαίνει φορτωμένος έγνοιες». Πρόκειται για τον περίφημο στίχο του Οράτιου: carpe diem (άδραξε το σήμερα). «Ενώ μιλάμε, ο φθονερός χρόνος έχει κιόλας αποδράσει. Άδραξε το σήμερα δίχως να εμπιστεύεσαι το αύριο

Εν τέλει, για τους επικούρειους, πνευματική άσκηση είναι η απόλαυση: διανοητική ηδονή της θεωρίας της φύσης, αναλογισμός της παρελθοντικής και της παρούσας ηδονής και τέλος, ηδονή της φιλίας. Η φιλία, για την επικούρεια κοινότητα, έχει κι αυτή τις πνευματικές της ασκήσεις, οι οποίες συντελούνται εντός μιας χαρούμενης και χαλαρής ατμόσφαιρας: η δημόσια εξομολόγηση των σφαλμάτων και η αδελφική διόρθωσή τους, ασκήσεις που συνδέονται με την εξέταση της συνειδήσεως. Όμως τρόπον τινά η κατ’ εξοχήν πνευματική άσκηση είναι πρωτίστως η ίδια η φιλία: «Καθένας τους έπρεπε να τείνει προς την δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που να κάνει τις καρδιές να θάλπουν. Πάνω απ’ όλα μετρούσε το να είναι κανείς ευτυχισμένος και η αμοιβαία στοργή, δηλαδή η εμπιστοσύνη με την οποία αφηνόταν ο ένας στον άλλον συνέβαλλαν περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο στην ευτυχία».

Μαθαίνω να διαλέγομαι

Η πρακτική των πνευματικών ασκήσεων έχει πιθανώς τις ρίζες της στον Σωκρατικό Διάλογο γιατί η μορφή αυτή ήταν και παραμένει το ζωντανό κάλεσμα που αφυπνίζει την ηθική συνείδηση. Η αποστολή του Σωκράτη συνίσταται στο να προσκαλεί τους συγχρόνους του να εξετάσουν τη συνείδησή τους, να μεριμνούν για τις εσωτερικές τους προόδους: «Καρφί δεν μου καίγεται για όσα απασχολούν τους περισσότερους ανθρώπους: χρηματικές συναλλαγές, διαχείριση των αγαθών, στρατηγίες, ρητορικές επιτυχίες, αξιώματα, συμμαχίες, πολιτικές φατρίες. Δεν είναι αυτός ο δρόμος που διάλεξα, … αλλά εκείνος που μου επιτρέπει να κάνω το μεγαλύτερο καλό στον καθένα σας ξεχωριστά, προσπαθώντας να σας πείσω να σας απασχολούν λιγότερο αυτά που έχετε, και περισσότερο αυτό που είστε, έτσι ώστε να καταστήσετε εαυτούς όσο το δυνατόν καλύτερους και λογικότερους».

Έτσι λοιπόν ο σωκρατικός διάλογος παρουσιάζεται ως μια από κοινού πνευματική άσκηση η οποία προσκαλεί στην εξέταση της συνείδησης, στην προσοχή του εαυτού μας, στο περίφημο «Γνώθι σαυτόν». Το να γνωρίζεις τον εαυτό σου σημαίνει είτε να τον γνωρίζεις ως μη σοφό (δηλαδή όχι ως σοφό αλλά ως φιλό-σοφο, ως κάποιον που πορεύεται προς τη σοφία), είτε να γνωρίζεις τον εαυτό σου στο αυθεντικό του είναι (δηλαδή να διαχωρίζεις αυτό που δεν είσαι απ’ αυτό που είσαι εσύ ο ίδιος), είτε να γνωρίζεις τον εαυτό σου στην πραγματική ηθική του κατάσταση (δηλαδή να εξετάζεις την συνείδησή σου).

Αυτή η στενή σχέση ανάμεσα στον διάλογο με τον άλλον και στον διάλογο με τον εαυτό μας είναι εξόχως σημαντική. Μόνο αυτός που είναι ικανός για μια πραγματική συνάντηση με τον άλλον είναι ικανός για μια αυθεντική συνάντηση με τον εαυτό του, αλλά και το αντίστροφο είναι εξίσου αληθινό. Ο διάλογος δεν μπορεί να είναι αληθινός παρά μόνο παρουσία του άλλου και του εαυτού μας. Από αυτήν την άποψη κάθε πνευματική άσκηση είναι διαλογική, στο μέτρο που είναι άσκηση αυθεντικής παρουσίας τόσο στον εαυτό μας όσο και στους άλλους.

Μαθαίνω να πεθαίνω

Υπάρχει μια αινιγματική σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και στον θάνατο. Ήταν ένα από τα πιο αγαπητά θέματα της σκέψης του Brice Parain: «Η γλώσσα δεν αναπτύσσεται παρά μόνο πάνω στον θάνατο των ατόμων». Κι αυτό γιατί ο Λόγος αντιπροσωπεύει μια απαίτηση καθολικού ορθολογισμού – εικάζει έναν κόσμο αμετάβλητων κανόνων – που αντιτίθεται στο αέναο γίγνεσθαι και στις μεταβλητές ορέξεις της ατομικής σωματικής ζωής. Σ’ αυτήν τη σύγκρουση, όποιος παραμένει πιστός στον Λόγο κινδυνεύει να χάσει τη ζωή. Αυτή ήταν και η ιστορία του Σωκράτη.

Ο Σωκράτης πέθανε λόγω της πίστης του στον Λόγο. Ο Σωκράτης εκθέτει εαυτόν στον θάνατο υπέρ της αρετής. Προτίμησε να πεθάνει παρά ν’ απαρνηθεί τις απαιτήσεις της συνείδησής του. Προτίμησε δηλαδή το Αγαθό από το είναι, προτίμησε τη συνείδηση και τη σκέψη από τη ζωή του σώματος. Αυτή η συγκεκριμένη επιλογή είναι και η θεμελιώδης φιλοσοφική επιλογή. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η φιλοσοφία είναι άσκηση και μάθηση του θανάτου, εάν είναι αλήθεια πως υποβάλλει τη βούληση του σώματος για ζωή στις ανώτερες επιταγές της σκέψης. «Έτσι λοιπόν», λέει ο Σωκράτης του Φαίδωνα, «είναι αλήθεια ότι οι ορθώς φιλοσοφούντες ασκούνται στο να πεθαίνουν και ότι θεωρούν τον θάνατο ελάχιστα τρομακτικό σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους».

Ο θάνατος, για τον οποίο γίνεται λόγος εδώ, είναι ένας πνευματικός διαχωρισμός μεταξύ της ψυχής και του σώματος: [είναι] «το να διαχωρίζουμε όσο γίνεται περισσότερο την ψυχή από το σώμα, να την συνηθίσουμε να περισυλλέγεται στον εαυτό της και να συγκεντρώνεται απ’ όποιο σημείο του σώματος κι αν βρίσκεται, και να μένει κατά το δυνατόν μόνη με τον εαυτό της, και στο παρόν και μετέπειτα, ωσάν να έχει απαλλαγεί από τα δεσμά του σώματος». Τέτοιου είδους είναι και η πλατωνική πνευματική άσκηση. Αλλά πρέπει να την κατανοήσουμε καλά, και κυρίως να μην την διαχωρίσουμε από τον φιλοσοφικό θάνατο του Σωκράτη, του οποίου η παρουσία δεσπόζει σ’ όλο τον Φαίδωνα.

«Κοίτα την κάθε μέρα που φέγγει σαν να ήταν η τελευταία για σένα· έτσι θα δέχεσαι μ’ ευγνωμοσύνη την κάθε ανέλπιστη ώρα» Οράτιος. Μαθαίνοντας να πεθαίνει, ο στωικός μαθαίνει να είναι ελεύθερος. Όπως γράφει ο Montaigne, λογοκλέπτοντας τον Σενέκα, σ’ ένα από τα διασημότερα δοκίμιά του, με τίτλο «Φιλοσοφώ σημαίνει μαθαίνω να πεθαίνω»: «Εκείνος που έμαθε να πεθαίνει ξέμαθε να υπηρετεί». Η σκέψη του θανάτου μετασχηματίζει τον τόνο και το επίπεδο της εσωτερικής ζωής: «Να’ ναι κάθε μέρα ο θάνατος μπροστά στα μάτια σου», λέει ο Επίκτητος, «και ποτέ δεν θα σε κατατρέξει ούτε ενθύμηση κατώτερη, ούτε υπερβολική επιθυμία». Αυτό το φιλοσοφικό θέμα συναντάει εκείνο της απέραντης αξίας της παρούσας στιγμής, την οποία πρέπει να ζούμε σαν να είναι ταυτόχρονα η πρώτη και η τελευταία. Ακόμα και για τον Χάιντεγκερ, η φιλοσοφία είναι «μελέτη θανάτου»: Η αυθεντικότητα της ύπαρξης έγκειται στη διαυγή πρόγευση του θανάτου. Από κει και πέρα είναι ζήτημα του καθενός να επιλέξει μεταξύ διαύγειας και διασκορπισμού.

Η «άσκηση του θανάτου» συνδέεται λοιπόν εδώ με τη θεωρία της ολότητας, με την εξύψωση της σκέψης περνώντας από την ατομική και παθιασμένη υποκειμενικότητα στην αντικειμενικότητα της οικουμενικής προοπτικής, δηλαδή με την άσκηση της καθαρής σκέψης. Αυτό το χαρακτηριστικό του φιλοσόφου δέχεται εδώ για πρώτη φορά ένα όνομα το οποίο θα διατηρήσει σε όλη την αρχαία παράδοση: την μεγαλοπρέπεια της ψυχής.

Ο Πορφύριος, ο εκδότης των γραπτών του Πλωτίνου, ταξινόμησε συστηματικά τα έργα του δασκάλου του σύμφωνα με τα στάδια αυτής της πνευματικής προόδου: κάθαρση της ψυχής μέσω της αποκόλλησής της από το σώμα, έπειτα γνώση και υπέρβαση του αισθητού κόσμου και τέλος μεταστροφή προς τον Νου και προς το Εν.

Η πραγματοποίηση αυτής της πνευματικής προόδου απαιτεί λοιπόν ασκήσεις. Ο Πορφύριος ανακεφαλαιώνει αρκετά καλά την πλατωνική παράδοση, λέγοντας πως πρέπει να αφοσιωνόμαστε σε δύο ασκήσεις: από τη μία να απομακρύνουμε τη σκέψη από κάθε τι το θνητό και σαρκικό κι από την άλλη να επιστρέφουμε προς την ενέργεια του Νου. Στον νεοπλατωνισμό η πρώτη άσκηση περιλαμβάνει πλευρές έντονα ασκητικές με τη σύγχρονη έννοια της λέξης, ιδίως μια δίαιτα χορτοφαγίας. Στην ίδια σύμφραση, ο Πορφύριος επιμένει έντονα στη σημασία των πνευματικών ασκήσεων: η θεωρία που φέρνει την ευτυχία δεν συνίσταται μόνο σε μια συσσώρευση αφηρημένων λόγων και διδασκαλιών ακόμα κι αν αναφέρονται στα όντως όντα, αλλά πρέπει να καταβάλλουμε μια επιπλέον προσπάθεια, έτσι ώστε αυτές οι διδασκαλίες να γίνουν μέσα μας «φύση και ζωή».

Όλα τα παραπάνω παραδείγματα μας επιτρέπουν να διακρίνουμε την αλλαγή προοπτικής στην ερμηνεία και την ανάγνωση των φιλοσοφικών έργων της αρχαιότητας, υπό το πρίσμα της πρακτικής φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία είναι λοιπόν στην ουσιαστική της μορφή όχι πλέον μια θεωρητική κατασκευή, αλλά ως μια μέθοδος διάπλασης ενός νέου τρόπου να ζει και να βλέπει κανείς τον κόσμο, μια προσπάθεια μεταμόρφωσης και εξέλιξης του ανθρώπου στην καθημερινότητα.

 

Βιβλιογραφία:

Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής – Pierre Hadot

Ετικέτες: Στάση ζωής φιλοσοφία
Εκτύπωση

Από το ίδιο Τεύχος

Περισσότερα Άρθρα ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Σχετικά Άρθρα

×