Γενική περιγραφή: Μασκάρεμα ανθρώπων. Σφάξιμο χοιρινών. Αστεία μεταξύ των ανθρώπων και βωμολοχίες. Δρώμενα σχετικά με διάφορες κοινωνικές καταστάσεις και διακωμώδησή τους. Ανάλογα με την ημερομηνία του Πάσχα, κάπου μέσα στον Φεβρουάριο, άρχιζε το Τριώδιο. Σε αυτήν τη γιορτή οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν, έκαναν διαφόρων ειδών αστεία, γλεντούσαν και τελούσαν διάφορες πρακτικές που είχαν ως σκοπό να ξεδώσουν όσο μπορούν, να φάνε κρέας όσο μπορούν και να προετοιμαστούν για τη νηστεία της Σαρακοστής, που ήταν καθαρτικής και εξαγνιστικής σημασίας ενόψει του Πάσχα.
Σκοπός: Η ψυχολογική ανανέωση και προετοιμασία για την «αγνή» περίοδο της Σαρακοστής, η απομάκρυνση των χθόνιων δυνάμεων του σκοταδιού και του χειμώνα, το ξύπνημα της φύσης και η προετοιμασία για τον ερχομό της άνοιξης.
Προέλευση: Διονυσιακές γιορτές της αρχαίας Ελλάδας.
Μπούλες
Πότε: Στο Τριώδιο.
Πού: Σε όλη την Ελλάδα.
Περιγραφή: Μπούλες ονομάζονταν οι μασκαρεμένοι που γύριζαν τα βράδια από σπίτι σε σπίτι, απαιτούσαν μεζέ, έκαναν αστεία και πειράγματα και οι νοικοκυραίοι έμπαιναν στη διαδικασία να ανακαλύψουν ποιοι είναι, πράγμα πολύ δύσκολο έως ακατόρθωτο. Η περιποίηση των μασκαρεμένων κρατούσε για όσο διάστημα παρέμενε κρυφή η ταυτότητά τους και σταματούσε αν αποκαλύπτονταν.
Σκοπός: Η ψυχολογική ανανέωση και προετοιμασία για την «αγνή» περίοδο της Σαρακοστής. Η αλλαγή της μορφής (μασκάρεμα) ως ψυχολογική προϋπόθεση για την προσπάθεια εύρεσης μιας νέας, δηλαδή ανανεωμένης μορφής.
Προέλευση: Διονυσιακές γιορτές της αρχαίας Ελλάδας. Οι πιστοί του Διονύσου μεταμφιέζονταν σε Σάτυρους και Σειληνούς, όντα συνοδούς του Διονύσου και κάλυπταν το σώμα τους με τρυγία, θεωρώντας ότι η μεταμφίεση βοηθά περισσότερο στην κατάληψή τους από το πνεύμα του λατρευόμενου θεού.
Μπουρμπούλια
Πότε: Κάθε Πέμπτη βράδυ σε όλη την περίοδο των Απόκρεω.
Πού: Πάτρα, Επτάνησα, νησιά Αιγαίου.
Περιγραφή: Οι γυναίκες ντύνονταν Ντόμινο, φορούσαν μια μαύρη κάπα με κουκούλα και καλυμμένες στο πρόσωπο πήγαιναν στο Δημοτικό Θέατρο όπου χόρευαν με τους άντρες που πήγαιναν εκεί ντυμένοι κανονικά και δεν ήξεραν ποια ή πώς είναι η ντάμα τους. Αυτό γινόταν κάθε Πέμπτη το βράδυ σε όλη την περίοδο των Απόκρεω.
Σκοπός: Η απελευθέρωση του ανθρώπου μέσω της απελευθέρωσης των ηθών και της απαλλαγής από τους συμβατικούς κοινωνικούς κανόνες.
Προέλευση: Έθιμο της Βενετίας, κατάλοιπο της Ενετοκρατίας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Και στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε ανάλογο έθιμο στις καλοκαιρινές τελετές που σχετίζονταν με τη γονιμότητα.
Στα νησιά του Αιγαίου το έθιμο συσχετιζόταν με τη λατρεία του Διονύσου και τις μαινάδες, οπαδούς του Διονύσου, και συνοδευόταν με ερωτικές και ωμοφαγικές πρακτικές.
Ραγκουτσάρια
Πότε: 6-7-8 Ιανουαρίου.
Πού: Καστοριά και Θεσσαλία γενικότερα.
Περιγραφή: Στα Ραγκουτσάρια παίρνουν μέρος όλοι οι Καστοριανοί, άνδρες και γυναίκες, σε “μπουλούκια”, από διάφορες γειτονιές, το καθένα με τα “όργανά” του που γλεντούν, μέσα σ’ ένα πανζουρλισμό, χωρίς κοινωνικές διακρίσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των μουσικών οργάνων, που εκτός από τα παραδοσιακά (ζουρνάδες, γκάιντες κ.α.), από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας προστέθηκαν τα λαϊκά “τακούμια”, κρουστά και κυρίως πνευστά, χάλκινα όργανα, κατάλοιπα από τις μεγάλες στρατιωτικές μπάντες που κατά καιρούς περνούσαν από την πόλη.
Οι κάτοικοι μεταμφιέζονται με τρομακτικές και θορυβώδεις στολές και περιφέρονται στην πόλη αναζητώντας «δώρα» από τους υπόλοιπους μέσα σε ένα κλίμα χαράς και πανηγυρισμού. Με αυτόν τον τρόπο εξαγοράζεται η προσφορά τους στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων που ταλαιπωρούν κάποιο σπιτικό. Για να γίνει αυτό, βασική προϋπόθεση είναι οι μεταμφιεσμένοι να φέρουν αποτροπαϊκή μάσκα η οποία θα τρομάξει το κακό.
Σκοπός: Απομάκρυνση των κακών, χθόνιων ενεργειών και εξαγνισμός του χώρου και των ανθρώπων.
Προέλευση: Τα Καρναβάλια της Καστοριάς (Ραγκουτσάρια) αποτελούν αναβίωση των αρχαίων διονυσιακών οργιαστικών τελετών που γίνονταν αμέσως μετά τη γιορτή της γέννησης του ήλιου, στις 25 Δεκεμβρίου, προς τιμήν της φύσης που θα αναγεννηθεί την άνοιξη. Είναι επιβίωση του γνήσιου ελληνικού καρναβαλιού και γιορτάζεται στις 6, 7 και 8 Ιανουαρίου.
Απόκριες
Πότε: Περίοδος των Απόκρεω.
Πού: Θεσσαλία.
Περιγραφή: Παιδιά, νέοι και γέροι μεταμφιεσμένοι γυρνούν από σπίτι σε σπίτι στους δρόμους και στις γειτονιές. Οι μεταμφιεσμένοι αυτοί λέγονται μουτσούνες ή μασκαράδες λόγω της μάσκας που φοράνε. Συνηθίζουν να δίνουν μικρές παραστάσεις όπου βρεθούν μιμούμενoι ανθρώπινους χαρακτήρες και συντοπίτες τους. Οι πιο καλές μεταμφιέσεις και οι πιο αριστοκρατικές είναι οι «μπράμδες». Σε αυτές φορούν τοπικές ενδυμασίες (φουστανέλες, βράκες, τουαλέτες της εποχής) με πολλά τσαπράζια ασημένια και καλά μαντήλια. Γυρίζουν από γειτονιά σε γειτονιά και τραγουδούν το επικό τραγούδι της «βλάχας». Την Κυριακή της Τυρινής μαζεύονται στις πλατείες και χορεύουν. Οι νοικοκύρηδες τους κερνούν ρυζόγαλο, γαλατομπούρεκο και άφθονο κρασί.
Σκοπός: Η ελεύθερη έκφραση των συμμετεχόντων, κρύβοντας την ταυτότητά τους.
Προέλευση: Διονυσιακές λατρείες
Τσίκνισμα
Πότε: Την Τσικνοπέμπτη (ημέρα Πέμπτη, τη δεύτερη βδομάδα του Τριωδίου).
Πού: Σε όλη την Ελλάδα.
Περιγραφή: Άνδρες γυναίκες και παιδιά μαζεύονται σε παρέες και «τσικνίζουν», δηλαδή ψήνουν και τρώνε κρέας, συχνά πίνοντας πολύ και χορεύοντας. Λέγεται ότι πρέπει «να τσικνιστεί η γωνιά του κάθε σπιτιού» και όσο πιο ψηλά πάει η τσίκνα τόσο καλότυχο θα είναι και το σπίτι.
Σκοπός: Το γλέντι και η κρεοφαγία πριν από τη νηστεία του Πάσχα.
Προέλευση: Η αρχαία πρακτική της θυσίας ζώων και η μετέπειτα κατανάλωσή τους.
Καρναβάλι
Πότε: Το επίσημο καρναβάλι γίνεται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, αλλά μεταμφιεσμένοι υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια του Τριωδίου.
Πού: Σε όλη την Ελλάδα
Περιγραφή: Πρόκειται για μια παρέλαση αρμάτων όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις, οι αθυροστομίες, η σάτιρα και το γλέντι. Στην Αθήνα καθιερώθηκε επίσημα τον 19ο αιώνα, αλλά σήμερα έχει χάσει την παλιά του αίγλη, με γνωστότερο το καρναβάλι στο Μοσχάτο. Στην Πάτρα γίνεται μεγάλη παρέλαση αρμάτων που συγκεντρώνει πλήθος κόσμου.
Σκοπός: Το αποκριάτικο έθιμο με το καρναβάλι, που εκδηλώνεται με διάφορα επιμέρους έθιμα σε κάθε περιοχή, έχει κοινή προέλευση και σκοπό. Ο σκοπός των εορτασμών ήταν να φέρουν το ξύπνημα της φύσης την άνοιξη με φωνές, κουδούνες, δυνατά χτυπήματα στο έδαφος. Επίσης εκείνη την περίοδο, όπως και το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, λένε ότι ανεβαίνουν οι νεκροί στον επάνω κόσμο. Ένας από τους σκοπούς των καρναβαλιστών είναι να ξορκίσουν τα πνεύματα των νεκρών και το κακό. Πολλά έθιμα έχουν να κάνουν με τον θάνατο και τον γάμο, συμβολίζοντας τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, αλλά και τη γονιμότητα, που έρχεται με την Άνοιξη.
Προέλευση: Παρόμοια έθιμα υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα προς τιμήν του Διονύσου, αλλά και σε άλλες χώρες, όπως η Αίγυπτος με τις γιορτές της Ίσιδας, αλλά και στην εβραϊκή θρησκεία με το Πονρίμ. Σε όλες αυτές τις γιορτές το κοινό στοιχείο είναι οι μεταμφιέσεις. Στις γιορτές αυτές υπάρχει έντονο το φαλλικό στοιχείο, καθώς έχουν να κάνουν με τη γονιμότητα. Επίσης συμβολικά αναπαριστάνεται ο κύκλος της ζωής και του θανάτου, καθώς και η έννοια του προσωπείου, μάσκα, προσωπίδα. Το άρμα που έχει καθιερωθεί στα καρναβάλια, είναι το άρμα του Διονύσου, ενώ ο βασιλιάς καρνάβαλος συμβολίζει τον ίδιο τον Διόνυσο. Χαρακτηριστική είναι η ομοιότητα της περιόδου της Αποκριάς με την περίοδο του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων, που πιθανά σχετίζεται με τη μεταφορά της Πρωτοχρονιάς από Μάρτιο σε Ιανουάριο.
Ψήσιμο αυγών
Πότε: Τις μέρες της Αποκριάς.
Πού: Βοιωτία.
Περιγραφή: Ψήνουν αυγά στο τζάκι ώσπου να «ιδρώσουν». Όποιου το αυγό ιδρώσει πρώτα, θα ‘ναι γερός όλη τη χρονιά.
Σκοπός: Οιωνοσκοπία, μαντική.
Προέλευση: Αρχαίες πρακτικές μαντείας. Στους Ορφικούς εφαρμοζόταν η μέθοδος της ωοσκοπίας.
Το λαϊκό δικαστήριο
Πότε: Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς
Πού: Κάρπαθος.
Περιγραφή: Ο εορτασμός της Αποκριάς έχει τη μορφή απόδοσης άτυπης δικαιοσύνης. Κάποιοι από τους κάτοικους κάνουν άσχημες χειρονομίες και τότε συλλαμβάνονται από τους «τζαφιέδες» που παίζουν τον ρόλο χωροφυλάκων και οδηγούνται στο λαϊκό δικαστήριο ανήθικων πράξεων. Εκεί τους απαγγέλλονται αυτοσχέδιες κατηγόριες οι οποίες προκαλούν γέλιο.
Σκοπός: Σάτιρα για κάθε μορφή εξουσίας και για τις αδικίες που διαπράττονται στο όνομά της.
Προέλευση: Την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν ένας τρόπος εκτόνωσης της λαϊκής οργής απέναντι στην τουρκική διοίκηση και τους προεστούς.
Ο γέρος και η κορέλα
Πότε: Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.
Πού: Σκύρος.
Περιγραφή: Σύμφωνα με μια πανάρχαια παράδοση, κάποιο βαρύ χειμώνα η μοναδική βουνοκορφή της Σκύρου είχε σκεπαστεί από πυκνό χιόνι και οι Σκυριανοί κτηνοτρόφοι είχαν αποκλειστεί μαζί με τα κοπάδια τους. Πολλά από τα ζώα πέθαναν και οι τσοπάνηδες, οι «γέροι», είχαν αναγκαστεί να ντυθούν με προβιές για να ζεσταθούν και περνώντας τα παραδοσιακά κουδούνια στη μέση κατέβηκαν στα πεδινά για να μεταφέρουν τα νέα. Στο γυρισμό οι γυναίκες, κορέλες, ντύθηκαν με τα καλά τους και βγήκαν στους δρόμους για να τους προϋπαντήσουν.
Από τότε το έθιμο του γέρου και της κορέλας αναβιώνει κάθε χρόνο. Ο γέρος φορά μια χοντρή μαύρη κάπα, μια άσπρη βράκα που φτάνει μέχρι τους αστραγάλους, στο χέρι κρατά ένα στραβοράβδι, ενώ στη μέση του είναι περασμένες δυο-τρεις σειρές από κουδούνια που το βάρος τους μπορεί να ξεπεράσει τα 50 κιλά! Στο πλευρό του χορεύει η κορέλα με την παραδοσιακή σκυριανή στολή όλο κεντήματα και κοσμήματα.
Μεταγενέστερα προστέθηκε και ο «φράγκος» που ντύνεται με κοινά, ευρωπαϊκά, όπως τα λένε, ρούχα. Φοράει καπέλο ενώ το πρόσωπο του το κρύβει με μουτσούνα (μάσκα). Έχει ένα τσοπάνικο κουδούνι που κρεμιέται πίσω στη μέση και ένα κοχύλι που κρατάει στο χέρι. Αυτό είναι το γνωστό μπούρο των ναυτικών με το οποίο φυσά και πειράζει όσους παρακολουθούν.
Το γλέντι ξεκινά με την πομπή που ανηφορίζει από τα σοκάκια της χώρας προς το κάστρο, στο μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου. Εκεί τους περιμένουν οι νεότεροι χτυπώντας της καμπάνες. Εκτός από τραγούδια και χορούς γίνονται και πολλά θεατρικά δρώμενα που έχουν ένα παραδοσιακό χαρακτήρα διονυσιακής σάτιρας.
Σκοπός: Βίωση της ιδέας της επιστροφής από τον θάνατο στη ζωή μέσα στον κύκλο της φυσικής αναγέννησης.
Προέλευση: Σε αυτό το έθιμο βλέπουμε έντονα σημάδια διονυσιακής λατρείας.
Οι κουδουνάτοι
Πότε: Από την Τσικνοπέμπτη και εξής.
Πού: Νάξος και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
Περιγραφή: Νέοι και νέες μασκαρεύονται και πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι πίνοντας άφθονο κρασί, χορεύοντας και τραγουδώντας κοτσάκια, τα οποία στο μεγαλύτερο ποσοστό τους είναι γεμάτα βωμολοχίες και πειράγματα ερωτικού και όχι μόνο περιεχομένου.
Οι γυναίκες φορούν συνήθως ανδρικά ρούχα και οι άνδρες γυναικεία, ενώ μερικοί παρουσιάζουν διάφορα επαγγέλματα ή υποκρίνονται γνωστούς αστείους χορικούς ρύπους. Κάποιες νέες φορούν υφαντές ενδυμασίες και βάζουν στο στήθος ή στο κεφάλι χρυσά φλουριά ή κοσμήματα ενώ κάποιοι νέοι φορούν βράκες. Πολλοί φορούν μουτσούνες για να μη δείξουν ποιοι είναι.
Την Τυρινή Δευτέρα και το Τυρινό Σάββατο κάνουν την εμφάνισή τους οι κουδουνάτοι, βοσκοί και γεωργoί, νέοι κυρίως, που φορούν το αμπαδέλλι, μια κάπα με κουκούλα από μαλλί προβάτου.
Το πρόσωπο του κουδουνάτου είναι σκεπασμένο με μεταξωτό ή λεπτό βαμβακερό ύφασμα ή μαντήλι και κανείς δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει. Αυτό παραπέμπει στον Ηρακλή που είχε καλυμμένο το πρόσωπό του, όταν πήγαινε να μυηθεί στα Eλευσίνια Μυστήρια. Το καλυμμένο πρόσωπο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μέθοδος συμφιλίωσης του ατόμου με τον εαυτό του και τους γύρω του.
Στη μέση, στο στήθος και στην πλάτη οι κουδουνάτοι περιζώνονται με χοντρό σχοινί, από το οποίο κρέμονται σειρές κουδουνιών, που με τον ήχο τους διώχνουν τα κακά δαιμόνια από το χωριό. Στο δεξί χέρι κρατούν ένα χοντρό ξηρό βλαστό κουφοξυλιάς που ονομάζεται «σάμπα» και συμβολίζει τη γονιμότητα. Οι κουδουνάτοι, μαζί με το πλήθος που τους ακολουθεί, καταλήγουν σε κάποια πλατεία όπου ξεκινά ένας μεγάλος χορός μόλις εμφανίζονται ένας γαμπρός και μια νύφη, που συμβολίζει τη βλάστηση. Το δρώμενο κορυφώνεται, όταν τη νύφη την αρπάζει κάποιος από τους παριστάμενους, που την χορεύει και την πηγαίνει προς την εκκλησία υπό την καταδίωξη του γαμπρού. Ο γαμπρός σώζει τη νύφη, την φέρνει πίσω και ο χορός συνεχίζεται.
Οι κουδουνάτοι επίσης συνοδεύουν και τη γριά, έναν άντρα ντυμένο γυναίκα που συμβολίζει τη γνώση και τη σοφία. Κρατάει μια ρόκα και γνέθει και ένα καλάθι μέσα στο οποίο βάζει τα αβγά που μαζεύει από τα σπίτια που επισκέπτεται με τους κουδουνάτους. Τα αβγά είναι σύμβολο ζωής και το καλάθι είναι η μήτρα. Κάποιος άλλος πάλι, φορώντας προβιές και έχοντας κρεμασμένη στο λαιμό του την λεγόμενη μπούκα (μεγάλο κουδούνι από τράγο), παριστάνει την αρκούδα που ακολουθεί δεμένη με σχοινί τον αρκουδιάρη, ο όποιος χτυπώντας ένα τύμπανο της παίζει το ρυθμό γιάλα-γιαλάγια για να χορέψει. Η αρκούδα συμβολίζει τον χειμώνα ή το κακό και τη σκληρότητα που έχει δαμαστεί όμως από τον άνθρωπο – αρκουδιάρη.
Σκοπός: Η γονιμότητα της γης και των ανθρώπων σε όλα τα επίπεδα.
Προέλευση: Το έθιμο των κουδουνάτων αντιστοιχεί με τα δρώμενα μέσα στα εαρινά Διονύσια και το έθιμο της φαλλοφορίας, το οποίο γινόταν στα μεγάλα Διονύσια στη Δήλο και στη Αθήνα. Το κλέψιμο της νύφης συσχετίζεται με τον μύθο της Περσεφόνης.
Η μόστρα
Πότε: Την Τυρινή Κυριακή.
Πού: Χίος.
Περιγραφή: Στην περιοχή Θυμιανά, την τυρινή Κυριακή κατεβαίνει η «μόστρα», που είναι αναβίωση της μάχης των ντόπιων με τους πειρατές του Μεσαίωνα. Οι Θυμιανούσιοι, σύμφωνα με την παράδοση, νίκησαν τους πειρατές και επειδή έτυχε να είναι Τυρινή Παρασκευή πήραν τους αιχμάλωτους στην πλατεία του χωριού και τους μόστραραν. Οι νέοι του χωριού, ντυμένοι πειρατές και βρακάδες, χορεύουν τον παραδοσιακό χορό ταλίμι που είναι αναπαράσταση της μάχης. Έπειτα τραγουδώντας ένα πολεμικό άσμα με τη συνοδεία μουσικών οργάνων κατευθύνονται προς την εκκλησία του Αγίου Ευστράτιου όπου δένουν στα κάγκελα του ναού χιώτικα λάβαρα και σημαίες. Χορεύουν ανά δύο, κραδαίνοντας μεγάλα σπαθιά και φωνάζοντας: «Βρε-Βρε-Μωρή-Μωρή». Στο τέλος χορεύουν όλοι μαζί τον ιδιότυπο χορό «Δετό», πιασμένοι από τους ώμους. Με τον καιρό προστέθηκαν στο έθιμο και αλλά στοιχεία όπως παρέλαση αρμάτων και μασκαράδες.
Σκοπός: Αναβίωση του γεγονότος που περιγράφεται, τόνωση της ιστορικής τοπικής μνήμης.
Προέλευση: Μεσαιωνική πραγματικότητα. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα καταγράφονταν πλήθος πειρατικών επιδρομών στα νησιά του Αιγαίου.
Το στοιχειό της Χάρμαινας
Πότε: Το Σάββατο βράδυ, πριν από την Καθαρά Δευτέρα.
Πού: Άμφισσα.
Περιγραφή: Σύμφωνα με έναν παλιό μύθο, η Λενιώ, η αγαπημένη του Κωσταντή, πέφτει νεκρή από κεραυνό στην πηγή της Χάρμαινας στην συνοικία Ταμπάκικα (παλιά βυρσοδεψεία) της Άμφισσας. Ο Κωσταντής μαθαίνοντας τον χαμό της αγαπημένης του πέφτει από το κάστρο, σκοτώνεται και στοιχειωμένος πια τριγυρνά στα καλντερίμια της πόλης θρηνώντας τον χαμό της. Αποκρουστική μορφή το στοιχειό, φόβος και τρόμος της περιοχής αλλά και προστάτης της πηγής της Χάρμαινας και των Βυρσοδεψών, το τελευταίο Σάββατο της Αποκριάς κατεβαίνει τα σκαλιά του Αι-Νικόλα στην Άμφισσα συνοδευόμενο από άλλα αλλόκοτα πλάσματα, τις Νεράιδες, τις Μάγισσες, τους Ντεβέτσκες, τους Μποτσνάκηδες, τους Ξυλένιους, τους Αχυρένιους, τους Αράπηδες και μαζί με ένα πλήθος δερματοφόρων και κουδουνοφόρων συναντιέται με τα άλλα δύο στοιχειά της Τέχολης και του Γκιριζιού, φύλακες άλλων πηγών, με τα οποία παλεύει και βγαίνει νικητής.
Σκοπός: Να ξορκίσουν τα φαντάσματα και να τιμήσουν το πνεύμα που τους προστατεύει.
Προέλευση: Πρόκειται για έθιμο που αναβιώνει τους θρύλους και τις παραδόσεις των παλιών βυρσοδεψών (Ταμπάκηδων) που συνήθιζαν να ξορκίζουν τα φαντάσματα που τους ταλαιπωρούσαν τα βράδια που δούλευαν κοντά στη βρύση. Στους θρύλους αυτούς όμως συναντάμε και το στοιχειό της Χάρμαινας που τους αγαπούσε και τους προστάτευε.
Πανάρατος
Πότε: Καθόλη τη διάρκεια των Απόκρεω.
Πού: Καρπενήσι.
Περιγραφή: Πρόκειται για μια λαϊκή θεατρική παράσταση που έχει την εξής υπόθεση: ο Πανάρατος (αγαπητικός της βασιλοπούλας), γιος του βασιλιά της Θράκης, φιλοξενείται και ανατρέφεται στο παλάτι του βασιλιά (πατέρα) και ερωτεύεται τη βασιλοπούλα, με την οποία δεσμεύεται κρυφά. Ο βασιλιάς, που προορίζει την κόρη του για άλλον ομογάλακτο, ανακαλύπτει το γεγονός και αποκεφαλίζει τον Πανάρατο. Η βασιλοπούλα αυτοκτονεί, ενώ ο υπασπιστής της και ο χορός σκοτώνουν τον βασιλιά. Ακολουθεί η ανάσταση από τον Χάρο, που προστάζει τους νεκρούς: «Και παρευθύς εξήλθον εκ του Άδου! Και τας ψυχάς αναλάβατε και πάντες εγερθήτε!…»
Σκοπός: Υποδοχή της άνοιξης.
Προέλευση: Σύμφωνα με την προφορική παράδοση τον Πανάρατο έφερε στο Καρπενήσι το 1918 ο Ηπειρώτης, κτίστης τότε της εκκλησίας Αγίας Τριάδας, μαστρο-Τασιός Παπαγεωργίου. Όμως η ανάσταση των νεκρών ταυτίστηκε με άλλα «αγερμικά αποκριάτικα έθιμα», στα οποία ύστερα από τον θάνατο που έφερε στη φύση ο χειμώνας, έρχεται η ανάστασή της την Άνοιξη που ξεκινά μετά τις Αποκριές.
Μπουμπούνα
Πότε: Τελευταίο Σάββατο πριν από την Καθαρά Δευτέρα.
Πού: Θράκη.
Περιγραφή: Μέρες πριν από το Σάββατο, οι κάτοικοι συλλέγουν και συγκεντρώνουν στην πλατεία του χωριού παλιά ξύλα, στρώματα από άχυρο, ψάθες και άχρηστα τσουβάλια. Το βράδυ του Σαββάτου βάζουν φωτιά σε αυτά τα υλικά και αρχίζει η Μπουμπούνα. Στο έθιμο συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι αλλά κυρίως τα νέα παλικάρια που με άλματα πάνω από τη φωτιά προσπαθούν να εντυπωσιάσουν τις κοπέλες του χωριού. Μετά από τα άλματα ακολουθούν κυρίως θρακιώτικοι χοροί γύρω από την φωτιά, ακολουθεί προσφορά λουκάνικου και κόκκινου κρασιού σε όλους τους παρευρισκόμενους.
Σκοπός: Το έθιμο έχει ως σκοπό τον αποχαιρετισμό του χειμώνα, το καλωσόρισμα της Άνοιξης και την αρχή της σποράς της γης με ελπίδες για μια καλή σοδειά.
Προέλευση: Είναι ένα έθιμο που κυριάρχησε στον ελλαδικό χώρο με τον ερχομό των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη γύρω στο 1926.
Ο Μπέης
Πότε: Κυριακή της Αποκριάς.
Πού: Θράκη.
Περιγραφή: Στο Διδυμότειχο του Έβρου πραγματοποιείται αναβίωση του εθίμου του «Μπέη». Είναι ένας αποκριάτικος θίασος, μόνο με άντρες, που διακωμωδεί τον Τούρκο “μουχτάρ” και τιμά τη μητέρα γη. Αποτελείται από τον Μπέη και τη συνοδεία του, την ελληνοπούλα νύφη, και το “ζευγάρι” που δεν είναι τίποτα άλλο από δυο ταλαίπωρους που οδηγούν το κάρο που επάνω κάθεται ο Μπέης. Ο θίασος με τη συνοδεία μουσικών, αφού γυρίσει μέσα στο χωριό, αφού δεχθεί τα δώρα των κατοίκων (πετσέτες, σιτάρι ή καλαμπόκι) και αφού κατεβάσει πολύ κρασί, καταλήγει στην πλατεία. Εκεί ο Μπέης κλέβει γη. Μετρά με ανοιχτούς δρασκελισμούς ένα κομμάτι γης και το κάνει δικό του. Το “ζευγάρι” ζεύεται το αλέτρι με το υνί και ο Μπέης ξεκινά το όργωμα. Έπειτα αρχίζει τη σπορά. Τότε οι θεατές επιχειρούν να κλέψουν την ελληνοπούλα, χτυπούν και ρίχνουν τον τενεκέ με τη σπορά του Μπέη και τρέχουν μέσα στο χωριό. Πίσω τους και οι φρουροί. Ο Μπέης κλαίει, ζητά συγχώρεση και καλεί τους απαγωγείς να επιστρέψουν πίσω και δεν θα τους πειράξει. Αντί αυτού τους δωρίζει κομμάτια από τα δικά του δώρα και παραγγέλνει στα όργανα χορό.
Σκοπός: Το έθιμο έχει σκοπό τον αποχαιρετισμό του χειμώνα, το καλωσόρισμα της άνοιξης και την αρχή της σποράς της γης με ελπίδες για μια καλή σοδιά. Επίσης την τόνωση της τοπικής μνήμης.
Προέλευση: Περίοδος Τουρκοκρατίας.
Ο Τζάρος
Πότε: Κυριακή της Αποκριάς.
Πού: Θράκη.
Περιγραφή: Στην Ξάνθη αναβιώνει το παλιό έθιμο «Το κάψιμο του Τζάρου». Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ο «Τζάρος» ή η «Τζάρους», κατά τους κατοίκους της ανατολικής Θράκης, είναι ένα κατασκευασμένο ανθρώπινο ομοίωμα, τοποθετημένο πάνω σε ένα σωρό από πουρνάρια. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς καίγεται στο κέντρο της πλατείας ή σε υψώματα, για να μην έχουν το καλοκαίρι ψύλλους. Η ονομασία «Τζάρος» προήλθε από τον ιδιόρρυθμο ήχο που δημιουργεί η καύση του θάμνου «τζ,τζ,τζ…». Μετά την ολοκλήρωση του εθίμου, ακολουθεί ένα φαντασμαγορικό θέαμα με πυροτεχνήματα.
Σκοπός: Η φωτιά θα φέρει τον εξαγνισμό σε όλα τα επίπεδα, θα διώξει μακριά όλα τα κακoποιά στοιχειά που ταλαιπωρούν με τις δράσεις τούς τους ανθρώπους.
Προέλευση: Πρόκειται για ένα έθιμο με διονυσιακές καταβολές.
Καλογεροδευτέρα-Καλογερικά
Πότε: Μια βδομάδα πριν από την Καθαρά Δευτέρα.
Πού: Θράκη.
Περιγραφή: Αναβιώνει κάθε χρόνο μία βδομάδα πριν από την Καθαρά Δευτέρα. Το πρωί της Δευτέρας, σε αρκετά χωριά της Θράκης, συγκεντρώνονται είκοσι έως τριάντα παλικάρια που είναι ανύπαντρα και διαλέγουν μεταξύ τους έναν ο οποίος θα είναι ο «καλόγερος». Στη συνέχεια τον ντύνουν με δέρματα ζώων (προβιές) και στη μέση του έχει περασμένα κουδούνια προβάτων. Το πρόσωπό του το βάφει με στάχτη και στο κεφάλι φοράει μια κουκούλα από δέρμα ζώου. Στα χέρια του κρατάει δύο ξύλα, τα ντουκμάκια, απαραίτητα για τη «δράση» του καλόγερου. Οι συνοδοί του είναι ντυμένοι με τα ποτούρια, θρακιώτικη ενδυμασία του Κρυονερίου. Στην παρέα υπάρχει πάντα και ένας μεταμφιεσμένος σε τσιγγάνα.
Η εύθυμη συντροφιά δημιουργώντας πολύ θόρυβο, περιφέρεται σε όλα τα σπίτια του χωριού με τη συνοδεία μιας γκάιντας. Όταν μπούνε στην αυλή του σπιτιού, προκειμένου να δημιουργήσουν περισσότερη φασαρία και να γίνει η παρουσία τους αντιληπτή, χτυπούν τα ξύλα που κρατούν στα χέρια τους. Οι νοικοκυραίοι τους δίνουν συνήθως χρήματα και αυγά και κερνάνε τον καλόγερο και τη συντροφιά του διάφορους μεζέδες με τσίπουρο ή ούζο.
Αφού περάσουν απ’ όλα τα σπίτια του χωριού, το απόγευμα καταλήγουν στην πλατεία όπου συγκεντρώνονται όλοι οι κάτοικοι προκειμένου να κάνουν το έθιμο της σποράς. Εκεί η συντροφιά του καλόγερου επιλέγει έναν κάτοικο του χωριού, τον καλύτερο νοικοκύρη, και τον χρίζει βασιλιά. Ταυτόχρονα καταφθάνει ένα ξύλινο άροτρο στο οποίο οι μεταμφιεσμένοι παίρνουν τη θέση των βοδιών και ο βασιλιάς κρατώντας το αλέτρι κι ένα ξύλινο κοντάρι τους κεντρίζει, για να «οργώσουν» τη γη. Με αυτόν τον τρόπο σέρνουν το αλέτρι στην πλατεία, κάνοντας τρεις περιφορές. Μετά το εικονικό όργωμα, ο βασιλιάς παίρνει έναν τενεκέ με σιτάρι και καλαμπόκι που έχει αναμειχθεί με στάχτη και το πετάει με τη σειρά του στο χωράφι. Με το υπόλοιπο μείγμα μουτζουρώνει τους παρευρισκόμενους. Στη συνέχεια αυτοί με τη σειρά τους έπαιρναν τενεκέδες με νερό, για να ποτίσουν το χωράφι και είχαν το δικαίωμα να βρέξουν τον βασιλιά και τον καλόγερο. Οι βρεγμένοι τότε αρχίζουν να κυνηγούν με τις βέργες που κρατάνε το πλήθος. Το δρώμενο τελειώνει με πειράγματα, κέφι και χορό.
Σκοπός: Κατά την τέλεση του εθίμου οι κάτοικοι επιζητούσαν την ευγονία της γης από την οποία ήταν πλήρως εξαρτημένοι καθότι η κύρια ασχολία τους ήταν η γεωργία.
Προέλευση: Διονυσιακές καταβολές.
Οι Μωμόγεροι
Πότε: Κυριακή της Αποκριάς.
Πού: Μακεδονία.
Περιγραφή: Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί του Νομού Δράμας συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων, το οποίο προέρχεται από τους Πόντιους πρόσφυγες. Η ονομασία του εθίμου προέρχεται από τις λέξεις μίμος ή μώμος και γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές κινήσεις των πρωταγωνιστών. Αυτοί, φορώντας τομάρια ζώων (λύκων, τράγων ή άλλων) ή ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά, έχουν τη μορφή γερόντων.
Οι Μωμόγεροι, εμφανίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου των εορτών, και προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες στους δρόμους των χωριών και τραγουδούν τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους. Όταν δύο παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και ή άλλη να δηλώσει υποταγή.
Σκοπός: Εξορκισμός του κακού.
Προέλευση: Διονυσιακές λατρείες.
Από το ίδιο Τεύχος
8 Δεκεμβρίου, 2024 / ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
8 Δεκεμβρίου, 2024 / ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
8 Δεκεμβρίου, 2024 / ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Περισσότερα Άρθρα ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Σχετικά Άρθρα
8 Δεκεμβρίου, 2024 / ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
8 Δεκεμβρίου, 2024 / ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
8 Δεκεμβρίου, 2024 / ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ