Οι αρχαίοι πολιτισμοί πίστευαν ότι το μέλλον είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί. Η πίστη αυτή πηγάζει από την αντίληψη ότι οι Θεοί έκαναν αποκαλύψεις στους ανθρώπους με άμεσο τρόπο ή με σημεία, που απαιτούσαν ερμηνεία. Για τον Κικέρωνα, η μαντική είναι η αποκάλυψη του μέλλοντος, η πρόγνωση των μελλόντων πραγμάτων.
Η μαντεία είναι η τέχνη να προλέγει κανείς όσα θα συμβούν στο μέλλον ή να εξηγεί όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν και όσα συμβαίνουν στο παρόν. Ήδη από την ομηρική εποχή γινόταν λόγος για διάφορα είδη μαντείας, τα οποία έφτασαν στον ελλαδικό χώρο προερχόμενα από την αρχαία Βαβυλωνία, την Ασσυρία και την Αίγυπτο. Για τον λόγο αυτό βλέπουμε ότι η ελληνική και η ρωμαϊκή μαντεία παρουσίαζε στοιχεία κοινά με αυτήν της Ανατολής. Η μαντική διακρινόταν σε Φυσική και Τεχνική. Φυσική μαντική υπάρχει, όταν ένας άνθρωπος δέχεται την έμπνευση της Θεότητας σε όνειρο ή σε κατάσταση εκστάσεως (η λέξη μαντική προέρχεται από τη λέξη μανία). Η έντεχνη μαντεία, προέβαινε σε εξηγήσεις με βάση τις παρατηρήσεις σε ζωντανούς οργανισμούς, φυτά ή ακόμα και σε άψυχα αντικείμενα.
Τη δύναμη αυτή την κατείχαν ορισμένα άτομα, οι μάντεις, που επικοινωνούσαν με θεότητες και γνωστοποιούσαν τη θέληση των θεών με διάφορα σημεία, σημάδια και άλλους τρόπους. Κάποιες από τις μεθόδους της έντεχνης, όπως αποκαλείται, μαντείας αποτελούσαν και η «οιωνοσκοπία», η «ιεροσκοπία» και η «σπλαχνοσκοπία», οι οποίες είχαν μεγάλη σπουδαιότητα στην καθοδήγηση του στρατεύματος και της πολιτικής.
Η οιωνοσκοπία, ή αλλιώς ορνιθοσκοπία αποτελούσε μία από τις αρχαιότερες μεθόδους μαντικής στον ελληνικό κόσμο και ιστα επί αιώνες η σημαντικότερη. Η προέλευσή της ήταν από την Ασσυρία, τη Βαβυλωνία και την Αίγυπτο. Με αυτή τη μέθοδο οι ιερείς, παρακολουθώντας τη συμπεριφορά και το πέταγμα των πουλιών, προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν το μέλλον.
Η τέχνη της ορνιθομαντείας συνίστατο στη μελέτη της πτήσεως και των κραυγών των πουλιών, ανάλογα όμως με το είδος του πτηνού. Υπήρχαν πράγματι πουλιά που εθεωρούντο εκ φύσεως ευοίωνα και άλλα δυσοίωνα, ανάλογα όμως και με τις περιστάσεις. Η κουκουβάγια π.χ., ως συμβολικό πτηνό της Θεάς Αθηνάς, ήταν ένας ευνοϊκός οιωνός μόνο για τους Αθηναίους. Ο χρησμός εξειδικευόταν ανάλογα με το είδος και το πέταγμα του πουλιού. Οι μάντεις, ως καλό σημάδι λάμβαναν την εμφάνιση οιωνού από την ανατολή, ενώ ως κακό από τη δύση. Ευνοϊκό σημάδι ήταν επίσης αν ένα πτηνό πετούσε ψηλά με ολάνοιχτες τις φτερούγες του. Δυσοίωνη εθεωρείτο ή χαμηλή και παράξενη, με άρυθμα φτεροκοπήματα πτήση. Στη φωνή των πτηνών ακόμη, ανάλογα με την ένταση και τη συχνότητά της, αποδίδονταν διάφορες ερμηνείες.
Όλα τα πτηνά, αρχίζοντας από τα πουλιά του κυνηγιού, ήταν πρόσφορα στη μαντική τέχνη και το ίδιο το όνομά τους (οιωνός, όρνις) κατέληξε να ταυτιστεί με την έννοια της προφητείας. Παρατηρούνταν ιδιαίτερα ο αετός, το γεράκι, η γλαύκα και ο ερωδιός. Σταδιακά έγινε μία επιλογή και μόνο τέσσερα είδη θεωρήθηκαν σαν κατ’ εξοχήν προφητικά, δηλαδή ο αετός και ο γύπας του Δία, το κοράκι του Απόλλωνα και η κουρούνα της Ήρας.
Ο Πλούταρχος, στο έργο του «Περί της των ζώων διάνοιας», αναφέρει: «Στην επιστήμη του μέλλοντος την πιο σημαντική και την πιο παλαιά θέση κατέχει η μελέτη των πουλιών. Γιατί αυτά, χάρις στην ταχύτητα και την εξυπνάδα τους, στην ακρίβεια των ελιγμών με τους οποίους δίνουν την εντύπωση ότι προσέχουν οτιδήποτε πέσει στην αντίληψή τους, θεωρούνται πραγματικά όργανα στην υπηρεσία των μάντεων. Αυτοί, τους εμπνέουν διάφορες κινήσεις και παρατηρούν τα κελαϊδήματα και τις κραυγές τους. Άλλοτε τα κρατούν κρεμασμένα, άλλοτε τα εξαπολύουν ξαφνικά είτε για να διακόψουν κάποιες ενέργειες, κάποιες ανθρώπινες θελήσεις, είτε για να βοηθήσουν να εκπληρωθούν. Για τούτο ο Ευριπίδης αποκαλεί τα πουλιά «αγγελιαφόρους των θεών».
Την οιωνοσκοπία εφάρμοζαν γνωστοί χρησμοδότες μάντεις όπως ο Κάλχας και ο Τειρεσίας και αυτή ήταν που τελούνταν στο αρχαιότερο και πλέον σεβάσμιο ελληνικό μαντείο, στο ιερό του Δία στη Δωδώνη. Εκεί ο ιερέας παρακολουθούσε το πέταγμα και τη συμπεριφορά των περιστεριών που κάθονταν στις ιερές δρύες. Οι ιέρειες στο άκουσμα του θροΐσματος των φύλλων των ιερών βελανιδιών άκουγαν τη φωνή του Δία και έδιναν ανάλογες ερμηνείες ή άκουγαν τη θέλησή του από τους χάλκινους λέβητες που ήταν κρεμασμένοι στα δέντρα. Οι ήχοι αυτοί, που ονομάζονταν κλήδωνες ή φήμες, ερμηνεύονταν από το ιερατείο.
Μία αντίστοιχη παράδοση είναι γνωστή και για το ιερό του Ισμήνιου Απόλλωνα στη Θήβα. Στο μαντείο πρόστρεχαν Αθηναίοι και Σπαρτιάτες, ακόμα και ξένοι. Ο χρησμός δίνονταν με σύμβολα και όχι με λόγια, όπως άλλωστε και στο μαντείο του Άμμωνα Δία στη Λιβύη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει κοινή προέλευση για τα δύο μαντεία. Η οιωνοσκοπία εξασκούνταν και σε άλλα ιερά. Αν και η οιωνοσκοπία ήταν πολύ συνηθισμένη κατά τους Ομηρικούς και Αρχαϊκούς χρόνους, κατά την κλασσική εποχή παραμερίστηκε από άλλες μεθόδους.
Η ιεροσκοπία, που θεωρείται κλάδος της ιερομαντείας προέρχεται επίσης από την Ανατολή, ενώ είναι εξακριβωμένη η εξάσκησή της στη Βαβυλώνα. Πρόκειται συνήθως για μαντική που βασίζεται στην εξέταση των ιερών, δηλαδή των σφαγίων που προσφέρονταν στον Θεό. Ο τρόπος που βάδιζε το θύμα προς τον βωμό, οι κραυγές του ή η αφωνία του τη στιγμή της σφαγής, αποτελούσαν ενδείξεις στις οποίες βασίζονταν οι ιεροσκόποι.
Στον ελληνικό κόσμο συνηθίζονταν περισσότερο άλλες εκδοχές της ιερομαντείας, όπως η μαντεία δι’ εμπύρων και η καπνομαντεία. Η πρώτη εξέταζε τη φωτιά και τα κατάλοιπα της θυσίας και η δεύτερη τον καπνό. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρούσαν επίσης τη συμπεριφορά του ζώου που οδηγούνταν σε θυσία. Με μαντεία δι’ εμπύρων χρησμοδοτούσε το Ισμήνιο της Θήβας και το ιερό του Δία στην Ολυμπία.
Ωστόσο, σημαντικά ήταν και όσα συνέβαιναν κατά τη διάρκεια της θυσίας. Πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, καθώς ο Θεμιστοκλής προσέφερε μία θυσία επί της ναυαρχίδας, του παρουσίασαν όπως μας διηγείται ό Πλούταρχος, τρεις νέους Πέρσες αιχμαλώτους. Ο μάντης Ευφραντίδης τους αντίκρισε και είδε συγχρόνως τις φλόγες που υψώνονταν στον βωμό επάνω από τα θύματα. Εκείνη τη στιγμή ένα πτάρνισμα ακούστηκε στα δεξιά του, που του φάνηκε σαν προμήνυμα καλό. «Αυτό, είπε, είναι ένα σημάδι που διαβεβαιώνει τους Έλληνες για τη νίκη».
Προερχόμενη και αυτή από την Ανατολή, η σπλαχνοσκοπία ή θυοσκοπία είναι η μαντεία διαμέσου της εξέτασης των σπλάχνων του θυσιασμένου ζώου. Η μέθοδος μαντικής αυτή άνθισε κατά την κλασική εποχή.
Η βάση της σπλαχνοσκοπίας φαίνεται πιο πολύπλοκη από της οιωνοσκοπίας, καθώς γινόταν δεκτό ότι η θεία Πρόνοια όχι μόνον κατηύθυνε τις κινήσεις των πτηνών, αλλά και ότι είχε χαράξει εκ των προτέρων μέσα στα σπλάχνα των ζώων τις απαντήσεις πού ήθελε να δώσει στους ανθρώπους, ενώ ότι καθοδηγούσε την εκλογή του θυσιαστή, ώστε να θυσιάσει εκείνο ακριβώς το θύμα πού περιείχε στα σπλάχνα του την απάντηση που ταίριαζε στη συγκεκριμένη ερώτηση.
Η σπλαχνοσκοπία χρησιμοποιούσε όλα τα είδη των ζώων, κατά προτίμηση όμως τα κατσίκια, τα αρνιά και τα βόδια. Αντίστοιχα, όλα τα σπλάχνα μπορούσαν να προσφέρουν χρήσιμες ενδείξεις, αλλά το συκώτι είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς πίστευαν ότι το συκώτι κατέχει προφητική όραση με το καθρέφτισμα του θεϊκού. Στο συκώτι εξέταζαν τρία μέρη κυρίως: τους λοβούς, τη χοληδόχο κύστη και την πυλαία φλέβα. Στην τραγωδία «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, ο Ορέστης πριν να σκοτώσει τον Αίγισθο, τον παραστέκει σε μία θυσία, της οποίας τα θλιβερά «σημάδια» προαναγγέλλουν το επικείμενο έγκλημα.
Η ηπατοσκοπία, μια ειδική κατηγορία της σπλαχνοσκοπίας, έγινε πολύ δημοφιλής στους Ετρούσκους. Οι αρχαίοι έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην απουσία του λοβού του συκωτιού, που θεωρείτο ιδιαίτερα σοβαρό σημάδι. Η εξαφάνιση ή η ατροφία του λοβού του συκωτιού, σαν προμήνυμα θανάτου και καταστροφής, είναι το πιο σίγουρο από τα σημάδια πού προσφέρει η εξέταση των σπλάχνων. Με αυτόν τον τρόπο προειδοποιήθηκαν για τον επικείμενο θάνατό τους όχι μονάχα ο Αίγισθος, αλλά και ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Κίμων, ο Αγησίλαος και ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο Πλούταρχος στο έργο του «Βίοι παράλληλοι», αναφέρει τα παρακάτω: «Ο Απολλόδωρος, ο κυβερνήτης της Βαβυλώνας είχε κάνει θυσία στους θεούς, ώστε να μάθει τι θα συμβεί στον Μ. Αλέξανδρο, πριν φθάσει εκείνος εκεί. Δυστυχώς τα σημάδια δεν ήταν καλά, διότι από το συκώτι του θυσιαζόμενου ζώου έλειπε ο λοβός….». Οι Χαλδαίοι μάντεις είχαν ενημερώσει τον Μ. Αλέξανδρο να μην πάει στη Βαβυλώνα, αλλά εκείνος τους αγνόησε. Τελικά ο Μ. Αλέξανδρος πέθανε στη Βαβυλώνα μετά από υψηλό πυρετό.
Οι μέθοδοι που παρατηρούνται για την πρόβλεψη του μέλλοντος ήταν αρκετές. Κάποιες ίσως μας ακούγονται γνώριμες, άλλες πάλι αρκετά περίεργες, όπως η σπλαχνοσκοπία. Ωστόσο το κομμάτι της πρόβλεψης εξακολουθεί να παραμένει σημαντικό και πρωταρχικό για την καθημερινότητα πολλών μέχρι και σήμερα. Τα μέσα έχουν αλλάξει, αλλά ο άνθρωπος εξακολουθεί να αισθάνεται έντονα την ανάγκη να προβλέψει το μέλλον και να ελέγξει τη ζωή του.
Πηγές
- Μάντεις και Μαντεία στην Αρχαία Ελλάδα, Robert Flaceliere, εκδόσεις Ιωάννης Ζαχαρόπουλος
- “Μέθοδοι μαντικής”. Ανακτήθηκε από ime.gr (τελευταία πρόσβαση 13.1.2021)
- Δουρουκλάκη Ε. , Κουσίδης Α. , Κουσίδης Κ. , Ευφραιμίδης Χ “Η μαντική τέχνη στην αρχαιότητα” Ανακτήθηκε από schoolpress.sch.gr (τελευταία πρόσβαση 13.1.2021)
- http://www.fhw.gr/chronos/04/gr/society/424oracl_methods.html
- http://www.livepedia.gr/index.php/Μαντεία
- http://www.ime.gr/chronos/04/gr/society/424oracl_methods.html