Μισή ώρα δρόμο από την Κοιλάδα των Βασιλέων στο Λούξορ, δυτικά του Νείλου, βρίσκονται τα ερείπια ενός χωριού και μερικών ταφών. Αυτό που μπορεί κανείς να δει σήμερα, είναι κάποιοι μισογκρεμισμένοι τοίχοι κάτω από τον ήλιο, κολλητά χτισμένοι μεταξύ τους, που μαρτυρούν την ύπαρξη μιας κοινότητας, μάλλον απομονωμένης από το πολιτιστικό περιβάλλον της εποχής της. Ποιο ήταν αυτό το χωριό, και τι δικαιολογεί την ύπαρξή του σ’ αυτό το άγονο μέρος;
«Deir el Medina» το σύγχρονο αραβικό όνομά του, «Set–Maat» το αρχαίο αιγυπτιακό, που μεταφράζεται ως «Ο Τόπος της Αλήθειας». Αυτή ήταν μια κοινότητα που αποτελούνταν από ανθρώπους αφιερωμένους στο να χτίζουν και να διακοσμούν τους τάφους των Φαραώ της εποχής, ώστε να τους εξασφαλίζουν την αιώνια κατοικία τους. Συγκεκριμένα, αυτοί που έμεναν και εργάζονταν εκεί, αποκαλούνταν «Υπηρέτες του Τόπου της Αλήθειας».
Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί: γιατί τόσο «υψηλοί» τίτλοι, για ένα φαινομενικά και μόνο χωριό τεχνιτών; Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να επισημάνουμε ότι η αντίληψη των αρχαίων Αιγυπτίων για τον θάνατο ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας σύγχρονη αντίληψη. Στην αρχαία Αίγυπτο η καθαυτή λέξη «θάνατος» δεν υπήρχε. Η αναφορά που έκαναν σ’ αυτόν ήταν “επιστροφή στην μητέρα, στη θεά Μουτ”. Ο θάνατος λοιπόν γι’ αυτούς, αποτελούσε, όχι ένα τέλος, αλλά ένα πέρασμα, μία πύλη απ’ όπου περνούσε κανείς, για να συνεχίσει να ζει, όχι μέσα στο υλικό του σώμα, αλλά σε άλλα, λεπτότερα επίπεδα.
Ήταν λοιπόν πολύ σημαντικό γι’ αυτούς, προκειμένου να μην χαθεί η ψυχή στο πέρασμά της προς την «άλλη πλευρά», να φροντίσουν για την ασφάλεια και τη συνέχεια της ζωής της. Αυτό ακριβώς θεωρούσαν πως εξασφάλιζαν οι τάφοι. Περισσότερο από απλές αίθουσες που θα φιλοξενούσαν το σώμα του νεκρού, ήταν «αιώνιες κατοικίες», οι οποίες έπρεπε να είναι όσο πιο τέλειες γινόταν, κατασκευασμένες με τον καλύτερο τρόπο και διακοσμημένες με τα πιο όμορφα και ζωντανά χρώματα.
Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ένα μέρος, μια «κοινότητα» που θα ήταν υπεύθυνη ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο: το χτίσιμο και τη διακόσμηση των ταφών των Φαραώ, που θα είχαν θέση στην «Κοιλάδα των Βασιλέων», στη δυτική όχθη του Νείλου κοντά στην αρχαία πόλη των Θηβών.
Δεν ξέρουμε ακριβώς πότε ιδρύθηκε, αλλά κάποιες πηγές αναφέρουν ότι έχει τις αρχές του στην περίοδο βασιλείας του Τούθμωσι Α΄, με την τελική μορφή του να διαμορφώνεται επί της δυναστείας των Ραμσήδων. Από την αρχή είχε αποφασιστεί ότι το χωριό αυτό θα υπαγόταν κατευθείαν στον ίδιο τον Φαραώ, ο οποίος ήταν και ο πρώτος προστάτης του.

Η ζωή και η λειτουργία του χωριού
Το χωριό αυτό αποτελούσε μια πολύ μικρή κοινότητα. Ο συνολικός αριθμός των κατοίκων δεν ξεπερνούσε τα 100 άτομα, που ήταν άντρες, γυναίκες και παιδιά.
Οι τεχνίτες ήταν χωρισμένοι σε ομάδες ανάλογα με την ιδιότητά τους. Υπήρχαν λιθοξόοι, ή αλλιώς γλύπτες, που λάξευαν τα αγάλματα των θεών, ζωγράφοι, υπεύθυνοι για τις παραστάσεις στους τοίχους των ταφών, αρχιτέκτονες, που έκριναν και αποφάσιζαν το μέρος και την κατασκευή του τάφου στην Κοιλάδα για να είναι χτισμένοι αρμονικά μεταξύ τους κτλ. Κατά διαστήματα, προγραμματίζονταν εξορμήσεις διάνοιξης ταφών στην Κοιλάδα, η οποία ήταν σε απόσταση μισής ώρας από το χωριό. Οι εργάτες διέμεναν εκεί για 8 ή 10 μέρες, σε μικρά σπιτάκια που είχαν φτιάξει για τις περιόδους εργασίας εκεί, κι έπειτα επέστρεφαν πάλι στο χωριό. Είτε εργάζονταν στην Κοιλάδα είτε στο ίδιο το χωριό, ο ρυθμός εργασίας ήταν 8 μέρες δουλειάς και 2 μέρες ξεκούρασης.
Οι ομάδες καθοδηγούνταν από έναν «αρχιμάστορα», ο οποίος έπρεπε να ξεχωρίζει όχι μόνο για τις τεχνικές του ικανότητες, αλλά κυρίως για την ηθική του διαμόρφωση. Το χωριό είχε επίσης έναν γενικό υπεύθυνο, έναν εκπρόσωπο που συζητούσε με τον Φαραώ κατά τις επισκέψεις του στο χωριό. Να επισημάνουμε ότι τόση ήταν η σημασία ύπαρξης του τάφου ενός Φαραώ, ενόσω αυτός ήταν ακόμα εν ζωή, ώστε το πρώτο που έπρεπε να κάνει μόλις αναλάμβανε τη διακυβέρνηση, ήταν να εξασφαλίσει την αρχή δημιουργίας του τάφου του. Γι’ αυτό επισκεπτόταν κατά διαστήματα το χωριό, προκειμένου να συζητήσει και να παρακολουθήσει τα σχέδια και τις λεπτομέρειες.
Παρόλο που ξέρουμε από πηγές ότι οι τεχνίτες ήταν αποκλειστικά άντρες, μεγάλο ρόλο στο χωριό είχαν επίσης και οι γυναίκες. Σαν κύριο λειτούργημα, φρόντιζαν για την προστασία και τη διατήρηση της ζωής του χωριού, μέσα από τη φροντίδα των παιδιών, τις σχέσεις μεταξύ των μελών της κοινότητας, αλλά και τη σχέση όλων των κατοίκων με το «αόρατο» μέρος, ή αλλιώς με το «θείο». Γι’ αυτό κάθε γυναίκα του χωριού ήταν Ιέρεια της Αθώρ: μια θηλυκή αιγυπτιακή θεότητα, την οποία οι Έλληνες ταύτιζαν με την Αφροδίτη. Όλες οι γυναίκες, καθοδηγούνταν από την αρχιέρεια του χωριού, που έφερε τον τίτλο «Η Σοφή γυναίκα». Η τελευταία, κατείχε σημαντικές γνώσεις ιατρικής και θεραπείας. Έπρεπε να διαθέτει επίσης μεγάλη αγνότητα και ηθική, ώστε να εκτελεί σωστά τη λειτουργία της ως θεραπεύτρια.
Παρόλο που το χωριό ήταν αφιερωμένο στο χτίσιμο των ταφών, διέθετε τα απαραίτητα για την ομαλή διαβίωση των ανθρώπων που ζούσαν εκεί. Κάθε τεχνίτης είχε το σπίτι και την οικογένειά του, καθώς και τις προσωπικές του ασχολίες. Δεν υπήρχε όμως η δυνατότητα παραγωγής υλικών αγαθών, γι’ αυτό ακριβώς έξω από το χωριό, υπήρχαν διάφορες ομάδες που παρείχαν τα βασικά υλικά αγαθά, όπως ρούχα, παπούτσια, ψωμί κτλ. Επίσης, λόγω απόστασης του χωριού από την πόλη των Θηβών, γίνονταν από εκεί συχνές τροφοδοτήσεις (συγκεκριμένα το φαγητό και το νερό μεταφερόταν εκεί μια φορά τον μήνα).
Ανατολικά και Δυτικά του χωριού ήταν χτισμένοι οι τάφοι των τεχνιτών, κάποιους από τους οποίους μπορεί κάποιος ακόμα και σήμερα να επισκεφτεί για να θαυμάσει τα πολύ καλοδιατηρημένα χρώματα και παραστάσεις των τοίχων.
Διαδικασία εισδοχής
Ένα σημαντικό στοιχείο που γνωρίζουμε για αυτή την αδελφότητα, ήταν η διαδικασία εισδοχής σε αυτήν. Σκοπός του χωριού δεν ήταν απλώς η κατασκευή. Κάθε τεχνίτης, πέρα από πρακτικές ή καλλιτεχνικές ικανότητες, έπρεπε να διαθέτει και εσωτερικές αρετές, να είναι άνθρωπος ηθικής και αξίας. Γι’ αυτούς, εξωτερικές και εσωτερικές ικανότητες δεν ήταν πράγματα ασύνδετα, αλλά απολύτως συμπληρωματικά. Αυτές ακριβώς οι αξίες ήταν που έπρεπε να εκφράζονται μέσα από τα δημιουργήματά τους, και ταυτόχρονα, με την κατασκευή έπρεπε ο καθένας να διαμορφώνεται και εσωτερικά. Αυτό ίσχυε και για τις γυναίκες, καθώς και για τα παιδιά, που όταν ενηλικιώνονταν έπρεπε να πάρουν την απόφαση εάν θέλουν και μπορούν να συνεχίσουν τη ζωή τους στο χωριό, ή αν θα έβγαιναν στην πόλη για να ζήσουν τη συνηθισμένη ζωή ενός πολίτη της εποχής.
Για τις εισδοχές υπήρχε λοιπόν μια υπεύθυνη ομάδα, η οποία έκρινε κατά πόσο η απόφαση του καθενός ήταν αληθινή, και δεν προέκυπτε από επιφανειακές επιθυμίες, όπως ανάγκη για τίτλους ή ματαιοδοξία, καθώς ήταν τιμή για έναν άνθρωπο να εργάζεται στον Τόπο της Αλήθειας. Παράλληλα και μετά την εισδοχή, ο άνθρωπος έπρεπε να μην παραβαίνει κάποιους κανόνες που υπήρχαν, προκειμένου την αρμονική συμβίωση μεταξύ των μελών της κοινότητας. Συνεπώς δεν αποκλειόταν, στην περίπτωση που κάποιος παρέβαινε ή ξεπερνούσε ένα όριο, να διαγραφεί και να διωχτεί από το χωριό.

Μερτζεγιέρ – αυτή που αγαπά τη σιωπή
Η λειτουργία του χωριού θεωρούνταν ιερή. Γι’ αυτό ήταν πολύ σημαντική η ασφάλεια και η διαφύλαξή του, εξωτερικά, με την ύπαρξη τειχών και φρουρών, αλλά και εσωτερικά. Τα διάφορα μυστικά κατασκευής και τεχνικής έπρεπε να διαφυλάσσονται από τους τεχνίτες, οι οποίοι διατηρούσαν όρκο σιωπής. Παρόλο που οι κάτοικοι του χωριού μπορούσαν να βγουν από αυτό και να πάνε στην πόλη για προσωπικές εργασίες και ασχολίες, οι μόνοι άνθρωποι που μπορούσαν να επισκεφτούν το χωριό ήταν ο Φαραώ και ελάχιστοι υψηλοί αξιωματούχοι.
Γι’ αυτό η προστάτιδα – θεά του χωριού, την οποία οι κάτοικοί του λάτρευαν, ήταν η Μερτζεγιέρ, η θεά κόμπρα που διέθετε τον τίτλο «αυτή που αγαπά τη σιωπή». Μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι η έννοια της σιωπής ταιριάζει με αυτή τη μικρή κοινότητα, όχι μόνο για τον όρκο σιωπής που έπρεπε να τηρούν οι κάτοικοί του, αλλά και για τον τρόπο ζωής του: Ένα μικρό χωριό, χτισμένο σε μια άγονη περιοχή κοντά στην Κοιλάδα των Βασιλέων, στο μέρος που θάβονταν οι Φαραώ… Μακριά από την πολύβουη πόλη, στη μέση της ερήμου. Αυτής της ερήμου που δεν αφήνει να ζήσουν μέσα της άλλες μορφές ζωής πέρα από σκορπιούς και φίδια, λόγω της έλλειψης νερού. Γιατί, όπως γνωρίζουμε για την Αίγυπτο, αυτό που παρείχε τη ζωή στη χώρα ήταν ο Νείλος, και γι’ αυτό όλες οι πόλεις ήταν χτισμένες κατά μήκος του.
Το ότι λοιπόν το χωριό ήταν χτισμένο εκεί, ίσως δεν αφορά μόνο πρακτικούς λόγους, προκειμένου να είναι κοντά στην Κοιλάδα, αλλά και συμβολικούς. Ήταν χτισμένο στη Δυτική όχθη, στην όχθη των νεκρών… ίσως επειδή οι κάτοικοι του χωριού, με την εισδοχή τους στην κοινότητα, έμοιαζαν νεκροί για τον υπόλοιπο κόσμο. Ίσως επειδή αφιέρωναν τη ζωή τους στο να διατηρήσουν, όχι την υλική ζωή που φαίνεται, αλλά την πνευματική ζωή που δεν φαίνεται, και που, όπως μας δείχνουν οι Αιγύπτιοι με τον τρόπο ζωής τους, είναι και πιο αληθινή. Ίσως γι’ αυτό να ονομαζόταν «Ο Τόπος της Αλήθειας».
Στην έρημο, στη δυτική όχθη, στον «τόπο του θανάτου», εκεί που φαινομενικά δεν γεννιέται τίποτα, το χωριό των τεχνιτών κατόρθωσε να γεννήσει ζωή μέσα από τον θάνατο.