Τα γλυπτά του Gian Lorenzo Bernini που είναι εμπνευσμένα από τη μυθολογία έχουν κάτι το διαφορετικό. Έχουν μία τέλεια κίνηση που σε ωθεί να βλέπεις μία σκηνή του μύθου να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου. Η τελειότητά τους και οι λεπτομέρειές τους σε κάνουν να ξεχνάς ότι είναι από σκληρό μάρμαρο, για λίγα λεπτά πιστεύεις ότι έχεις μπροστά στα μάτια σου ήρωες και θεούς να αισθάνονται και να εκπέμπουν δέος.
Για να κατανοήσουμε την εμφάνιση αυτού του ιδιαίτερου καλλιτέχνη χρειάζεται να ξετυλίξουμε το υφαντό της ιστορίας και να εισχωρήσουμε στην εποχή του. Ο Μπερνίνι γεννήθηκε το 1598 στη Νάπολη, την εποχή οι μεγάλοι καλλιτέχνες της αναγέννησης άρχισαν να περνούν στην έννοια του μύθου. Όλες οι τεχνοτροπίες για έναν εξαίρετο πίνακα ζωγραφικής ή ένα άγαλμα με σωστές αναλογίες διδάσκονταν στα εργαστήρια τέχνης. Οι καλλιτέχνες της αναγέννησης περνώντας ο ένας στον άλλον το νήμα της γνώσης, κατάφεραν να επαναφέρουν την τέχνη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος που είχε ολότελα χαθεί μέσα στον Μεσαίωνα και να την εξελίξουν. Κάθε ικανός καλλιτέχνης του 17ου αιώνα μπορούσε να κάνει έναν εξαίρετο πίνακα που να μπορεί να σταθεί δίπλα σε έναν του Ντα Βίντσι ή του Μιχαήλ Άγγελου ή αντίστοιχα σε ένα άγαλμα του Ντονατέλο.
Ο Μπερνίνι όμως κατάφερε να ξεχωρίσει ως παιδί θαύμα σε ηλικία 16 ετών ξεπερνώντας μάλιστα τις γλυπτικές ικανότητες του επίσης γλύπτη πατέρα του. Τον ανακάλυψε ο Καρδινάλιος Σκιπίωνος Μποργκέζε και τον υιοθέτησε δίνοντάς του όλες τις υλικές δυνατότητες να μεγαλουργήσει. Πήρε όλα τα εφόδια που του έδωσε η αναγέννηση και πέρασε την γλυπτική σε ένα άλλο στάδιο όπου το συναίσθημα και η κίνηση πρωταγωνιστούν. Σήμερα θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους γλύπτες του 17ου αιώνα. Ο Μπερνίνι ως πατέρας του ιταλικού Μπαρόκ εκφράζει τον σκοπό αυτής της τεχνοτροπίας που δεν ήταν άλλος από το να προκαλέσει δέος και να εξυψώσει τον άνθρωπο μέσα από τα συναισθήματα.
Μπαίνοντας στη Βίλα Μποργκέζε ένα μικρό μουσείο όπου έχει τα κυριότερα αριστουργήματα του Μπερνίνι το πρώτο πράγμα που αντικρίζει κάποιος είναι η Αρπαγή της Περσεφόνης στο κέντρο της αίθουσας. Είναι μία γλυπτική σύνθεση που δημιούργησε το 1621-1622 σε ηλικία μόλις 23 ετών. Από μακριά ακόμα μαγνητίζει και είναι δύσκολο να πάρει κάποιος τα μάτια του, καθώς πλησιάζει να δει όλες τις λεπτομέρειες. Ο Μπερνίνι σχεδίαζε τα γλυπτά έχοντας κατά νου μια συγκεκριμένη οπτική γωνία. Έτσι ήταν τοποθετημένα αρχικά στη Βίλα Μπορτζέζε ώστε η πρώτη ματιά των θεατών να είναι η δραματική στιγμή της αφήγησης. Σήμερα είναι στο κέντρο της αίθουσας ως ένα από τα κυριότερα γλυπτά της έκθεσης και δίνει στον θεατή τη δυνατότητα να το θαυμάσει από όλες τις πλευρές.
Μπροστά μας βλέπουμε μία ιστορία να είναι σε παύση σε μία καθόλου τυχαία στιγμή. Η στιγμή που ο Άδης αρπάζει την Περσεφόνη είναι μέσα στον μύθο η κυριότερη σκηνή. Λόγω αυτής της στιγμής γίνονται όλα και λόγω αυτής της στιγμής η Περσεφόνη βρίσκει το πεπρωμένο της. Μετά από αυτήν τη σκηνή θα εξελιχθούν μία σειρά από γεγονότα που θα της δώσουν τη διπλή υπόστασή της στην ελληνική μυθολογία. Η Περσεφόνη, βασίλισσα του κάτω κόσμου που κυβερνά δίπλα στον Άδη ως ισάξιά του και η κόρη της θεάς Δήμητρας, πηγή έμπνευσης και χαράς για τη θεά της γεωργίας και συνάμα θεά της ζωής.
Είναι η στιγμή που η Περσεφόνη ενώ έψαχνε τον έρωτα αρνείται να τον γνωρίσει, αρνείται να μπει σε δοκιμασία. Κλαίει και τα δάκρυά της διαγράφονται στο μάρμαρο, αγωνίζεται και τα χέρια της αντιστέκονται απελπισμένα χτυπώντας το πρόσωπο του εστεμμένου βασιλιά της. Αρνείται να κοιτάξει την κατεύθυνση που την πηγαίνει πιο κοντά στον χαμό όλων όσον γνώριζε. Ο μανδύας της έχει αποκαλύψει το γυμνό κορμί της καθώς έχει πέσει από την αντίστασή της. Εκείνο στέκεται πάνω στα πλευρά του μελλοντικού συζύγου της, μακριά από το γνώριμο έδαφος, ενώ τα μαλλιά της ανεμίζουν μπερδεμένα.
Τα χέρια του Άδη την κρατούν γερά, τόσο που τα δάχτυλά του φαίνεται να βυθίζονται στο φαινομενικά απαλό δέρμα της. Είναι ο θησαυρός του που εκείνη τη στιγμή κανένας δεν μπορεί να του πάρει. Φαίνεται στο σίγουρο βλέμμα του που είναι στραμμένο σε εκείνη. Το απαλό μειδίαμα στα χείλη μαρτυρά την εμφανή ικανοποίησή του για την εξέλιξη των γεγονότων. Αυτός ξέρει. Το προτεταμένο λυγισμένο πόδι του πατά στέρεα στο έδαφος δίνοντάς του την απαραίτητη ισορροπία και κάνοντας την αναπαράσταση εντελώς ρεαλιστική. Το γυμνασμένο όμορφο κορμί του με τις εκπληκτικές λεπτομέρειες στους μυς, το δυναμικό πρόσωπο με το πλούσιο μούσι και το στέμμα στα ανέμελα μαλλιά του εκπέμπουν το μεγαλείο ενός θεϊκού βασιλιά που δεν φανερώνει τίποτε το μοχθηρό.
Στο γλυπτό δεν λείπει ο κέρβερος, ο φύλακας του κάτω κόσμου και υπηρέτης του Άδη. Κοιτάει και με τα τρία του κεφάλια όλες τις κατευθύνσεις ώστε να διαφυλάξει, ως πιστός φύλακας και ακόλουθος του Άδη, την φυγή του αφέντη του.
Προετοιμασμένοι ότι μέσα στο μουσείο θα συναντήσουμε ένα από τα πιο γνωστά έργα του καλλιτέχνη μας, δεν αργούμε να μπούμε στην αίθουσα με τον Δαυίδ. Τον βλέπουμε στο κέντρο της αίθουσας να στέκεται, να βρίσκεται σε μία αισθητή δράση στην πιο κρίσιμη στιγμή του μύθου. Θα πετύχει άραγε με τη σφεντόνα τον γίγαντα Γολιάθ; Εκείνον που για σαράντα μέρες τρομοκρατούσε τον στρατό των Ιουδαίων; Εάν μονομαχούσε κάποιος μαζί του ο πόλεμος θα έπαιρνε τέλος, όμως κανένας δεν πήγαινε να τον αντιμετωπίσει. Ο Δαυίδ ήταν ένας απλός βοσκός, αλλά μόλις έμαθε τι συμβαίνει, δέχτηκε την πρόκληση. Δεν είχε καν τη δύναμη να κουβαλήσει το σπαθί που του έδωσαν, το πετάει κάτω μαζί με την ασπίδα και εκεί πάνω στην ασπίδα έχοντας στα πόδια του ένα κουβάρι από τα ρούχα του, ετοιμάζεται να δώσει το ένα και μοναδικό χτύπημα. Ο ήρωάς μας δεν έχει βέλος, ούτε ακόντιο έχει μονάχα μία σφεντόνα, είναι το σύμβολό του αδύναμου που κρύβει μέσα του τη δύναμη τιτάνων. Ο Μπερνίνι δεν αρκέστηκε να απαθανατίσει την ώρα που ο Δαυίδ περιμένει να πλησιάσει ο γίγαντας. Θέλησε να αιχμαλωτίσει ακριβώς τη στιγμή που ο άνθρωπος γίνεται ήρωας, τη στιγμή που έχει γυρίσει το σώμα του και τεντώσει τη σφεντόνα για το νικηφόρο χτύπημά του. Το ρυτιδωμένο από τη συγκέντρωση πρόσωπό του, τα μάτια του καρφωμένα στον στόχο και τα χείλη του δαγκωμένα φανερώνουν όλη την ένταση της στιγμής.
Ποτέ ξανά ένας καλλιτέχνης δεν έφτιαξε τον Δαυίδ με τέτοιο τρόπο, να φαίνεται δυνατός αλλά και θνητός να δείχνει αποφασιστικότητα και αγωνία με μία εσωτερική κίνηση που ο καθένας μπορεί να αναγνωρίσει. Τελικά η πέτρα πετυχαίνει τον στόχο της και ο γίγαντας πέφτει κάτω, αυτό είναι αρκετό για να αρπάξει το σπαθί του ο Δαυίδ και να δώσει το τελικό χτύπημα. Η κτηνωδία νικιέται από την αγνότητα. Βλέποντας το άγαλμα του Δαυίδ απορούμε. Πώς θα μπορούσε αυτό κάποτε να ήταν ένας ογκόλιθος από μάρμαρο και πώς κατάφερε ένας καλλιτέχνης να αιχμαλωτίσει την ψυχή ενός ήρωα, δίνοντάς του τη δυνατότητα για αιώνια δράση;
Περπατώντας σε αυτό το μικρό μουσείο που κρύβει μεγάλους θησαυρούς δεν αργούμε να βρεθούμε μπροστά στο έργο «Απόλλων και Δάφνη», ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα που δημιουργήθηκε μεταξύ των ετών 1622-1625. Ο Απόλλων, τρομερά ερωτευμένος κυνηγούσε τη νύμφη του νερού Δάφνη, και εκείνη θέλοντας να μείνει πάντα αγνή, θέλοντας να μοιάσει στην Άρτεμη τη θεά που ακολουθεί, έτρεχε για να τον αποφύγει. Κάθε μέρα την κυνηγούσε ο Θεός του ήλιου όμως εκείνη δεν ενέδιδε στον έρωτά του μέχρι που ζήτησε από τον πατέρα της, τον Πηνειό και τη μητέρα της, τη Γαία, να την κάνουν δέντρο για να μην του ξεφύγει.
Ο Μπερνινι σμιλεύει την κορύφωση του μύθου. Βλέπουμε τον Απόλλωνα επιτέλους να πιάνει στα χέρια του την όμορφη Δάφνη. Πόσες μέρες την κυνηγούσε, πόσες μέρες ονειρευόταν εκείνη τη στιγμή. Την ακουμπά και εκείνη μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια του σε δέντρο. Η κίνηση του Απόλλωνα δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί, δεν πρόλαβε να σταθεί και να αγκαλιάσει την αγαπημένη του. Το ανάλαφρο βήμα του και το μαλακό χέρι του φανερώνουν γλυκύτητα, κομψότητα, καθόλου βιαιότητα. Ο μανδύας του έχει φανερώσει το γυμνό κορμί του καθώς αιωρείται, ενώ το όμορφο πρόσωπό του την κοιτά γεμάτο απορία.
Η Δάφνη προσπαθώντας να ξεφύγει καμπυλώνει το σώμα της για να αποφύγει το χάδι του. Τεντώνει τα χέρια της ψηλά στον ουρανό και τα δάχτυλα της γίνονται κλαδιά με φύλλα δάφνης μαζί με τα μπερδεμένα μαλλιά της. Μέρος από τα πόδια της έως και τη λεκάνη γίνεται κορμός και αιχμαλωτίζουν τη σχεδόν χορευτική κίνηση που έχει το γυμνό της σώμα. Τα δάχτυλα των ποδιών της βγάζουν μικρές ρίζες. Στο πρόσωπό της διακρίνουμε τρόμο και απελπισία ενώ το βλέμμα της κοιτάει τον θεό που την πλησίασε. Είναι η στιγμή της μεταμόρφωσης.
Είναι πραγματικά θαυμαστό το πώς κατάφερε ο καλλιτέχνης να σμιλέψει στο μάρμαρο την κίνηση της νύμφης μέσα στην ακινησία του δέντρου. Πώς μπόρεσε να μετατρέψει μέρη του σώματός της, ώστε να γίνουν κορμός και κλαδιά. Χρειάζεται να κοιτάξουμε τη σύνθεση από όλες τις πλευρές για να ανακαλύψουμε τις λεπτομέρειες της μεταμόρφωσης. Στην πραγματικότητα ο θεός ποτέ δεν κατάφερε να αγγίξει το μαλακό δέρμα της, το μέρος που την ακουμπά έχει μεταμορφωθεί ήδη σε κορμό δέντρου. Αυτή ήταν η εκδίκηση του Θεού Έρωτα. Ο Απόλλων κορόιδεψε τα όπλα του μη κατανοώντας τη δύναμή του και έτσι έγινε θύμα του θυμού του. Η Δάφνη, αιώνια αγνή γίνεται σύμβολο του Απόλλωνα και ιερό δέντρο του.
Αναφερόμενοι στα γλυπτά του Μπερνίνι που είναι εμπνευσμένα από τη μυθολογία, δεν γίνεται να παραλείψουμε τη Μέδουσα που βρίσκεται στο μουσείο Καπιτωλίου στη Ρώμη. Σε αυτήν την προτομή δεν βλέπουμε ένα τρομακτικό τέρας όπως συνηθίζεται να αναπαρίσταται αλλά μια λυπημένη κοπέλα με έντονα χαρακτηριστικά. Ίσως να είναι το πρόσωπο της Ιέρειας που δέχτηκε τη τιμωρία της Αθηνάς, σύμφωνα με τον ρωμαϊκό μύθο. Θύμα του Ποσειδώνα που την ερωτεύτηκε και την αποπλάνησε στο ναό της Αθηνάς, η άτυχη κοπέλα μεταμορφώθηκε στο τέρας που ξέρουμε. Το βλέμμα στο άγαλμα είναι γεμάτο από μία περίεργη θλίψη. Με το στόμα ανοιχτό δεν έχει τι να πει, ενώ τα φίδια χορεύουν αντικαθιστώντας τα μαλλιά της. Όποιος την κοιτάει γίνεται πέτρα, μα εμείς την κοιτάμε και απορούμε ποιά σύμβολα κρύβονται πίσω από αυτόν τον μύθο.
Πολλά είναι ακόμα τα γλυπτά που μπορούμε να αναφέρουμε, θαυμάσια έργα που κρύβουν σύμβολα, που σε ανυψώνουν και σε κάνουν να συνδεθείς με έναν μύθο ή μία ιδέα. Γίνεσαι μέρος του μύθου όταν συνδέεσαι με το συναίσθημα των ηρώων. Ανακαλύπτουμε τη συσχέτιση του μύθου με τη δική μας προσωπική ιστορία. Όλοι έχουμε φοβηθεί μία αλλαγή και σαν την Περσεφόνη παλεύαμε να ξεφύγουμε. Πολλοί από εμάς έχουν τολμήσει να παλέψουν με έναν Γολιάθ εκεί που όλοι οι άλλοι τον απέφευγαν. Τα γλυπτά αυτά μπορούν να μας δώσουν έμπνευση να μας συνδέσουν με το αόρατο, φτάνει να θελήσουμε να σταθούμε μπροστά τους, να τα θαυμάσουμε, να δούμε όλες τις λεπτομέρειες, και να θελήσουμε να ερευνήσουμε το κρυμμένο νόημα πίσω από το προφανές.